.............................................................
Guy de Maupassant
(1850-1893)
Η Νεκρή
Την αγαπούσα παράφορα! Γιατί αγαπά κανείς; Πόσο παράξενο είναι να μη βλέπεις κανέναν άλλον στον κόσμο παρά μόνο ένα πλάσμα, να έχεις μία και μοναδική σκέψη στο μυαλό σου, μία μόνο επιθυμία στην καρδιά σου, μόνο ένα όνομα στα χείλη σου - ένα όνομα που ανεβαίνει συνεχώς από τα βάθη της ψυχής σου όπως το νερό μιας πηγής, ένα όνομα που επαναλαμβάνεις ξανά και ξανά, που ψιθυρίζεις διαρκώς παντού σαν προσευχή...
Δε θα σας αφηγηθώ την ιστορία μας, διότι ο έρωτας, όλοι οι έρωτες, δεν έχουν παρά μία ιστορία που είναι πάντοτε η ίδια. Τη γνώρισα και την αγάπησα: αυτό είναι όλο. Και για ένα ολόκληρο χρόνο έζησα τυλιγμένος, δεμένος, φυλακισμένος, μέσα στην τρυφερότητά της, μέσα στα χάδια της, μέσα στην αγκαλιά της, μέσα στο βλέμμα της, μέσα στα φορέματά της, μέσα στα λόγια της... τόσο απόλυτα απορροφημένος από εκείνη, ώστε δεν ήξερα πια αν ήταν μέρα ή νύχτα, αν ήμουν ζωντανός ή νεκρός, αν βρισκόμουν σ' αυτήν την αρχαία γη ή οπουδήποτε αλλού.
Και μετά πέθανε. Πώς; Δεν ξέρω,
δεν ξέρω πια.
Ένα βράδυ που έβρεχε καταρρακτωδώς, επέστρεψε στο σπίτι βρεγμένη ως το
κόκαλο, και την επομένη άρχισε να βήχει. Έβηχε συνεχώς επί μία εβδομάδα, ώσπου
έπεσε άρρωστη στο κρεβάτι. Τι ακριβώς συνέβη δε θυμάμαι τώρα πια, αλλά ήρθαν
γιατροί, έγραψαν συνταγές και έφυγαν. Φάρμακα αγοράστηκαν, μια γυναίκα βοήθησε
να τα πιει. Τα χέρια της έκαιγαν, το ιδρωμένο της μέτωπο φλεγόταν, τα μάτια της
ήταν λαμπερά και λυπημένα. Όταν της μίλησα, μου απάντησε, αλλά δε θυμάμαι τι
είπαμε. Έχω ξεχάσει τα πάντα, τα πάντα, τα πάντα! Πέθανε και ακούω ακόμα πολύ
καθαρά τον μικρό αναστεναγμό της – τόσο αχνός – που ήταν ο τελευταίος. Η
νοσοκόμα είπε «Α!» και κατάλαβα, κατάλαβα! Δεν ήμουν σε θέση να αντιληφθώ
τίποτα άλλο πια, τίποτα. Συνάντησα έναν ιερέα ο οποίος είπε «Η ερωμένη σας».
Μου φάνηκε ότι την προσέβαλε. Εφόσον ήταν νεκρή, κανείς δεν είχε πλέον το
δικαίωμα να την αποκαλεί έτσι, και τον έδιωξα. Ήρθε κάποιος άλλος, που ήταν
πολύ ευγενικός και καλός μαζί μου, και έκλαψα όταν μου μίλησε για εκείνη.
Με συμβούλεψαν για τα χίλια πράγματα που έπρεπε να κάνω για την κηδεία
της· αν και δεν συγκράτησα τίποτα απ’ όσα μου είπαν, όμως ανακαλώ στη μνήμη νου
το φέρετρο και τον ήχο καθώς την έκλειναν μέσα του με καρφιά. Ω, Θεέ μου!
Την έθαψαν, την έθαψαν – εκείνη! Σε αυτήν την τρύπα! Κάποιοι ήρθαν,
φίλες της. Δραπέτευσα, περιπλανήθηκα στους δρόμους, έπειτα πήγα σπίτι και την
επόμενη μέρα έφυγα για ένα ταξίδι.
Χθες επέστρεψα στο Παρίσι.
Όταν είδα το δωμάτιό μου ξανά – το δωμάτιό μας, το κρεβάτι μας, τα
έπιπλά μας, όλα όσα απομένουν από τη ζωή ενός ανθρώπινου πλάσματος μετά το
θάνατό του – με κατέλαβε και πάλι ένα τόσο ισχυρό κύμα θλίψης, που ήμουν
έτοιμος να ανοίξω το παράθυρο και να πέσω στο δρόμο. Δεν μπορούσα να παραμείνω
άλλο ανάμεσα σε εκείνα τα πράγματα, ανάμεσα σε κείνους τους τοίχους που κάποτε
την περιέκλειαν και την προστάτευαν, που διατηρούσαν χιλιάδες μόρια δικά της,
από την σάρκα της και την αναπνοή της, στις αδιόρατες ρωγμές τους. Πήρα το
καπέλο μου για να φύγω, και, καθώς έφτασα στην πόρτα, πέρασα από τον μεγάλο
καθρέφτη στο χολ: τον είχε τοποθετήσει εκεί ώστε να κοιτάζει τον εαυτό της κάθε
μέρα από την κορυφή ως τα νύχια πριν βγει έξω, για να μπορεί να ελέγχει την
τουαλέτα της σε κάθε λεπτομέρεια, αν ήταν η εμφάνισή της φροντισμένη όπως έπρεπε,
αν ήταν όμορφη, από τα μποτίνια της ως το καπέλο της.
Σταμάτησα για λίγο μπροστά σε εκείνον τον καθρέφτη στον οποίο τόσο συχνά
κοιταζόταν – τόσο συχνά που θα πρέπει να είχε κρατήσει μέσα του την αντανάκλασή
της.
Στεκόμουν εκεί, τρέμοντας, με τα μάτια μου κλειδωμένα στο γυαλί του – σε
εκείνο το επίπεδο, βαθύ άδειο γυαλί – που την περιείχε ολόκληρη και την
κατείχε σχεδόν όπως κι εγώ, όπως και τα
δικά μου βλέμματα πάθους. Αισθάνθηκα ότι αγαπούσα αυτό το γυαλί – το άγγιξα –
ήταν κρύο! Ω, η ανάμνηση, η ανάμνηση! Α, εσύ τυραννικέ καθρέφτη, που φυλακίζεις
μέσα σου τη ζωή, φλεγόμενε καθρέφτη που υποβάλλεις τους ανθρώπους σε τέτοια
τρομερά βασανιστήρια! Ευτυχείς εκείνοι που η καρδιά τους είναι ένας καθρέφτης
όπου γλιστρούν και χάνονται όλες οι αντανακλάσεις από την επιφάνειά του, όλα
όσα πέρασαν από μπροστά του… Ξεχνά όλα εκείνα που κοίταξαν μέσα τους τον εαυτό τους,
όσα αντικαθρεφτίστηκαν μέσα στη στοργή του, στον έρωτά του!
Πόσο υποφέρω! Βγήκα και, χωρίς να το συνειδητοποιήσω, χωρίς καν να το
βάλω στο μυαλό μου, κατευθύνθηκα προς το νεκροταφείο.
Βρήκα τον τάφο της, με έναν απλό μαρμάρινο λευκό σταυρό – πάνω του μόνο
λίγες λέξεις χαραγμένες: «Αγάπησε, αγαπήθηκε και πέθανε».
Ήταν εκεί, εκεί κάτω, σάπιζε.
Πόσο φοβερό! Αναλύθηκα σε λυγμούς, με το μέτωπό μου ακουμπισμένο στο έδαφος.
Έμεινα έτσι για ώρα – πολλή ώρα. Μετά συνειδητοποίησα ότι σκοτείνιαζε
και μια τρελή επιθυμία, η επιθυμία ενός απελπισμένου εραστή, γεννήθηκε μέσα
μου. Ήθελα να περάσω τη νύχτα, μία ακόμα τελευταία νύχτα, θρηνώντας στον τάφο της. Αλλά θα με έβλεπαν και θα με
έδιωχναν. Πώς θα το κατάφερνα αυτό; Έπρεπε να φανώ πονηρός.
Σηκώθηκα και άρχισα να περιδιαβαίνω αυτή την πολιτεία των νεκρών. Περπατούσα
και περπατούσα. Πόσο μικρή ήταν αυτή η πόλη σε σύγκριση με την πόλη των
ζωντανών. Κι όμως, πόσο περισσότεροι είναι οι νεκροί από τους ζωντανούς.
Θέλουμε ψηλά σπίτια, μεγάλους δρόμους και άπλετο χώρο για τις τέσσερις γενιές
που κάθε φορά αντικρίζουν ταυτόχρονα το φως της μέρας, πίνουν νερό από τις πηγές
και κρασί από τα αμπέλια, τρώνε ψωμί από τους κάμπους.
Και για όλες τις γενιές των νεκρών, εκείνη την κλίμακα της ανθρωπότητας
που κατεβαίνει έως εμάς, δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα, μόνο αυτός ο αγρός, σχεδόν
τίποτα! Η γη τους ξαναδέχεται στο χώμα και η λήθη τους σβήνει. Αντίο!
Στο τέλος του νεκροταφείου συνειδητοποίησα ότι βρισκόμουν στο παλαιότερο
τμήμα του, εκεί όπου οι από καιρό νεκροί γίνονται ένα με το χώμα, που ακόμα και
οι σταυροί αποσυντίθενται, εκεί όπου πιθανόν αύριο να έθαβαν τους νέους
κατοίκους του. Ήταν γεμάτο από αφρόντιστες τριανταφυλλιές και ρωμαλέα σκοτεινά
κυπαρίσσια – ένας θλιβερός και όμορφος κήπος που τρέφεται με ανθρώπινη σάρκα.
Ήμουν μόνος, εντελώς μόνος. Έτσι κουλουριάστηκα δίπλα σε ένα πυκνόφυλλο
δέντρο και κρύφτηκα στα ζοφερά κλαδιά του.
Περίμενα εκεί, πιασμένος στον κορμό, όπως ο ναυαγός σε μια σανίδα.
Όταν η νύχτα έπεσε σκοτεινή – πολύ σκοτεινή – άφησα το καταφύγιό μου και
άρχισα να περπατάω αργά και αθόρυβα σε εκείνο το έδαφος το θρεμμένο με νεκρούς.
Περιπλανιόμουν πολλή ώρα, πάρα πολλή ώρα… αλλά δεν μπορούσα να βρω ξανά τον
τάφο της. Με τα χέρια μου απλωμένα, τα μάτια μου ορθάνοιχτα, χτυπούσα πάνω στους
τάφους με τα γόνατά μου, τα πόδια μου, το στήθος μου, ακόμα και με το κεφάλι
μου, χωρίς να μπορώ να τη βρω. Άγγιζα, ψηλαφούσα σαν τυφλός που προσπαθεί να
βρει το δρόμο του· ένιωθα τις πέτρες, τους σταυρούς, τα σιδερένια κιγκλιδώματα,
τα διακοσμητικά στεφάνια από μέταλλο και γυαλί και τα στεφάνια από ζωντανά
λουλούδια που μαραίνονταν. Διάβαζα τα ονόματα με τα δάχτυλά μου, καθώς τα
περνούσα πάνω στα γράμματα. Τι νύχτα! Τι νύχτα! Δεν μπορούσα να την ξαναβρώ.
Δεν υπήρχε φεγγάρι. Τι νύχτα! Φοβόμουν, περιπλανιόμουν έντρομος σε
εκείνα τα στενά μονοπάτια, ανάμεσα στις σειρές των τάφων. Τάφοι, τάφοι, τάφοι!
Τίποτα άλλο από τάφους! Στα δεξιά μου, στα αριστερά μου, μπροστά μου, γύρω μου,
παντού υπήρχαν τάφοι! Κάθισα σε έναν από αυτούς, γιατί πια δεν άντεχα να
προχωρήσω περισσότερο, τα πόδια μου δεν με κρατούσαν. Μπορούσα να ακούσω την
καρδιά μου να χτυπά! Και άκουσα κάτι
άλλο επίσης. Τι; Έναν μπερδεμένο θόρυβο που δεν μπορούσα να προσδιορίσω. Ήταν ο
θόρυβος αυτός γέννημα του βυθισμένου στην τρέλα μυαλού μου, ήταν κάτι άλλο που
κρυβόταν μέσα στην αδιαπέραστη νύχτα ή κάτω από το μυστηριώδες έδαφος, το
γεμάτο από ανθρώπινα πτώματα; Κοίταξα γύρω μου!
Πόσο παρέμεινα εκεί; Είχα παραλύσει από τον τρόμο, είχα χαθεί μέσα στον
φόβο, ήμουν έτοιμος να ουρλιάξω, έτοιμος να πεθάνω.
Ξαφνικά, μου φάνηκε ότι η μαρμάρινη πλάκα πάνω στην οποία καθόμουν,
μετακινήθηκε. Σίγουρα άλλαξε θέση, αφού ανασηκωνόταν. Πήδησα γοργά στον
γειτονικό τάφο, και είδα, ναι, ξεκάθαρα είδα την πλάκα από την οποία μόλις είχα
φύγει, να σηκώνεται όρθια. Έπειτα εμφανίστηκε ο νεκρός – ένας γυμνός σκελετός –
σπρώχνοντας την πέτρα με την κυρτή ράχη του. Το είδα απόλυτα καθαρά παρά τη
σκοτεινιά της νύχτας. Πάνω στο σταυρό μπορούσα να διαβάσω: «Ενθάδε κείται ο Ζακ
Ολιβάν που πέθανε στην ηλικία των πενήντα ενός ετών. Αγαπούσε την οικογένειά
του, ήταν ευγενικός και έντιμος, και πέθανε ειρηνικά μέσα στην χάρη του Κυρίου».
Ο νεκρός επίσης διάβασε την επιγραφή στην ταφόπλακα. Έπειτα διάλεξε μια
πέτρα από το μονοπάτι, μια μικρή μυτερή πέτρα, και άρχισε να ξύνει τα γράμματα
προσεκτικά. Τα έσβησε αργά, και με τα κενά του μάτια κοίταξε τα σημεία που ήταν
πριν χαραγμένα. Στη συνέχεια, με την άκρη του οστού που ήταν κάποτε ο δείκτης
του, έγραψε με φωτεινά γράμματα μια νέα
επιγραφή, όπως εκείνες που κάποιοι γράφουν στους τοίχους με την άκρη ενός καμένου
σπίρτου: « Εδώ αναπαύεται ο Ζακ Ολιβάν, που πέθανε στην ηλικία των πενήντα ενός
ετών. Έστειλε πρόωρα τον πατέρα του στον τάφο με τη σκληρότητά του, καθώς ήθελε
να κληρονομήσει την περιουσία του, βασάνιζε τη γυναίκα του, ταλαιπωρούσε τα
παιδιά του, εξαπάτησε τους γείτονές του, έκλεψε από όποιον μπορούσε και πέθανε ένας
ελεεινός».
Όταν τελείωσε, ο νεκρός στάθηκε ακίνητος κοιτάζοντας το έργο του.
Έστρεψα το βλέμμα μου ολόγυρα: όλοι οι τάφοι ήταν ανοιχτοί, όλα τα νεκρά σώματα
είχαν εγερθεί μέσα από το χώμα, όλοι οι νεκροί είχαν σβήσει από τις ταφόπλακές τους
τα ψέματα που είχαν χαράξει οι συγγενείς τους, αντικαθιστώντας τα με την
αλήθεια.
Και είδα ότι όλοι είχαν βασανίσει τους οικείους τους – κακόβουλοι,
ανέντιμοι, υποκριτές, ψεύτες, απατεώνες, συκοφάντες, φθονεροί. Είδα ότι είχαν
κλέψει, εξαπατήσει, ήταν ένοχοι για κάθε επαίσχυντη, κάθε αποτρόπαια πράξη,
αυτοί οι καλοί πατέρες, αυτές οι πιστές σύζυγοι, αυτοί οι αφοσιωμένοι γιοι,
αυτές οι ενάρετες κόρες, οι έντιμοι έμποροι, αυτοί οι άντρες και οι γυναίκες
που τους αποκαλούσαν άμεμπτους. Και έγραφαν όλοι μαζί την ίδια στιγμή, στο
κατώφλι της αιώνιας κατοικίας τους, την αλήθεια, την τρομερή και ιερή αλήθεια,
την οποία όλοι αγνοούσαν ή υποκρίνονταν πως αγνοούσαν, ενόσω ήταν ζωντανοί.
Σκέφτηκα ότι και εκείνη επίσης θα πρέπει να έγραψε κάτι στην ταφόπλακά της,
και τρέχοντας πια δίχως φόβο ανάμεσα στα μισάνοιχτα φέρετρα, ανάμεσα στα
πτώματα και τους σκελετούς, πήγα κατευθείαν να τη βρω, σίγουρος τώρα ότι θα την
εντόπιζα.
Την αναγνώρισα αμέσως, χωρίς να δω το πρόσωπό της, που ήταν σκεπασμένο
με σάβανο· στο μαρμάρινο σταυρό όπου πριν από λίγο είχα διαβάσει «Αγάπησε,
αγαπήθηκε, και πέθανε», τώρα είδα μιαν άλλη επιγραφή:
«Βγαίνοντας έξω στη βροχή μια μέρα για να απατήσει τον εραστή της,
κρυολόγησε και πέθανε».
Φαίνεται ότι με βρήκαν το ξημέρωμα αναίσθητο, πεσμένο πάνω σε έναν τάφο.
Από το βιβλίο "Η Νεκρή και άλλες Ιστορίες" (μτφ. εισαγωγή, σημειώσεις Αγγέλα Γαβρίλη, εκδόσεις ARS NOCTURNA, α' έκδοση Απρίλιος 2017)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου