Κυριακή 4 Ιουνίου 2017

«Εις Αθηναίος χρυσοθήρας» του Μιχαήλ Μητσάκη (1868 - 1916) (απόσπασμα)

........................................................






Μιχαήλ Μητσάκης
(1868 - 1916)
















·«Εις Αθηναίος χρυσοθήρας»  του Μιχαήλ Μητσάκη  (απόσπασμα)

-         Από τα «Πεζογραφήματα» (εκδ. «Νεφέλη», 1988)


…Της εποχής αυτής η ιστορία δεν εγράφη εισέτι, ίσως δε και δεν θ’ αξιωθή εν τη αφηγήσει των κατά το νέον ελληνικόν κράτος ή ολιγοστίχου μόνον μνείας και δεν θα περιέλθη εις γνώσιν των μεταγενεστέρων ή εκ των συγκεχυμένων τινών θρύλων, αορίστως και εν περιλήψει. Ήξιζεν όμως βεβαίως πλήρης και λεπτομερής να περισωθή δια ν’ αποτελέση μίαν των ωραιότέρων σελίδων των ανεκδοτικών χρονικών του τόπου. Το κεφάλαιον το περολαμβάνον τα πέντε-εξ έτη καθ’ α διήρκησε θα ηδύνατο να επιγραφή, αναλόγως προς τον Χρυσούν Αιώνα, τα Χρυσά Έτη της Ελλάδος. Αλλ’ ο χρυσός αυτός δεν έλαμπεν ή εν τη φαντασία εγρηγορότων οπτασιαστών και δεν εχρύσωνεν ή τα οράματα εξημμένων ονειροπόλων. Την έναρξιν αυτής εσημείωσεν η ανόρυξις των μεταλλουργείων του Λαυρίου. Εις ιταλοελληνικήν τινα εταιρίαν κερδοσκόπων εχόντων φαίνεται και αρχαιολογικάς γνώσεις είχεν επέλθη κατά το σωτήριον έτος 1869 η αρκετά πρωτοπόρος ιδέα ότι τα υπό των αρχαίων συγγραφέων περιγραφόμενα εν Λαυρίω μεταλλεία αργύρου δεν είχαν ίσως ολοσχερώς εξαντληθή υπ’ εκείνων, αφού δε οι νεώτεροι χρόνοι είδαν το έκτακτον φαινόμενον ολοκλήρου λαού, τεθαμμένου τέως ως διαπαντός υπό την δουλείαν, ανισταμένου εκ νεκρών, δεν θα ήτον όλως παράβολος πιθανώς η σκέψις ότι δια καταλλήλου εργασίας θα ηδύνατο ν’ ανευρεθώσι και οι θησαυροί ους είχεν άλλοτε, υπό την γην του κεκρυμμένοι. Εκίνησαν λοιπόν, και ήλθαν εις τας Αθήνας, και διηυθήνθησαν εις το Λαύριον, και έκαμαν πειράματα, κ’ επέτυχαν, και ήρχισαν να αγοράζουν αφειδώς των χωρικών τα κτήματα. Συγχρόνως έστησαν προχείρως κ’ εργαστήρια τινά, και επεχείρησαν ανασκαφάς, κ’ εξήγαγαν τας επονομασθείσας εκβολάδας, χώμα τουτέστι και γης βώλους, των παλαιών ορυχείων τ’ απορρίμματα, εν οις υπήρχεν  αργυρούχος μόλυβδος ή άλλα ορυκτά. Εις τας Αθήνας έγινε γνωστόν πως εις το Λαύριον εξάγεται ασήμι, ο κόσμος συνεκινήθη ως εικός δια το καινότροπον άγγελμα μεγαλοποιούμενον βέβαια ανά τα στόματα παντοίως εννοείται, η κυβέρνησις έλαβε τα κατάλληλα μέτρα προς εξασφάλισιν των συμφερόντων του κράτους, η ιταλική αφ’ ετέρου επενέβη όπως εξασφαλίση τα δικαιώματα της Εταιρίας, διεθνές επεισόδιον εγεννήθη και το πράγμα έλαβε διαστάσεις εθνικού και ευρωπαϊκού σχεδόν ζητήματος. Και το μεν ζήτημα ελύθη, Έλληνος υπηκόου αγοράσαντος παρά της ιταλικής το δικαίωμά της και καταρτίσαντος εταιρίαν άλλην, αλλ’ η είδησις ότι ολίγας ώρας εκ των Αθηνών υπήρχεν υπό την γην άργυρος και πιθανώς χρυσός – διότι τι την υπόθεσιν απέκλειε; - ευνόητον  ότι επέφερε σεισμόν όχι συνήθη εις τα πνεύματα. Αιφνιδία δίψα πλουτισμού κατέλαβε τα πλήθη, ην εκμεταλλευόμενοι οι έξωθεν επί τη ευκαιρία ταύτη επελθόντες τότε χρηματισταί υπεξέκαυσαν όλα τα μωρά ένστικτα του όχλου κ’ έδωκαν να πιστεύση εις αυτόν, ότι εκεί πέραν, εις την Σουνιακήν άκραν εκρύπτοντο θησαυροί αμύθητοι. Ολιγώτερα δε βεβαίως τούτων ήρκουν δια να μεταβληθούν αι τέως ήσυχοι Αθήναι, αι τέως ανατολίτισσαι Αθήναι, αι Αθήναι των νοικοκυραίων, των παντοπωλών και των τραμπούκων, εις είδός τι αμερικανικής πόλεως μαινομένων χρυσοθηρών. Η επιχείρησις του Λαυρίου ωρίσθη να γίνη δια μετοχών, από της στιγμής δ’ εκείνης δεν υπήρξεν άνθρωπος ώστε να μη φιλοδοξήση ν’ αποκτήση τοιαύτας, να γίνη συμμέτοχος του μεγάλου έργου. Έξωθεν της Ωραίας Ελλάδος εγκαθιδρύθη το πρώτον πρόχειρον χρηματιστήριον, και εμυήθη η τέως απλοϊκή Ελλάς, η Ελλάς των οικογενειών του 21 και των αναμνήσεων του αγώνος, η Ελλάς ήτις ήτον ακόμη εν είδος οικογενείας και αυτή, τα θαυμάσια της ζωής των πεπολιτισμένων κοινωνιών, τον περί το χρήμα αγώνα, τον δια παντός τρόπου εκ του μηδενός πλουτισμόν, τα μυστήρια της κυβείας. Ήτο δ’ εκεί πλέον ανά πάσαν πρωΐαν το γενικόν των Αθηναίων εντευκτήριον. Έμποροι, χειρώνακτες, καθηγηταί, λόγιοι, φοιτηταί, υπάλληλοι, εργάται, αστοί, πολιτευόμενοι, πάσαι της κοινωνίας αι τάξεις και πάσαι αι αρχαί και πάντα σχεδόν τα μέλη, συνωθούντο, εκεί από της αυτής επιθυμίας ελαυνόμενοι και εις την αυτήν δόνησιν υπείκοντες. Και έφερον τας οικονομίας αυτών, ετών πολλάκις ολοκλήρων, ζωής όλης, περιουσίας εν μόχθω και βραδέως κατά λεπτόν αποκτηθείσας, παν εί τι πολύτιμον, τον μισθόν του ο υπάλληλος, τα κέρδη του ταμείου του ο έμπορος, το ημεροδούλι ο εργάτης, το μηνιαίον εκατοντάδραχμον όπερ υπό του πατρός του τω εστάλη ο φοιτητής, τους αδάμαντας της μητρός του ο άσωτος κομψευόμενος, τα όπλα του ο αγωνιστής, και τα έρριπτον εκεί, μέσα εις το μεγάλον χωνευτήριον, εις το καζάνι του χρυσού, όπερ διεδίδετο ακαταπαύστως, ότι έβραζε, παράγον το παμπόθητον το μέταλλον, που να πλουτήση την Ελλάδα έμελλε και ν’ αναδείξη Ρότσχιλδ όλους εν στιγμή. Κ’ ηγόραζον, ηγόραζον, αντί του χρήματός των του πολλού αυτού, του αληθούς, ηγόραζον οι άνθρωποι χαρτί, μετοχών χαρτί με το καντάρι, ψεύτικον χαρτί, όπερ όπως τοις έλεγαν, εντός της τσέπης των, μετά μικρόν, δια μυστηριώδους αλχημείας, θε να μετασιούτο αυτομάτως εις χρυσόν. Αλλ’ από την πρωτεύουσαν η νόσος μεταδόθη κ’ εις τα επαρχίας τάχιστα, κ’ η φαντασία του μεσημβρινού λαού εξήφθη, και όλοι να πλουτήσουν επεθύμησαν, κ’ επείνασαν ως υπ’ ακαριαίας βουλιμίας προσβληθέντες χρήματος, επείνασαν οι τέως ευτελείς κι’ ολιγαρκείς και λιτοδίαιτοι κι ευχαριστούμενοι εις όσα έτυχε να εύρουν επί γης του όλβου την θερίζουσαν την πείναν.

   Ηδύνατο λοιπόν να γίνη Κροίσος απ’ το τίποτε κανείς, και ημπορούσε ν’ απολαύση όλα διαμιάς του κόσμου τ’ αγαθά αν ήθελε, και δεν έπρεπε να αρκήται εις όσα τω παρείχε τέως ο αγρός αυτού ή η ελαία ή η άμπελος αυτού, αλλ’ ανασκάπτων έξαφνα αυτά, χρυσάφι θα ηδύνατο να εύρη, πεφυλαγμένον ούτω μέσα εις το χώμα ως επίτηδες δι’ αυτόν; Ήτον αλήθεια λοιπόν ότι εκεί πάνω εις το Λαύριον, εις των βουνών τα έγκατα, χρυσός υπήρχε τεθαμμένος άπλετος, κ’ επήγαιναν οι εν Αθήναις και τον έβγαζαν, και έπειτα τον εμοιράζοντο πολύν; Αφού δ’ εκεί υπήρχε, να μην υπάρχη τάχα διατί κι’ αλλού; Διατί να είνε μόνον εις το Λαύριον, και εις την Σπάρτην όχι, κ’ εις την Τρίπολιν, κ’ εις τας Καλάμας, κ’ εις το Αίγιον, παντού; Κ’ η όρεξις τοιουτοτρόπως ηκονίζετο, και η επιθυμία ηύξανε, και εξηπλούτο των συλλογισμών αυτών η δύναμις, φλογίζουσα τας φρένας όντων τέως αμαθών και ανιδέων του παντός. Και επειδή δεν είχαν και αυτοί χρηματιστήριον, και ν’ αγοράσουν μετοχάς δεν ήτο εύκολον, εσκέφθησαν ότι καλλίτερον θα ήτο να κυττάξουν μήπως εύρουν μεταλλεία και αυτοί. Και ήρχισε μανία ερευνών παντού, ανά νομούς και επαρχίας και εις πόλεις και εις κώμας κ’ εις χωριά, πυρετός προς αναζήτησιν του κιτρίνου μετάλλου, κίτρινος τη αληθεία και αυτός την μεταδοτικότητα, χρυσή ασθένεια ως ίκτερος εκόλλησε τους πάντας, ανάλογος προς την καταλαβούσαν την Ευρώπην και Αμερικήν, ότε του Ελδοράδου τα χρυσωρυχεία ήχθησαν εις φως. Κατήντησε να πιστευθή σχεδόν, πως η Ελλάς μικρά Καλλιφρονία ήτο και αυτή. Τα βουνά, αι ράχεις, τα λαγκάδια, τα χωράφια, πάσα γης πτυχή και πάσα όγκωσις και πάσα έκτασις ανεδιφώντο λυσσωδώς υπό αυτοσχεδίων επιδρομέων. Καραβάνια ολόκληρα εξεκίνων από των πόλεων προς ανιχνεύσεις ανά τας ερημίας μερών άτινα υπετίθετο – διατί δε τούτο, άδηλον – πως θα εγκρύπτουν ορυκτά. Εταιρίαι εδχηματίζοντο. Συμμορίαι μεταλλοκυνηγών διωργανούντο. Καθ’ όλην την χώραν ουδέν άλλο ζήτημα, ουδέν άλλο θέμα, τίποτε εκτός αυτού δεν ενδιέφερεν. Αυτό απετέλει την βάσιν όλων των συνομιλιών, όλων των μεριμνών, όλων των σκέψεων. Καμμία σχεδόν άλλη ενασχόλησις, καμμία σχεδόν άλλη φροντίς.

   Άλλο μηδέν άξιον της ελαχίστης προσοχής. Η πολιτική αυτή – απίστευτον! είχεν υποχωρήση προ της μεταλλουργίας. Ως είδος μέθης πρωτοφανούς κατέλαβε τον τόπον. Και όλοι πλούτη, πλούτη ωνειρεύοντο, με φλέγοντα τα όμματα και ανοικτά, και όλοι περί χρημάτων ωμιλούσαν, και όλοι σχέδια επί σχεδίων έκαμναν. Η εργασία της Κυβερνήσεως, των αρχών, είχε περιορισθή περίπου μόνον εις το παρέχειν αδείας προς ανασκαφάς προς ανασκαφάς τοιαύτας και εις έκδοσιν παραχωρητηρίων μεταλλείων φαντασιωδών. Τα νομαρχιακά και επαρχιακά καταστήματα είχαν μεταβληθή εις αποθήκας σάκκων πλήρων λίθων και χωμάτων, οίτινες απετίθεντο εκεί κατά χιλιάδας, ίνα αποσταλώσιν εις Αθήνας προς ανάλυσιν. Αφού δε η ανάλυσις εγίνετο, κι ανεκοινούτο εκ του υπουργείου εις τον έπαρχον, οποιαδήποτε κι αν ήσαν τα αποτελέσματα, δόστου τον τίτλον της ιδιοκτησίας μας ευθύς, δια να μην τύχη και μας πάρη άλλος την κυριότητα. Η ορυκτολογία ήρχισε να θεωρήται επιστήμη και αυτή, κ’ εκ της αγνοίας ήν περί αυτής  ο κόσμος  είχε παχυλήν πασίγνωστος  κατέστη και ανυψώθη παρευθύς τα μέγιστα. Πρώτην φοράν τα βάθρα της εν τω Πανεπιστημίω Φυσικής Σχολής εμέτρησαν τους φοιτητάς των όχι πλέον εις τα πέντε δάκτυλα. Η νομική και η ιατρική, αι μόναι αίτινες εκρίνοντο ως τότε ως υπάρχουσαι, πρώτην φοράν είδαν εξαίφνης ν’ αραιούνται οι πελάται των, ενώ εκείνης ετετραπλασιάσθησαν εντός μικρού. Οι εν Αθήναις χημικοί ηύραν δουλειάν, κ’ εξέδιδαν φετφάδες, αδιάκοπα, δια παν ό,τι κι αν τοις έστελλαν, και ξύλον κούτσουρον αν ήτον, ότι πολύτιμα ενείχε μέταλλα και θαυμαστά, ίνα δεσπόζη ούτω κ’ επεκτείνεται του απομουρλαθέντος όχλου η κτηνώδης άνοια. Ενθυμούμαι, παιδί ακόμη, μόλις, ένα θείον μου, όστις παρήγγειλεν εν εγχειρίδιον Στοιχειώδους Ορυκτολογίας και εκλείσθη έκτοτε, άνθρωπος γέρων, μέσα εις το σπήτί του, και εμελέτα ανενδότως επ’ αυτού. Και ενθυμούμαι τον πατέρα μου αυτόν, όστις είχε συνδέση όμιλον εκ φίλων του, ενός συνταξιούχου αποστράτου μεράρχου, βουλευτού τινός, ενός πρώην δημάρχου και ενός άλλου κτηματίου και εξήρχοντο, μίαν φοράν την εβδομάδα τακτικά εις παγανιάν, εις τα ρουμάνια του νομού μ’ εργάτας και αξίνας και σκερπάνια, εις μεταλλέιων εύρεσιν, όπως εις άγραν μπεκατσών ή λαγωών. Και έσκαπταν, και ανεκίνουν του εδάφους τα εντόσθια, κ’ εβασανίζοντο, κ’ εγύριζαν κατάκοποι το βράδυ, φορτωμένοι με σακούλια, εις α ογκώδεις πέτραι και σβώλοι γης και χώματα πολλά κατά οκάδας εκυλίοντο, και τα απέθετον εις τας γωνίας του σπητιού, και συνεζήτουν εν εκτάσει περί των ελπίδων έπειτα. Αλλ’ όπως όλα, εξητμίσθη βαθμηδόν και αύτη η ορμή, και κατηυνάσθη το μυστηριώδες πάθος, και ησύχασαν τα εξαφθέντα νεύρα, κ’ εκόπασεν ο πάταγος ο άλογος, πεισθέντος κατά μικρόν μετά πολλά του πλήθους ότι αυταπάτης θύμα ην και ανοήτου ουτοπίας είχε γίνη παίγνιον. Τώρα, μετά την τρικυμίαν την μεγάλην έκτοτε, δεν έλειψαν βεβαίως να περισωθούν ναυάγιά τινα, και ίσως αν πρόσεχε κανείς θα ήκουεν ακόμη κ’ έτι μέχρι σήμερον, κατά μακρά διαλείμματα, πού και πού, ως ξένον παραμύθι, κρούσματ’ αραιά, αλλά τόσον ολίγα, ώστε να μη τείνη τις το ους. Κ’ ιδού ότι εξαίφνης, μετά τοσούτων ετών πάροδον και αλλαγήν πραγμάτων τηλικαύτην, μού εμφανίζεται της εποχής εκείνης εν απομεινάριον, τοιούτος εις βραδύνας χρυσοθήρας, λαυριακός καθυστερήσας, Επιμενίδης μόλις θάλεγες κ’ εξύπνησεν εκ του λαμπροφανούς ονείρου όπερ εκοιμήθη τότε πάσα η Ελλάς….


Δεν υπάρχουν σχόλια: