...............................................................
Πέτερ Χάντκε
(γ. 1942)
Σαν ήταν το παιδί παιδί, ήθελε να'ταν το ρυάκι ποταμός, ο ποταμός να'τανε
χείμαρρος, και τα λασπόνερα αυτά να 'ταν η θάλασσα.*
Als das Kind Kind war...
Μεταφραση: Π.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
περπάταγε και κούναγε τα χέρια,
ήθελε να'ταν το ρυάκι ποταμός,
ο ποταμός να'τανε χείμαρρος,
και τα λασπόνερα αυτά να'ταν η θάλασσα.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
δεν ήξερε πως είν' παιδί,
όλα γι'αυτόν είχαν ψυχή,
και οι ψυχές ήτανε όλες ένα.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
για τίποτε δεν είχε γνώμη,
συνήθειες δεν είχε,
συχνά καθόταν σταυροπόδι,
κι άρχιζε ξαφνικά να τρέχει,
είχε τσουλούφι στα μαλλιά
κι όταν το φωτογράφιζαν δεν έκανε φατσούλες.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
γι' αυτές τις ερωτήσεις ήταν η ώρα:
Γιατί είμαι εγώ εγώ και όχι εσύ;
Γιατί είμαι εγώ εδώ και όχι εκεί;
O χρόνος πότε άρχισε κι ο χώρος πού τελειώνει;
Mήπως δεν είναι παρά όνειρο η ζωή κάτω απ' τον ήλιο;
Mήπως αυτά που βλέπω, ακούω κι οσμίζομαι
δεν είναι παρά το είδωλο ενός κόσμου πριν τον κόσμο;
Στ' αλήθεια υπάρχει το κακό, και άνθρωποι
που είναι πραγματικά κακοί;
Πώς γίνεται εγώ, αυτό που είμαι εγώ,
να μην υπάρχω πριν να υπάρξω,
και κάποτε εγώ, αυτό που είμαι εγώ,
αυτό που ήμουν να μην είμαι πια;
Σαν ήταν το παιδί παιδί
σπανάκι κι αρακάς και το βραστό το κουνουπίδι
του στέκαν στο λαιμό
και τώρα όλα αυτά τα τρώει, κι όχι μονάχα στην ανάγκη.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ξύπνησε μιά φορά σ' ένα κρεβάτι ξένο
και τώρα όλο έτσι γίνεται,
πολλοί του φαίνονταν τότε όμορφοι
και τώρα μόνο λίγοι, κατά τύχη,
έβλεπε καθαρά έναν παράδεισο
και τώρα το πολύ να τον φαντάζεται,
το Tίποτα τίποτα δεν του έλεγε
και τώρα αναρριγάει μπροστά του.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ενθουσιαζόταν όταν έπαιζε,
έτσι ακριβώς και τώρα, όπως τότε, μα μονάχα
όταν αυτά τα έτσι είναι η δουλειά του.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
για φαγητό του'φτανε μήλο και ψωμί,
κι ακόμα έτσι είναι.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
μόνο σαν μούρα του'μοιαζαν στα χέρια του τα μούρα
και τώρα ακόμα το ίδιο,
τα φρέσκα τα καρύδια του'γδερναν τη γλώσσα
και τώρα ακόμα το ίδιο,
σ' όποιο βουνό και να βρισκότανε
ποθούσε ακόμα πιο ψηλό βουνό,
σε κάθε πάλι πόλη ποθούσε πόλη ακόμα πιο μεγάλη,
κι ακόμα το ίδιο νοιώθει,
λαχτάραγε να βρει κεράσια στην κορφή του δέντρου
όπως και σήμερα ακόμα,
ντρεπότανε τον κάθε ξένο
κι ακόμα έτσι νοιώθει,
περίμενε το πρώτο χιόνι,
κι ακόμα έτσι περιμένει.
Σαν ήταν το παιδί παιδί,
ένα μπαστούνι έριξε στο δέντρο σαν ακόντιο,
που τρέμει εκεί και σήμερα ακόμα.
Πώς μερικοί
στίχοι και ταινίες γίνονται μεγαλύτερα καθώς περνούν τα χρόνια 2.11.2016
Το αψεγάδιαστο, ρομαντικό ποίημα του Πέτερ Χάντκε που
ακούγεται στα «Φτερά του Έρωτα» (που πολύ περισσότερο μού αρέσει ως «Ο ουρανός
πάνω από το Βερολίνο») την ταινία του Βέντερς που φαίνεται όλο και ωραιότερη
καθώς περνούν τα χρόνια, σε αντίθεση μέ άλλες του, που τότε μάς συνέπαιρναν ―
ένα κομμάτι καθαρής ποίησης, χωρίς ίχνος παζαριού ή συνθηκολόγησης με την
πεζότητα ή το εμπόριο, ένα από τα τελευταία δείγματα της τέχνης του auteur,
έτσι όπως λέγαμε τότε, εννοώντας τους ποιητές του σινεμά, οι οποίοι
καταγόντουσαν από τα μεγάλα μυθιστορήματα, τη φιλοσοφία, το στοχασμό και την
πολιτική, μια πολιτική όμως γεμάτη ανθρωπίλα, ουτοπικό δαιμόνιο και
σωματικότητα, κι όχι αυτές τις σκοτωμένες τρολιές που επικυριαρχούν σε σόσιαλ
μίντια και κυβερνήσεις, χωρίς τίποτα να ονειρευτείς ή να ελπίσεις). Κι αυτοί οι
μεγάλοι στίχοι, που έρχονται κατευθείαν από τα δάση του Τράκλ, του Χάινε και
του Κλάιστ, το τραγούδι της φλαμουριάς και τη ματωμένη αγκαθιά, το χιόνι που
σκεπάζει τα ισοπεδωμένα τοπία του Κίφερ, όλη η μελαγχολία της Μεσευρώπης, η
σκληρότητα της καρδιάς δίπλα στο πιο ζεστό όνειρο, η Γερμανία χλωμή μητέρα, οι
βομβαρδισμένες πόλεις μέσα κι έξω, και το επίμονο αίτημα τη αγάπης, του φιλιού,
ενός φίλου, λίγης προστασίας. Επιστρέφω σε αυτό το ποίημα και αυτή την ταινία,
όπως επιστρέφω στο σπίτι της μάνας μου.
(editorial lifo, 2/11/2016)
(editorial lifo, 2/11/2016)
Πηγή: www.lifo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου