..............................................................
Ζούμε
για να παραληρούμε (για ένα θέατρο της ήττας);
Μελαγχολία, απογοήτευση και δυσφορία. Για
τον κόσμο, τον πολιτισμό, τον άνθρωπο και την κατάντια τους. Μια τέτοια αίσθηση
μεταδίδουν πολλές από τις διάσημες παραστάσεις των ημερών. Έναν εξίσου
οργισμένο αρνητισμό αναδίνουν και οι κριτικές περί αυτών. Τι μας έχει
συμβεί;
Από την Ιλεάνα Δημάδη*
Αν
κάτι έχω εισπράξει συνολικά το τελευταίο δίμηνο από πολλές ελληνικές όσο
και από τις ξένες παραγωγές του Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου είναι ένα θέατρο που
διατυπώνει επί σκηνής την πλήρη πολιτική και κοινωνική απογοήτευση, την
απομάγευση από τον κόσμο όπως τον ξέραμε και από τη μεγάλη ιδέα τη μεγάλη ιδέα
του ανθρωπισμού όπως τη φανταζόμασταν, με μια βαθιά αίσθηση μελαγχολίας, ήττας
και απελπισμένης οργής. Είτε πρόκειται για τον δεόντως αντιδραστικό και
προβοκάτορα Ροντρίγκο Γκαρσία με το «4» είτε για την ισορροπημένη αλλά εξίσου
οργισμένη Έλλη Παπακωνσταντίνου (με το “Revolt Athens”), την εναρκτήρια παράσταση του
Φεστιβάλ Αθηνών, μας έφερε αντιμέτωπους με την ελληνική παθητικότητα απέναντι
σε κάθε μορφή εξέγερσης), είτε ακόμη και με την – κατά Χουβαρδά – «Ορέστεια».
Η
δύσθυμη σκηνοθετική ανάγνωση της
τριλογίας του Αισχύλου, με την αναγωγή της δράσης στα χρόνια του Εμφυλίου,
προκάλεσε ένα όργιο δημοσιευμάτων και κριτικών στο έντυπο και ηλεκτρονικό Τύπο.
Οι διαπληκτισμοί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ήταν εξίσου σκληροί με εκείνους
που προξένησε προ μηνός η πιο αμφιλεγόμενη παράσταση του Φεστιβάλ, το «4» με τα
περιβόητα κοκόρια. Προβληματίστηκα. Εξίσου με τις ίδιες παραστάσεις όσο και με
το λόγο περί των παραστάσεων.
«Προς
τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;», όπως αναρωτιόταν κι ο Χρήστος Τσαγανέας, ως τρόφιμος τρελοκομείου
στην ταινία του Αλέκου Σακελλάριου «Οι Γερμανοί ξανάρχονται» (1948). Έχουν,
άραγε, αναζωπυρωθεί σε τεχνοκαπιταλιστικό και ψηφιακό πλέον πλαίσιο, οι
μετεμφυλιακές μας ψυχώσεις; Ένα νηφάλιο (κι αν θέλετε αισιόδοξο) σχόλιο που
διάβασα προέρχεται από έναν από τους πρωταγωνιστές της εν λόγω «Ορέστειας», τον
Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη: «Οι κάτοχοι της απόλυτης αλήθειας ας υποστείλουν τις σημαίες
τους. Το θέατρο είναι ενιαίο και αδιαίρετο. Και προχωρά, όπως όλα στη ζωή,
δοκιμάζοντας. Το καλό είναι ότι στις δοκιμές αυτές δεν πεθαίνει κανείς.
Αντιθέτως, κάποιες φορές – σπάνια, αλλά συμβαίνει – κάποιος μπορεί να αναστηθεί».
Τι μας
έχει συμβεί; Οι ακραίες συνθήκες πριμοδοτούν τις ακραίες αντιδράσεις; Ή μήπως, μπροστά στο τέλος των πάντων, ισχύει
το επιχείρημα «ας μιλήσουμε έξω από τα δόντια»; Ο,τι κι αν ισχύει, το
γενικευμένο κλίμα πεσιμισμού μοιάζει να εκκολάπτει ένα ριζοσπαστικό μηδενισμό.
Τίποτα δεν λειτουργεί, τίποτα άλλο δεν μένει να ειπωθεί, ας αποκαθηλωθούν τα
πάντα, κάθε θεσμισμένη αυθεντία και κάθε μορφή πολιτισμένου διαλόγου. Δεν
ανακαλώ τυχαία το μηδενισμό με τον οποίο ο Φρίντριχ Νίτσε (1844 – 1900)
περιέγραψε το κλίμα της δικής του εποχής. Όπως, όμως, τότε, έτσι και τώρα, ο
νιχιλισμός έχει πολλά πρόσωπα. Συνορεύει με έναν παράπλευρο ωφελιμισμό («τα
πάντα είναι σκατά, ας περνώ εγώ καλά») και ανοίγει το δρόμο σε κάτι ακόμα πιο
ζοφερό. Σε ένα «ναι, τα πάντα είναι σάπια, ας καταστραφούν» με την υπογραφή «ο
νεοναζί της γειτονιάς σου», «ο φονταμενταλιστής της γαλλικής Ριβιέρας», «εγώ ο
Ερντογάν» ή ό,τι άλλο σας έρχεται στο νου.
*Σημείωση - μικρό βιογραφικό: Η συνεργασία της με το Αθηνόραμα ξεκίνησε σαν ψέμα την Πρωταπριλιά του
2003 και συνεχίζεται ως σήμερα. Μέχρι τότε είχε προλάβει να επιδοθεί σε
ένα θεατρολογικό ντεμαράζ που ξεκίνησε από το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών
του Πανεπιστημίου Αθηνών και συνεχίστηκε με τα πρώτα της κείμενα στο
περιοδικό «Αντί» και την εργασία της επί μια τριετία στο Εθνικό θέατρο.
Έχει υπάρξει αριστούχος κάτοχος master στις Παραστατικές Τέχνες από το
Πανεπιστήμιο Exeter της Μεγάλης Βρετανίας και έχει χειροκροτηθεί ως
ερασιτέχνης σκηνοθέτις (κατά βάση, της Θεατρικής Ομάδας των Φοιτητών της
Ιατρικής Αθηνών και άλλων καλών φίλων της). Έκτοτε, το μόνο που κάνει
είναι να βλέπει θέατρο. Αυτό σημαίνει ότι το πιο πιθανό είναι να την
συναντήσετε σε κάποιο θέατρο της Αθήνας ή μπορεί και στα φεστιβάλ της
Αβινιόν, του Βίλνιους, του Εδιμβούργου, της Μόσχας ή του
Πεκίνου.Παρακολουθεί κατά μέσο όρο τρεις παραστάσεις ανά εβδομάδα,
δηλαδή περνάει περίπου 180 από τις 365 μέρες κάθε έτους σε κάποιο
θέατρο. Κάποιοι λένε πως οι κριτικές της «ανεβάζουν» και «κατεβάζουν»
παραστάσεις. Η (μαύρη) αλήθεια είναι πως οι παραστάσεις ανεβοκατεβαίνουν
κι από μόνες τους. Για τους περίεργους που θέλουν να μάθουν την
καταγωγή του περιβόητου «Ιλειάνα», είναι ένα όνομα-κατασκευή που
εφευρέθηκε από την υποφαινόμενη στην τρίτη δημοτικού για να απαλλαγεί
από το «Βασιλεία», το οποίο δεν ταίριαζε καθόλου με τις πεποιθήσεις της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου