............................................................
Σφαίρες το
καλοκαίρι
μικρό διήγημα της Ευτυχίας Γιαννάκη
Το αμάξι έβραζε κάτω από τον ήλιο και το αμάξι ήταν
κλειδωμένο με τα παράθυρα κλειστά. Δεν θα έκανε πάνω από δύο λεπτά, αλλιώς θα
είχε αφήσει κάποιο παράθυρο ανοιχτό. Ο ιδρώτας έτρεχε στην πλάτη μου και τα
μαλλιά μου είχαν κολλήσει στο μέτωπό μου.
Καθόμουν στο πίσω κάθισμα και τον περίμενα να
επιστρέψει από τον φούρνο παίζοντας ένα ηλεκτρονικό παιχνίδι μ' έναν καουμπόι
που πυροβολούσε μπουκάλια και ποτήρια σ' ένα μπαρ. Δεν έπρεπε να σκοτώσω τον
μπάρμαν και τους πελάτες. Δύο πελάτες είχαν σκοτωθεί ήδη, βγάζοντας έναν πνιχτό
ήχο. Τα καπέλα των πεθαμένων στόλιζαν την μπάρα. Ο μπάρμαν την είχε γλιτώσει
και είχα μόνο μια ζωή ακόμη.
Με αυτήν τη μία ζωή προσπαθούσα να κάνω ό,τι καλύτερο
μπορούσα κι έτσι δεν τον είδα που χειρονομούσε ελάχιστα μέτρα μακριά από το
παρμπρίζ. Ούτε τον άκουσα που φώναζε. Ούτε τον παρακολούθησα να τρέχει πίσω από
τον μικροκαμωμένο τύπο που του είχε αρπάξει το πορτοφόλι και τα κλειδιά κι ένα
μικρό μαύρο τσαντάκι που είχε κρεμάσει στον ώμο του όταν βγήκε από το αμάξι.
Χρειάστηκε μια αστοχία, μια σφαίρα στο κούτελο του
μπάρμαν, για να σηκώσω τα μάτια και να τον αναζητήσω. Είδα τότε το αναστατωμένο
πρόσωπό του κολλημένο στο τζάμι να στάζει από τον ιδρώτα, ενώ η μελωδία του
game over γέμιζε την καμπίνα. Ήταν κόκκινος και προσπαθούσε να ανοίξει την
πόρτα. Η πόρτα δεν άνοιγε και δεν υπήρχε τρόπος να κατέβουν τα ηλεκτρικά
παράθυρα. Μόλις είχα χάσει την τελευταία ζωή μου και είχα εγκλωβιστεί στο
αμάξι-φούρνο. Αναρωτήθηκα αν μπορούσε να γίνει χειρότερο. Μπορούσε. Εμφανίστηκε
ο φούρναρης με μάτια γουρλωμένα, σαν τρομαγμένου ζώου, κι άρχισε να μου δίνει
οδηγίες πώς να κάνω υπομονή και να παίρνω βαθιές ανάσες μέχρι να επιστρέψει ο
πατέρας μου με κάποιον κλειδαρά. Αν μπορούσα, θα τον πυροβολούσα ευχαρίστως.
Όταν επέστρεψε, είχα χάσει άλλες δέκα ζωές, είχα
σκοτώσει τριάντα πελάτες, ζαλιζόμουν και έμοιαζα με αιμοσταγή δολοφόνο που σε
λίγο θα έχανε τις αισθήσεις της.
Το πρώτο που μου είπε όταν βγήκα από το αυτοκίνητο
ήταν ότι τα χρήματα για τις διακοπές είχαν κάνει φτερά και ότι θα περνούσαμε το
καλοκαίρι στην πόλη.
Καλοκαίρι στην πόλη; Τι πείραζε; Αρκεί να είχα
μπαταρίες. Όσο είχα μπαταρίες, είχα ζωές. Και όσο είχα ζωές, είχα σφαίρες. Και
όσο είχα σφαίρες, μπορούσα να πυροβολώ ασταμάτητα. Και όσο πυροβολούσα, δεν
χρειαζόμουν τίποτε άλλο.
Εκείνο το καλοκαίρι πέρασε σφαίρα, ξοδεύοντας χιλιάδες
ζωές. Από τα επόμενα είχα παρατήσει πια τα ηλεκτρονικά και μου έμενε μόνο μια
ζωή, που κυλούσε βαρετά κοντά στη θάλασσα. Για να περνάει κάπως η ώρα
σκεφτόμουν πάντοτε ιστορίες με φόνους. Πηγή: www.lifo.gr
Η Ευτυχία Γιαννάκη είναι συγγραφέας. Το καινούργιο της μυθιστόρημα «Αλκυονίδες Μέρες» κυκλοφορεί από τις
εκδόσεις Ίκαρος. Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου