Τρίτη 23 Αυγούστου 2016

Οι "Όρνιθες" απογειώθηκαν ή προσγειώθηκαν ανωμάλως;... ("Εφημερίδα των Συντακτών", Γρ,Ιωαννίδης, 22/8/2016 & "ΑΥΓΗ", Λ. Πολενάκης, 23/8/2016)

.............................................................




Α. Οι "Όρνιθες" απογειώθηκαν








γράφει ο Γρηγόρης Ιωαννίδης
("Εφημερίδα των Συντακτών, 22/8/2016)



 

Αφού όλοι αυτό σκεπτόμαστε κατά βάθος, ας ξεκινήσω με αυτό: Λοιπόν, το πιο τρομακτικό για μένα με τους «Ορνιθες» του Κουν (και μιλώ για την παράσταση του '59) υπήρξε η αντίδραση της πρώτης κριτικής, που της έτυχε ο λαχνός να παρακολουθήσει την παράσταση του Τέχνης στην αμήχανη, θεοπάλαβη, απίθανα διαφορετική, ετερόκλητη, πολυσυλλεκτική και ταυτόχρονα μονοπρόσωπη εκδοχή του πιο ονειρικού και ονειρευόμενου Αριστοφάνη που είδε ποτέ το Ηρώδειο.
Το σκάνδαλο που ακολούθησε είναι γνωστό, δεν είναι όμως αυτό που με νοιάζει προς τα παρόν: με νοιάζει η ευθύνη μιας μερίδας θεατών που θα όφειλαν να δουν πίσω από όλα τα περαστικά κι ασήμαντα, τα πολιτικά και πολιτικάντικα, πως μπροστά τους υψωνόταν ένα θαύμα, θαύμα όχι του αρχαίου αλλά του σύγχρονου θεάτρου, θαύμα του σύγχρονου ελληνικού βλέμματος.
Το είδαν όλοι; Σιγά μην το είδαν. Πολλές από τις κριτικές ήταν αυτό που λέμε αμφίσημες, μουδιασμένες, μερικές μάλιστα ήταν και αρνητικές. Δεν πειράζει - στη θέση τους φέρνω στο μυαλό μου μία ανάμεσά τους: έγραφε εν ολίγοις και ευθαρσώς ότι αυτό που έβλεπε -πέρα από τα προβλήματα- ήταν ένας Αριστοφάνης προορισμένος να παραδοθεί στην Ιστορία.
Ηταν γραμμένη από τον Μάριο Πλωρίτη κι αν την ανακαλώ τώρα είναι γιατί, όπως εκείνος, υποψιάζομαι πως μια πρόταση προτού γίνει «ιστορική» πρέπει πρώτα να ιδωθεί και σαν τέτοια.
Και επειδή έχω μαζί και την άλλη υποψία ότι φέτος, το 2016, η σχέση μας με τον Αριστοφάνη γνωρίζει ένα «άλμα»: άλμα στους κανόνες υποδοχής και απόδοσης, ερμηνείας και αισθητικής του.


Επίδαυρος, Ορνιθες  
Επίδαυρος, Ορνιθες | Kiki Papadopoulou



Η Επίδαυρος φέτος νομοθέτησε και αυτή θα μας καθορίσει το επόμενο διάστημα. Και αυτό όχι γιατί τέλος πάντων ανέβηκε στο θέατρό της μια διαφορετική Λυσιστράτη ή ένας αλλιώτικος Πεισθέτερος, αλλά γιατί, όπως φάνηκε, η καινούργια τους όψη, γλώσσα, φωνή και νοοτροπία αντιμετωπίστηκαν με τόση σοβαρότητα, σύνεση, αποδοχή και θερμό χειροκρότημα.
Αυτός ο νέος Αριστοφάνης έχει για αρετές του ορισμένες από τις παλιότερες ενστάσεις. Εχει ελευθερία, ευελιξία, τόλμη και -όπως πιστεύω- έχει για πειθώ τη σύγχρονη ιθαγένεια. Με άλλα λόγια, έχει για μια ακόμη φορά πολλά από τα στοιχεία που έφεραν κάποτε οι «Ορνιθες» το '59 για λογαριασμό τους.
Αυτό που στο τέλος της παράστασης των «Ορνίθων» πέταξε στον ουρανό της Επιδαύρου ήταν ένα κατάφωτο μπαλόνι, ένα αντικείμενο αυτοαναφορικής θεατρικότητας, ένα θέατρο που δοξάζει τον εαυτό του. Αυτός είναι ο καλύτερος τρόπος για να δούμε τον Αριστοφάνη του Νίκου Καραθάνου.
Η προηγούμενη «Λυσιστράτη» του Μαρμαρινού μοιάζει σχεδόν εγκεφαλική μπροστά σε αυτό το κέρασμα ποιητικής αυθορμησίας, βιωματικού και σχεδόν αυτοματικού θεάτρου, ονείρου, ενθουσιασμού, επιπολαιότητας, ακόμη και σκηνικής ανισομέρειας.
Είναι ένα θέατρο-παιχνίδι που δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει το οτιδήποτε μπορεί να δώσει έρεισμα στο όνειρό του. Αν αυτό που στο τέλος προκύπτει ανήκει στο είδος της ρεβύ -κάτι σαν φαντασμαγορική επιθεώρηση-, στην πράξη η σκηνοθεσία του Καραθάνου συντίθεται από πλήθος ετερώνυμων κωμικών στοιχείων.
Οι περισσότεροι είδαν ας πούμε στην πρώτη είσοδο του κωμικού διδύμου στην ορχήστρα, μπροστά στο δέντρο του σκηνικού, τον Βλαδίμηρο και τον Εστραγκόν να καταφτάνουν με την αγωνία πως «κάποιος πρέπει να τους έχει δει». Λιγότεροι όμως -και φαντάζομαι όσοι έχουν μικρά παιδιά- διέκριναν και κάτι άλλο.
Στο ίδιο σκηνικό, στο ίδιο κατασκεύασμα, είδαν επίσης το γνωστό «Ρίο» της Ντίσνεϊ! Ο κόσμος της σκηνογράφου Ελλης Παπαγεωργακοπούλου θυμίζει την ψηφιακή ζούγκλα, την εδεμική, όλο τραγούδι και χορό, χρώματα, ξεγνοιασιά βραζιλιάνικη ευωχία!
Μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία
Μη μας ενοχλεί αυτό το σκηνικό πολυκαταστήματος. Αυτή άλλωστε είναι η δική μας περισσότερο κοντινή αντίληψη για τον συλλογικό νόστο ενός άλλου, κρυφού και απόκοσμου κόσμου. Καλώς ήρθαμε στην πρώτη μεταμοντέρνα Νεφελοκοκκυγία του θεάτρου μας.
Κι ας είναι κι αυτή το ίδιο γεμάτη αρχικά με το αδιέξοδο των πόλεων και της φυγής. Κτίζεται και αυτή πάνω στο παλιό ψέμα, σαν παρηγοριά στην πόλη των ανθρώπων που φυλακίζει τα πουλιά και τα πουλάει στην αγορά. Το μεγάλο θέμα όμως είναι από πού ξεκινάει ο δρόμος της εξόδου.
Στην πρόταση του Καραθάνου ξεκινάει από κάτι ακαθόριστο και βαθύ, από μια έλλειψη νοήματος στην τεχνοκρατική ζωή. Κι όταν ο δικός του Πεισθέτερος λέει στον Εποπα πως αναζητεί μια ζωή απλή και γεμάτη, ποιος ανάμεσά μας μένει ασυγκίνητος; Ας ξαναδούμε την περίφημη σκηνή με τον Τηρέα.
Ο τελευταίος δεν είναι πουλί ούτε άνθρωπος, είναι ένας τέρας. Μια μετάλλαξη που έμεινε στο ενδιάμεσο, στο αμετάβατο της ποίησης, μεταξύ εκδίκησης και κάθαρσης. Και δύσκολα τον περιγράφει κανείς: τσεμπέρι, με πέτσινο, φούστα και κιλότα, άνδρας και γυναίκα, ένα τίποτα, ένας γελοίος κλόουν.
Αυτός όμως είναι ο πρώτος που ακούει τον πόθο του ανθρώπου - και κοιτάξτε τι γίνεται! Ενώ είχε κατεβάσει το βρακί του, έτοιμος προφανώς για ακόμη μια αριστοφανική μπαλαφάρα, όλο «γέλιο και χάζι», τώρα ξαφνικά αλλάζει. Σοβαρός θα σηκώσει το βρακί του και αυτό το τέρας που δεν πατάει πουθενά θα δεχτεί να γίνει η γέφυρα, ο Κένταυρος που θα περάσει τους ανθρώπους απέναντι.
Αυτός θα καλέσει τα πουλιά στη συγκλονιστική ερμηνεία του Χρήστου Λούλη, σε μια αρχιτεκτονική των λέξεων και των ονομάτων, σε επίκληση που οδηγεί στο παραλήρημα, ώσπου να σπάσει το κέλυφος των λέξεων σαν αυγό. Τέτοιον ποιητή έχουμε.
Και θα τον θυμηθούμε ακόμα μια φορά, αργότερα, όταν πάλι ο Τρυποκάρυδος του Μιχάλη Σαράντου (άλλη σπουδαία ερμηνεία) θα χτίσει με λέξεις ένα ολόκληρο φρούριο πάνω από τα κεφάλια μιας. Και καθώς το κάστρο αυτό θα χτίζεται, ολοένα και θα ψηλώνει ο νους μας, την ώρα που η συνοδευτική, σχολιαστική μουσική του Αγγελου Τριανταφύλλου θα διασκευάζει σε ανατολίτικο ηχόχρωμα τους Pink Floyd!
Ιστορική στιγμή
Ψέμα;… Θα σταθώ αμέσως σε ακόμα μια κεντρική σκηνή της παράστασης, στη σκηνή όπου ο Πεισθέτερος μεταδίδει στα πουλιά το σχέδιό του. Πρόκειται για την περίφημη ορνιθοκοσμολογία, υπνωτιστική, γλυκιά και παραπειστική σαν παραμύθι.
Και δίνεται σε μικρά παιδιά (ή μήπως πουλιά;) με λιγοστό φως (από τον Σίμο Σαρκετζή) από έναν μεγάλο παραμυθά, ο οποίος τώρα καταλαβαίνουμε ότι θέλει πρώτα να φτιάξει τη δική του χώρα των θαυμάτων και ύστερα να πέσει στο πηγάδι. Δεν είναι όμως από τα συνηθισμένα ψέματα. Είναι ένας κόσμος άλλος, που συγκρούεται με τον κόσμο της φθοράς και του κυνισμού.
Ο Πεισθέτερος και ο Ευελπίδης (το πειραχτήρι του Αρη Σερβετάλη κουβαλά στο σώμα του την κωμωδία) δεν ανακάλυψαν τη Νεφελοκοκκυγία. Την πίστεψαν. Τα φτερά είναι εσωτερικά. Και η πρώτη πτήση είναι «εσωτερικού», ξεκινάει από μέσα μας.
Αυτή η παράσταση του Αριστοφάνη φέρνει σε εμάς τη συγκίνηση της εσωτερικής πτήσης. Η σύγκρουση που προτείνει είναι η μάχη για να επιβληθεί στους ανθρώπους το δικαίωμα να διεκδικούν και να φορούν φτερά. Στην περίπτωση πάντως των δύο Αθηναίων, αυτό γίνεται με μια μορφή καθαρμού σε παραδεισένια λίμνη. Και όταν τελειώνει δεν έχουν αποκτήσει φτερά, αλλά μια καθαρή, ελευθερωμένη, σωματική όψη.
Με αυτήν δεν φοβούνται πλέον: Να παρουσιαστούν γυμνοί ως άνθρωποι. Να προβοκάρουν ως ηθοποιοί το κοινό, πυροβολώντας το με παιδικά πιστόλια. Να το μουτζώσουν ή ακόμα και απλά να το σοκάρουν με την αλήθεια τους.
Να ακούσουν τη σιωπή. Να υποδυθούν ρόλους που μέχρι τώρα ήταν για αυτούς «απαγορευμένοι»: μια παχουλή Αφροδίτη (Φωτεινή Μπαξεβάνη), μια νάνος Αηδόνα (Βασιλική Δρίβα), ένας ολύμπιος παραολυμπιονίκης Δίας (Γιάννης Σεβδικαλής), ένα Κούκος παρενδυσίας και σιωπηλός διαπραγματευτής (Αγγελος Παπαδημητρίου), μια Ιρις της σάμπα και μια αοιδός «αταίριαστη» (Νατάσα Μποφίλιου).
Και να το θαύμα! Η ίδια αντίφαση, που θα ήταν άλλοτε ταμάμ για το άθλιο γέλιο της μάντρας (θυμηθείτε λίγο πώς χρησιμοποιούνται οι νάνοι αλλού), εδώ γεννάει συγκίνηση, ελευθερία και ανθρωπιά. Και απέναντί του το κοινό της Επιδαύρου να στέκεται και πάλι υπέροχο, ψηλό και σοβαρό, φτιάχνοντας στο κοίλον μια ανθρώπινη ράμπα απογείωσης.
Αυτά για τους «Ορνιθες». Είναι ένας Αριστοφάνης που μας αξίζει και μας ταιριάζει. Συμμετέχει σε μια στροφή του Αριστοφάνη στο θέατρό μας. Κι αν απέχει πολύ από το πρωτότυπο (κατά σημεία η διασκευή του Νίκου Καραθάνου και του Γιάννη Αστερή εμπίπτει πια στο είδος της παράστασης που «εμπνέεται» από το αρχαίο κείμενο), είναι μια πρόταση που ταιριάζει σε αυτό που θέλουμε και θα θέλουμε στο θέατρό μας.
Ναι, είναι από αυτή την άποψη μια ιστορική στιγμή για το θέατρό μας. Με μια παρότρυνση: πρέπει να την ξαναδουλέψει ο σκηνοθέτης, κρατώντας τον βασικό σκελετό και επανεξετάζοντας τα επιμέρους στοιχεία. Ετσι άλλωστε έκανε κι ο Κουν κάποτε. Και θριάμβευσε.


 ........................................................





"Όρνιθες" πολιτικά αδρανείς

γράφει ο Λέανδρος Πολενάκης
("ΑΥΓΗ", 23/8/2016) 







Στη θρυλική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1959, που δημιούργησε το γνωστό σκάνδαλο και απαγορεύτηκε, για λόγους όμως διαφορετικούς από εκείνους που επικαλέσθηκε η λογοκρισία, ο Κάρολος Κουν συνειδητά είχε δώσει στην παράσταση των "Ορνίθων" μια φόρμα ανοικτού λαϊκού πανηγυριού, που έληγε με τον θρίαμβο των λαϊκών δυνάμεων και την επανίδρυση της Δημοκρατίας.
Τι είδους έργο είναι οι «Όρνιθες» του Αριστοφάνη (414 π.Χ.); Δύο τυχάρπαστοι, αμοραλιστές, αδίστακτοι και δημοκόποι αποτυχημένοι πολιτευτές της Αθήνας, ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης, «την πέφτουν» στον αθώο, αγαθιάρικο «λαό των πουλιών», που ζει ανέμελος σε μια ουράνια χώρα ονομαζόμενη «Νεφελοκοκκυγία» (μπορεί να αποδοθεί κυριολεκτικά ως: «φωλιά του κούκου στα σύννεφα»), με σκοπό να τη «μαδήσουν». Υπόσχονται «πρόοδο», «ευημερία»... και ελευθερία, κερδίζουν την εμπιστοσύνη, εκμεταλλεύονται τις ελπίδες τους για ένα καλύτερο αύριο, και αντ’ αυτών εισάγουν εξουσιομανία, γραφειοκρατία, διαφθορά, μιλιταρισμό. «Διαφωτίζουν» τον «καημένο απαίδευτο λαό», τον «εξανθρωπίζουν», του «ανοίγουν τα μάτια», τον κολακεύουν, τον αποκόβουν από τη φύση, που είναι η μόνη πηγή της δύναμής του, τον εισάγουν στον «νόμο», τον περικλείουν σε «τείχη» και τον μεταβάλλουν σε άβουλο, τυφλό όργανό τους. Ο Πεισθέταιρος μόνος δηλαδή, μιας και ο Ευελπίδης από τα μισά περίπου του έργου έχει εξαφανισθεί, μάλλον εκτελεσθεί ως προδότης! Το έργο τελειώνει με τα φτωχά πουλιά να παρακολουθούν την πολυτελή τελετή των γάμων του Πεισθέταιρου με τη Βασιλεία (Εξουσία).
Στη θρυλική παράσταση του Θεάτρου Τέχνης στο Ηρώδειο, το καλοκαίρι του 1959, που δημιούργησε το γνωστό σκάνδαλο και απαγορεύτηκε, για λόγους όμως διαφορετικούς από εκείνους που επικαλέσθηκε η λογοκρισία, ο Κάρολος Κουν συνειδητά είχε δώσει στην παράσταση των «Ορνίθων» μια φόρμα ανοικτού λαϊκού πανηγυριού, που έληγε με τον θρίαμβο των λαϊκών δυνάμεων και την επανίδρυση της Δημοκρατίας. Βλέπαμε τα πουλιά ελευθερωμένα, χωρίς επιφυλάξεις, να χειροκροτούν τους γάμους του Πεισθέταιρου... Και αυτό ήταν, ίσως, κάτι που το είχε ανάγκη, τότε, σε χαλεπούς καιρούς, η δοκιμαζόμενη ελληνική κοινωνία... προς τόνωση του ηθικού της.
Ωστόσο, πρέπει να το πω, σε μια άλλη παράσταση, της Χαράς Κανδρεβιώτη (δεκαετία του '70), που δεν έτυχε μεγάλης δημοσιότητας, είδαμε τα πουλιά, στο φινάλε του έργου, να παρακολουθούν περίλυπα και από μακριά τους γάμους του Πεισθέταιρου με την Εξουσία, μαντρωμένα πίσω από κοτετσόσυρμα! Το ουτοπικό όνειρό τους είχε μεταβληθεί διαμιάς σε εφιάλτη. Σήμερα το κοτετσόσυρμα είναι, βέβαια, όλοι το ξέρουμε, περιττό. Αρκεί μόνο η οθόνη της τηλεόρασης. Εκεί και αν είδαμε, τις τελευταίες δεκαετίες, γάμους Πεισθέταιρων με πολύφερνες νύφες - εξουσίες! Οι «Όρνιθες», για όλα αυτά, είναι, καταλήγω, μια πολύ πικρή και ελάχιστα αισιόδοξη, πάντα επίκαιρη, «μαύρη» πολιτική κωμωδία. Δεν κατεδαφίζει την πολιτική συλλήβδην, αλλά τους διεφθαρμένους εκπροσώπους της. Και πρέπει να παίζεται «όπως είναι».
Η σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου στην Επίδαυρο (κίνηση Αμαλίας Μπένετ), φοβάμαι ότι δεν είχε κάτι καινούργιο να προσφέρει στην ανάγνωση των «Ορνίθων». Κατ' αρχάς, έγραψε, μαζί με τον Γιάννη Αστερή, ένα άλλο έργο, που ελάχιστη σχέση έχει με το πρωτότυπο. Σημειώνω ότι έχει αφαιρεθεί εντελώς το φινάλε των γάμων του Πεισθέταιρου με την εξουσία! Δικαίωμα, βέβαια, των διασκευαστών είναι να «ξεπουπουλιάζουν» πολιτικά τον Αριστοφάνη, αν τους αρέσει, αλλά αυτό πρέπει να δηλώνεται ρητώς στον τίτλο του έργου, δίγλωσσα ει δυνατόν: «Ornithes politically xepoupouliasmenoi by Karathanos and Asteris». Δεύτερον, η σκηνοθεσία ακολούθησε μια πολυσυλλεκτική τακτική, «τσιμπώντας» (όπως οι γνήσιες «αλανιάρες» κότες!) ό,τι διαθέσιμο βρισκόταν εδώ κι εκεί: πότε ανθρωπολογική σχολή α λα Λεβί Στρος («Θλιμμένοι τροπικοί» και «Μύθος του καλού άγριου»), πότε Μόντι Πάιθονς (ο δυστυχής Τηρέας), πότε Τάιγκερ Λίλις με τον κατεδαφιστικό τους οίστρο, πότε «Χαβάη» με τα κοστούμια, πότε «Δελφινάριο» με τα ημίγυμνα, πότε ιδεολογικά ράκη με τα διάφορα σουσούμια...
Τίποτε από όλα αυτά, όμως, ολοκληρωμένο, χωρίς άξονα κεντρικό και αφήγηση, μια σειρά από «γκαγκς», ριγμένα «χύμα», με ασάφεια εικόνας, σύγχυση ήχων και επικαλύψεις ρυθμών. Με σκηνικά (μια κινητή ζούγκλα) της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου δυσλειτουργικά. Με ακατάλληλη μουσική (Άγγελος Τριανταφύλλου) και με φωτισμούς αντίδικους (Σίμος Σαρκετζής). Σε αυτά τα πλαίσια έσωζαν, κυριολεκτικά, την παράσταση την τελευταία στιγμή οι έμπειροι, καλοί, συνειδητοί επαγγελματίες ηθοποιοί της, που έφτιαχναν από περιουσίας τους ρόλους όσο συνεπέστερα μπορούσαν. Από το ισοδύναμο σύνολο ξεχώρισα κυρίως τον Άρη Σερβέταλη, τον Χρήστο Λούλη, τον Μιχάλη Σαράντη, την Αλεξάνδρα Αϊδίνη, την Αλίκη Αλεξανδράκη.




Δεν υπάρχουν σχόλια: