Υπάρχει ζωή μετά το συμβιβασμό;
- Γράφτηκε από τον Θόδωρο Παρασκευόπουλο
Είναι απαράδεκτα μεγάλη η υποχώρηση της ελληνικής κυβέρνησης απέναντι
στις πιέσεις των δανειστών; Νομίζω ότι σήμερα δεν τίθεται άλλο ερώτημα.
Το «αποδεκτό», όμως, και το «απαράδεκτο» δεν μπορούν να εξετάζονται
αφηρημένα, βάσει γενικών «αρχών» ή «αξιών». Χρειάζεται να εξεταστούν οι
σκοποί και τα μέσα του αντιπάλου, τα διεθνή ερείσματα της ελληνικής
κυβέρνησης και οι δυνατότητες που είχε η ελληνική κυβέρνηση μπροστά της.
Η πρώτη δυνατότητα είναι να αρνηθεί το συμβιβασμό επειδή είναι
επώδυνος, η δεύτερη δυνατότητα είναι η παραίτηση της κυβέρνησης και η
τρίτη η προσπάθεια να αξιοποιηθεί και να διευρυνθεί το πολύ στενό
μονοπάτι που απομένει.
Ο αντίπαλος φαίνεται ότι έχει δύο σκοπούς: πρώτον, να μην κινδυνέψει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του αχαλίνωτου καπιταλισμού και, δεύτερον, να πέσει η κυβέρνηση της Ελλάδας, να ακυρωθεί δηλαδή το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Τα διεθνή ερείσματα που έχει η κυβέρνηση είναι αδύναμα: είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και εν μέρει των μεγάλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ανησυχία αυτών των χωρών για το ενδεχόμενο να αναζητήσει η Ελλάδα άλλον χώρο ένταξης, αλλά και η ανησυχία πολιτικών δυνάμεων σε ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία, για τη γερμανική ηγεσία στην Ένωση: μια ηγεσία που επιμένει στην εξαιρετικά προσοδοφόρα για τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις πολιτική τής δημοσιονομικής ασφυξίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα
Ένας ακόμα παράγων που χρειάζεται να εκτιμηθεί, είναι η ισχύς της ελληνικής κυβέρνησης στο εσωτερικό. Το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής έσπρωξε την αστική αντιπολίτευση σε μια κρίση πολιτικής, από την οποία θα δυσκολευτεί να βγει. Η στρατηγική τής «αριστερής παρένθεσης», στην οποία είχαν επενδύσει η ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, ηττήθηκε. Αυτή η ήττα, που στη Νέα Δημοκρατία συμπαρέσυρε την ηγεσία Σαμαρά, πιθανότατα και όλη την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος, κλονίζει και τη σχέση αυτών των κομμάτων με τους ομοδόξους τους στα άλλα κράτη της ΕΕ. Διότι αυτούς είχαν διαβεβαιώσει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θα αντέξει, και τόσο συντηρητικοί όσο και σοσιαλδημοκράτες είχαν χτίσει (όχι όλοι, αλλά σημαντική μερίδα) πάνω σε αυτή τη σαθρή βάση. Αλλά και το ΚΚΕ, που δεν χρειαζόταν να υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση για να συμπαραταχθεί με το «όχι» - το πώς, το έδειξε ιστορικό του στέλεχος με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» - βρίσκεται τώρα στην ανάγκη να διαχειριστεί τη μαζική άρνηση μελών και οπαδών του να ακολουθήσουν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που τους υπέδειξε η ηγεσία του. Αυτή η κατάσταση καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή. Όχι για πάντα: το «για πάντα» δεν υπάρχει στην πολιτική και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα βρουν τρόπο να ανασυνταχθούν, αλλά τώρα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιοποιήσει την τωρινή κατάσταση, θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες δυσκολίες.
Η αντανάκλαση εκτός συνόρων
Η ισχύς που προσέδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά και προς τα έξω, εκτός ελληνικών συνόρων. Η «ιερή αγανάκτηση» με την οποία αντιμετώπισαν κυβερνήσεις και η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, έχει βέβαια να κάνει με την πτώση ενός ταμπού: τα δημοψηφίσματα έχουν τεθεί στην Ένωση περίπου εκτός νόμου και η γαλλική κυβέρνηση έκανε κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, ώστε να αλλάξει το Σύνταγμα και να αποτρέψει δημοψήφισμα που θα απέρριπτε τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ακόμα, το αποτέλεσμα έδειξε ότι η Ελλάδα έχει ισχυρή κυβέρνηση που μπορεί να διαπραγματεύεται και ο ρεαλισμός επέβαλε αυτό να γίνει σεβαστό. Και αν υπήρξαν τιμωρητικές διαθέσεις για την «αναίδεια του Τσίπρα», αυτές τις κατέστειλε η μεγάλη πλειοψηφία.
Ποια από τις τρεις εναλλακτικές;
Οι εναλλακτικές δυνατότητες που έχουν η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι εύκολες. Η πρώτη, η έξοδος από την Ευρωζώνη, είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος δρόμος υπό τις παρούσες συνθήκες. Απαιτεί μονομερή άρνηση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (που διαφορετικά το ύψος του θα εκτοξευθεί όσο θα υποτιμάται το εθνικό νόμισμα) με συνέπεια την οικονομική απομόνωση της Ελλάδας, χωρίς τα προσδοκώμενα αναπτυξιακά οφέλη από την υποτίμηση: βλέπεις, τόσο το εύρος των παραγωγικών δυνατοτήτων – όπως αυτές συρρικνώθηκαν στα χρόνια της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη – όσο και η σταθερή εξάρτηση της παραγωγής από εισαγωγές, αλλά και η απουσία ισχυρού τραπεζικού συστήματος και η διάρθρωση των καταναλωτικών συνηθειών δεν θα επιτρέψουν μια σχετικά σύντομη ανάκαμψη χωρίς αυταρχικές μεθόδους. Η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, η παραίτηση, ηθελημένη ή αναγκαστική, εάν η κυβέρνηση χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή, οδηγεί στην τραγική γελοιότητα: ένα κόμμα, που πιθανόν υποτίμησε τις δυσκολίες της προσπάθειας που ανέλαβε, παραδίδει την κυβέρνηση στους ολετήρες της κοινωνίας, στο παλιό διεφθαρμένο καθεστώς. Η τρίτη εναλλακτική δυνατότητα, η αποδοχή ενός πολύ επώδυνου συμβιβασμού, μπορεί να αποδειχθεί ένας επικίνδυνος δρόμος. «Να κυβερνήσουμε χωρίς να γίνουμε σοσιαλδημοκράτες», μου είχε πει ένας γερμανός σύντροφος, τώρα υφυπουργός της αριστερής κυβέρνησης της Θουριγγίας. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι πράγματι να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειριστής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής – αυτής που θέλουν να επιβάλουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση οι ηγετικές της δυνάμεις – και να προσαρμοστεί σε αυτήν ο ίδιος στη σκέψη του και στη δομή του. Κατά τη γνώμη μου, η κατάπτωση της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι τόσο ότι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πήραν μέτρα περιοριστικά για τις λαϊκές τάξεις, αλλά ότι βαθμιαία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πίστεψαν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άλλης πολιτικής, κι έπειτα ότι αυτή η πολιτική είναι προς όφελος των λαϊκών τάξεων.
Το στενό μονοπάτι του συμβιβασμού
Ο επώδυνος συμβιβασμός, όπως περιγράφεται στην πρόταση που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση, δεν είναι τόσο σκληρός όσο επιδίωκαν στην αρχή οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Αφήνει χώρο και χρόνο. Το ζήτημα είναι πώς θα αξιοποιηθεί αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος. Δηλαδή: ποια θα είναι η διαφορετική, αριστερή, διοικητική μεταρρύθμιση, πώς θα ανασυσταθεί το συνδικαλιστικό κίνημα που το διέσυραν και το διέλυσαν διεφθαρμένες και υποτακτικές ηγεσίες, πώς θα αποκτήσουν οι άνθρωποι λόγο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, πώς και κατά πόσο θα ενσωματωθούν οι εμπειρίες του λαμπρού κινήματος αλληλεγγύης στην ανοικοδόμηση, χωρίς μέσα κιόλας, των κοινωνικών υπηρεσιών, πώς η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα είναι (παρά ταύτα) υπόθεση των κερδοσκοπικών επιδιώξεων του κάθε αετονύχη, αλλά υπόθεση της δημοκρατίας. Πώς θα εξισορροπηθούν οι σκληρές παράγραφοι για τις συντάξεις; Πώς (παρά ταύτα) η οικονομική, η φορολογική, η κοινωνική, η εκπαιδευτική πολιτική, η πολιτική του πολιτισμού θα διακρίνονται από εκείνη τη μεροληψία υπέρ του κοσμάκη που διακήρυξε ο ΣΥΡΙΖΑ – γιατί αυτό ο κοσμάκης το πήρε τοις μετρητοίς, και με το δίκιο του. Το κρίσιμο ερώτημα, η κρίσιμη πρόκληση είναι πάνω σε αυτό το σκληρό και στενό μονοπάτι να βρει ο ΣΥΡΙΖΑ δικές του λύσεις και να τις εφαρμόσει. Θα υπάρξει αντίδραση. Οι ντόπιοι εκφραστές του παλιού καθεστώτος και οι υποστηρικτές τους έξω θα φωνάξουν για μονομερείς ενέργειες. Χρειάζεται, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να προετοιμαστεί και για αυτό.
Η κυβέρνησή μας, λοιπόν, θα πρέπει να κυβερνήσει και μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και πάρα πολύ αποτελεσματικά. Τα νομοσχέδια, τα προεδρικά και τα υπουργικά διατάγματα θα πρέπει να πέφτουν βροχή, οι βουλευτές και οι βουλευτίνες της συμπολίτευσης θα πρέπει πολύ σύντομα να εξελιχθούν σε γνώστες.
Η διαφορά είναι στη συμμετοχή
Μόνο που αυτόν τον τρόπο – σίγουρα με άλλο περιεχόμενο, αλλά τον ίδιον τρόπο – τον είδαμε και δεν μας άρεσε ούτε ήταν αποτελεσματικός, ακόμα και για τις επιδιώξεις του παλιού καθεστώτος. Η διαφορά που μπορεί να κάνει το νέο καθεστώς και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η συμμετοχή. Στους πέντε μήνες μετά τις εκλογές ο κομματικός οργανισμός του ΣΥΡΙΖΑ αδράνησε. Πολλοί άνθρωποι (από τους καλύτερους) μετακόμισαν σε υπουργεία και οργανισμούς και αυτό ήταν αναγκαίο. Έχω όμως την εντύπωση ότι εκείνο που προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι δεν θέλει – η λογική της ανάθεσης – γρήγορα επικράτησε στο ίδιο το κόμμα. Πώς λοιπόν θα αλλάξει το φρόνημα που επικρατεί στην κοινωνία; Οι κομματικές συνελεύσεις που ασχολούνται προπάντων με το τι είπε κάποιος υπουργός στην τηλεόραση, δεν μπορούν να το αλλάξουν. Κι όμως, την εβδομάδα πριν από την ψηφοφορία Συριζαίοι και Συριζαίες «έλιωσαν παπούτσια» και αμφιβάλλω πολύ αν χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, που σχεδίαζαν και έκαναν εξορμήσεις, συζητήσεις, συγκεντρώσεις, θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί η κυριαρχία τού κόμματος της Αριστεράς που διαπιστώθηκε στις 5 Ιουλίου το βράδυ. Κι ακόμα, αποδείχτηκε ότι έτσι οικοδομούνται σχέσεις: στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήξεραν από πριν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, κι ας έλεγαν οι δημοσκοπήσεις ό,τι έλεγαν για αμφίρροπη μάχη.
Νέος σχεδιασμός, νέο πρόγραμμα
Αυτή είναι η σωστή συνταγή. Αλλά στην επόμενη περίοδο η εφαρμογή της θα είναι πιο δύσκολη και πιο απαιτητική. Ο λόγος είναι ότι σε αυτό το στενό μονοπάτι που ο συμβιβασμός επιβάλλει να βαδίσει η Αριστερά, χρειάζεται πολύ περισσότερη σκέψη και γνώση. Γιατί τώρα δεν φτάνει να πείσεις τον κόσμο. Ο κόσμος, αυτοί οι μέχρι πριν αόρατοι άνθρωποι από τις λαϊκές γειτονιές που κατακλύσανε το Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες των ελληνικών πόλεων, ούτε πείθονται εύκολα ούτε ακούνε επιχειρήματα-κονσέρβες – ευτυχώς. Χρειάζεται, λοιπόν, νέος σχεδιασμός. Νέο πρόγραμμα του κόμματος, που θα δείχνει πώς μπορεί να γίνει το ακατόρθωτο. Τη συζήτηση και τη διαμόρφωσή του είναι υποχρεωμένη να οργανώσει αμέσως η ηγεσία του: αυτή είναι η δουλειά της. Και ούτε αυτό φτάνει. Γιατί στην επόμενη περίοδο το «λιώσιμο των παπουτσιών», αν είναι να έχει αποτέλεσμα, χρειάζεται να σχετίζεται με κάθε αρμό της κοινωνικής ζωής: με το κάθε σχολείο και τη λειτουργία του, με τον κάθε συγκεκριμένο τόπο δουλειάς και τα προβλήματά του, με την πόλη και τη γειτονιά – για όλα αυτά χρειάζονται προγράμματα και εξειδικευμένες εφαρμογές, αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις δυσκολίες και τον πόνο που συνεπάγεται ο συμβιβασμός, να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία που του έδωσαν τα εκατομμύρια άνθρωποι την περασμένη Κυριακή. Διαφορετικά θα χάσει: οι αντίπαλοί του – το παλιό καθεστώς, «τα μάλλινα που βγήκαν καλοκαιριάτικα από τις ναφθαλίνες» χαρακτήρισε τους εκπροσώπους του μια ηλικιωμένη ακροάτρια ραδιοφωνικού σταθμού, θα ανασυγκροτηθεί και ο συμβιβασμός θα μετατραπεί σε ήττα με πολύ σκληρότερα μέτρα.
Ο αντίπαλος φαίνεται ότι έχει δύο σκοπούς: πρώτον, να μην κινδυνέψει το ευρωπαϊκό οικοδόμημα του αχαλίνωτου καπιταλισμού και, δεύτερον, να πέσει η κυβέρνηση της Ελλάδας, να ακυρωθεί δηλαδή το αποτέλεσμα των εκλογών της 25ης Ιανουαρίου. Τα διεθνή ερείσματα που έχει η κυβέρνηση είναι αδύναμα: είναι τα γεωπολιτικά συμφέροντα των ΗΠΑ και εν μέρει των μεγάλων κρατών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και η ανησυχία αυτών των χωρών για το ενδεχόμενο να αναζητήσει η Ελλάδα άλλον χώρο ένταξης, αλλά και η ανησυχία πολιτικών δυνάμεων σε ευρωπαϊκές χώρες, κυρίως στη Γαλλία και την Ιταλία, για τη γερμανική ηγεσία στην Ένωση: μια ηγεσία που επιμένει στην εξαιρετικά προσοδοφόρα για τις μεγάλες γερμανικές επιχειρήσεις πολιτική τής δημοσιονομικής ασφυξίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ μετά το δημοψήφισμα
Ένας ακόμα παράγων που χρειάζεται να εκτιμηθεί, είναι η ισχύς της ελληνικής κυβέρνησης στο εσωτερικό. Το δημοψήφισμα της περασμένης Κυριακής έσπρωξε την αστική αντιπολίτευση σε μια κρίση πολιτικής, από την οποία θα δυσκολευτεί να βγει. Η στρατηγική τής «αριστερής παρένθεσης», στην οποία είχαν επενδύσει η ηγεσίες της Νέας Δημοκρατίας, του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού, ηττήθηκε. Αυτή η ήττα, που στη Νέα Δημοκρατία συμπαρέσυρε την ηγεσία Σαμαρά, πιθανότατα και όλη την ακροδεξιά πτέρυγα του κόμματος, κλονίζει και τη σχέση αυτών των κομμάτων με τους ομοδόξους τους στα άλλα κράτη της ΕΕ. Διότι αυτούς είχαν διαβεβαιώσει ότι η κυβέρνηση Τσίπρα δεν θα αντέξει, και τόσο συντηρητικοί όσο και σοσιαλδημοκράτες είχαν χτίσει (όχι όλοι, αλλά σημαντική μερίδα) πάνω σε αυτή τη σαθρή βάση. Αλλά και το ΚΚΕ, που δεν χρειαζόταν να υποστηρίξει τον ΣΥΡΙΖΑ και την κυβέρνηση για να συμπαραταχθεί με το «όχι» - το πώς, το έδειξε ιστορικό του στέλεχος με άρθρο του στην «Εφημερίδα των Συντακτών» - βρίσκεται τώρα στην ανάγκη να διαχειριστεί τη μαζική άρνηση μελών και οπαδών του να ακολουθήσουν την αλλοπρόσαλλη συμπεριφορά που τους υπέδειξε η ηγεσία του. Αυτή η κατάσταση καθιστά τον ΣΥΡΙΖΑ κυρίαρχο στην πολιτική σκηνή. Όχι για πάντα: το «για πάντα» δεν υπάρχει στην πολιτική και τα κόμματα της αντιπολίτευσης θα βρουν τρόπο να ανασυνταχθούν, αλλά τώρα και αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν αξιοποιήσει την τωρινή κατάσταση, θα βρεθεί μπροστά σε μεγάλες δυσκολίες.
Η αντανάκλαση εκτός συνόρων
Η ισχύς που προσέδωσε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ αντανακλά και προς τα έξω, εκτός ελληνικών συνόρων. Η «ιερή αγανάκτηση» με την οποία αντιμετώπισαν κυβερνήσεις και η ηγεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης την εξαγγελία του δημοψηφίσματος, έχει βέβαια να κάνει με την πτώση ενός ταμπού: τα δημοψηφίσματα έχουν τεθεί στην Ένωση περίπου εκτός νόμου και η γαλλική κυβέρνηση έκανε κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, ώστε να αλλάξει το Σύνταγμα και να αποτρέψει δημοψήφισμα που θα απέρριπτε τη Συνθήκη της Λισαβόνας. Ακόμα, το αποτέλεσμα έδειξε ότι η Ελλάδα έχει ισχυρή κυβέρνηση που μπορεί να διαπραγματεύεται και ο ρεαλισμός επέβαλε αυτό να γίνει σεβαστό. Και αν υπήρξαν τιμωρητικές διαθέσεις για την «αναίδεια του Τσίπρα», αυτές τις κατέστειλε η μεγάλη πλειοψηφία.
Ποια από τις τρεις εναλλακτικές;
Οι εναλλακτικές δυνατότητες που έχουν η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν είναι εύκολες. Η πρώτη, η έξοδος από την Ευρωζώνη, είναι ένας εξαιρετικά επικίνδυνος δρόμος υπό τις παρούσες συνθήκες. Απαιτεί μονομερή άρνηση εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους (που διαφορετικά το ύψος του θα εκτοξευθεί όσο θα υποτιμάται το εθνικό νόμισμα) με συνέπεια την οικονομική απομόνωση της Ελλάδας, χωρίς τα προσδοκώμενα αναπτυξιακά οφέλη από την υποτίμηση: βλέπεις, τόσο το εύρος των παραγωγικών δυνατοτήτων – όπως αυτές συρρικνώθηκαν στα χρόνια της «ισχυρής Ελλάδας» του Σημίτη – όσο και η σταθερή εξάρτηση της παραγωγής από εισαγωγές, αλλά και η απουσία ισχυρού τραπεζικού συστήματος και η διάρθρωση των καταναλωτικών συνηθειών δεν θα επιτρέψουν μια σχετικά σύντομη ανάκαμψη χωρίς αυταρχικές μεθόδους. Η δεύτερη εναλλακτική δυνατότητα, η παραίτηση, ηθελημένη ή αναγκαστική, εάν η κυβέρνηση χάσει την πλειοψηφία στη Βουλή, οδηγεί στην τραγική γελοιότητα: ένα κόμμα, που πιθανόν υποτίμησε τις δυσκολίες της προσπάθειας που ανέλαβε, παραδίδει την κυβέρνηση στους ολετήρες της κοινωνίας, στο παλιό διεφθαρμένο καθεστώς. Η τρίτη εναλλακτική δυνατότητα, η αποδοχή ενός πολύ επώδυνου συμβιβασμού, μπορεί να αποδειχθεί ένας επικίνδυνος δρόμος. «Να κυβερνήσουμε χωρίς να γίνουμε σοσιαλδημοκράτες», μου είχε πει ένας γερμανός σύντροφος, τώρα υφυπουργός της αριστερής κυβέρνησης της Θουριγγίας. Ο κίνδυνος που ελλοχεύει είναι πράγματι να γίνει ο ΣΥΡΙΖΑ διαχειριστής μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής – αυτής που θέλουν να επιβάλουν σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση οι ηγετικές της δυνάμεις – και να προσαρμοστεί σε αυτήν ο ίδιος στη σκέψη του και στη δομή του. Κατά τη γνώμη μου, η κατάπτωση της σοσιαλδημοκρατίας δεν είναι τόσο ότι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις πήραν μέτρα περιοριστικά για τις λαϊκές τάξεις, αλλά ότι βαθμιαία τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα πίστεψαν ότι δεν υπάρχει δυνατότητα άλλης πολιτικής, κι έπειτα ότι αυτή η πολιτική είναι προς όφελος των λαϊκών τάξεων.
Το στενό μονοπάτι του συμβιβασμού
Ο επώδυνος συμβιβασμός, όπως περιγράφεται στην πρόταση που κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση, δεν είναι τόσο σκληρός όσο επιδίωκαν στην αρχή οι Βρυξέλλες και το Βερολίνο. Αφήνει χώρο και χρόνο. Το ζήτημα είναι πώς θα αξιοποιηθεί αυτός ο χώρος και αυτός ο χρόνος. Δηλαδή: ποια θα είναι η διαφορετική, αριστερή, διοικητική μεταρρύθμιση, πώς θα ανασυσταθεί το συνδικαλιστικό κίνημα που το διέσυραν και το διέλυσαν διεφθαρμένες και υποτακτικές ηγεσίες, πώς θα αποκτήσουν οι άνθρωποι λόγο στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, πώς και κατά πόσο θα ενσωματωθούν οι εμπειρίες του λαμπρού κινήματος αλληλεγγύης στην ανοικοδόμηση, χωρίς μέσα κιόλας, των κοινωνικών υπηρεσιών, πώς η παραγωγική ανασυγκρότηση δεν θα είναι (παρά ταύτα) υπόθεση των κερδοσκοπικών επιδιώξεων του κάθε αετονύχη, αλλά υπόθεση της δημοκρατίας. Πώς θα εξισορροπηθούν οι σκληρές παράγραφοι για τις συντάξεις; Πώς (παρά ταύτα) η οικονομική, η φορολογική, η κοινωνική, η εκπαιδευτική πολιτική, η πολιτική του πολιτισμού θα διακρίνονται από εκείνη τη μεροληψία υπέρ του κοσμάκη που διακήρυξε ο ΣΥΡΙΖΑ – γιατί αυτό ο κοσμάκης το πήρε τοις μετρητοίς, και με το δίκιο του. Το κρίσιμο ερώτημα, η κρίσιμη πρόκληση είναι πάνω σε αυτό το σκληρό και στενό μονοπάτι να βρει ο ΣΥΡΙΖΑ δικές του λύσεις και να τις εφαρμόσει. Θα υπάρξει αντίδραση. Οι ντόπιοι εκφραστές του παλιού καθεστώτος και οι υποστηρικτές τους έξω θα φωνάξουν για μονομερείς ενέργειες. Χρειάζεται, λοιπόν, ο ΣΥΡΙΖΑ να προετοιμαστεί και για αυτό.
Η κυβέρνησή μας, λοιπόν, θα πρέπει να κυβερνήσει και μάλιστα πάρα πολύ γρήγορα και πάρα πολύ αποτελεσματικά. Τα νομοσχέδια, τα προεδρικά και τα υπουργικά διατάγματα θα πρέπει να πέφτουν βροχή, οι βουλευτές και οι βουλευτίνες της συμπολίτευσης θα πρέπει πολύ σύντομα να εξελιχθούν σε γνώστες.
Η διαφορά είναι στη συμμετοχή
Μόνο που αυτόν τον τρόπο – σίγουρα με άλλο περιεχόμενο, αλλά τον ίδιον τρόπο – τον είδαμε και δεν μας άρεσε ούτε ήταν αποτελεσματικός, ακόμα και για τις επιδιώξεις του παλιού καθεστώτος. Η διαφορά που μπορεί να κάνει το νέο καθεστώς και ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η συμμετοχή. Στους πέντε μήνες μετά τις εκλογές ο κομματικός οργανισμός του ΣΥΡΙΖΑ αδράνησε. Πολλοί άνθρωποι (από τους καλύτερους) μετακόμισαν σε υπουργεία και οργανισμούς και αυτό ήταν αναγκαίο. Έχω όμως την εντύπωση ότι εκείνο που προεκλογικά ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι δεν θέλει – η λογική της ανάθεσης – γρήγορα επικράτησε στο ίδιο το κόμμα. Πώς λοιπόν θα αλλάξει το φρόνημα που επικρατεί στην κοινωνία; Οι κομματικές συνελεύσεις που ασχολούνται προπάντων με το τι είπε κάποιος υπουργός στην τηλεόραση, δεν μπορούν να το αλλάξουν. Κι όμως, την εβδομάδα πριν από την ψηφοφορία Συριζαίοι και Συριζαίες «έλιωσαν παπούτσια» και αμφιβάλλω πολύ αν χωρίς αυτούς τους ανθρώπους, που σχεδίαζαν και έκαναν εξορμήσεις, συζητήσεις, συγκεντρώσεις, θα ήταν δυνατό να επιτευχθεί η κυριαρχία τού κόμματος της Αριστεράς που διαπιστώθηκε στις 5 Ιουλίου το βράδυ. Κι ακόμα, αποδείχτηκε ότι έτσι οικοδομούνται σχέσεις: στις οργανώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ήξεραν από πριν ποιο θα είναι το αποτέλεσμα, κι ας έλεγαν οι δημοσκοπήσεις ό,τι έλεγαν για αμφίρροπη μάχη.
Νέος σχεδιασμός, νέο πρόγραμμα
Αυτή είναι η σωστή συνταγή. Αλλά στην επόμενη περίοδο η εφαρμογή της θα είναι πιο δύσκολη και πιο απαιτητική. Ο λόγος είναι ότι σε αυτό το στενό μονοπάτι που ο συμβιβασμός επιβάλλει να βαδίσει η Αριστερά, χρειάζεται πολύ περισσότερη σκέψη και γνώση. Γιατί τώρα δεν φτάνει να πείσεις τον κόσμο. Ο κόσμος, αυτοί οι μέχρι πριν αόρατοι άνθρωποι από τις λαϊκές γειτονιές που κατακλύσανε το Σύνταγμα και τις άλλες πλατείες των ελληνικών πόλεων, ούτε πείθονται εύκολα ούτε ακούνε επιχειρήματα-κονσέρβες – ευτυχώς. Χρειάζεται, λοιπόν, νέος σχεδιασμός. Νέο πρόγραμμα του κόμματος, που θα δείχνει πώς μπορεί να γίνει το ακατόρθωτο. Τη συζήτηση και τη διαμόρφωσή του είναι υποχρεωμένη να οργανώσει αμέσως η ηγεσία του: αυτή είναι η δουλειά της. Και ούτε αυτό φτάνει. Γιατί στην επόμενη περίοδο το «λιώσιμο των παπουτσιών», αν είναι να έχει αποτέλεσμα, χρειάζεται να σχετίζεται με κάθε αρμό της κοινωνικής ζωής: με το κάθε σχολείο και τη λειτουργία του, με τον κάθε συγκεκριμένο τόπο δουλειάς και τα προβλήματά του, με την πόλη και τη γειτονιά – για όλα αυτά χρειάζονται προγράμματα και εξειδικευμένες εφαρμογές, αν θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά τις δυσκολίες και τον πόνο που συνεπάγεται ο συμβιβασμός, να διατηρήσει την πρωτοκαθεδρία που του έδωσαν τα εκατομμύρια άνθρωποι την περασμένη Κυριακή. Διαφορετικά θα χάσει: οι αντίπαλοί του – το παλιό καθεστώς, «τα μάλλινα που βγήκαν καλοκαιριάτικα από τις ναφθαλίνες» χαρακτήρισε τους εκπροσώπους του μια ηλικιωμένη ακροάτρια ραδιοφωνικού σταθμού, θα ανασυγκροτηθεί και ο συμβιβασμός θα μετατραπεί σε ήττα με πολύ σκληρότερα μέτρα.
Θόδωρος Παρασκευόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου