...........................................................
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Πειρατές
Ο «επιχειρηματίας» δεν χρειάζεται να δώσει λογαριασμό σε
καμία έννομη τάξη, δεν πληρώνει φόρους, δεν δεσμεύεται για τη συνέχιση
των δραστηριοτήτων του χάριν των «άλλων». Μετέχει στην κοινωνία,
μπαίνοντας και βγαίνοντας με τους δικούς κυρίαρχους όρους.
Του Κωνσταντίνου Τσουκαλά
Αντιγράφω από το ετυμολογικό λεξικό του Μπαμπινιώτη: «Η λέξη πειρατής
παράγεται από το θέμα πειρα- του ρήματος πειρώ/πειρώμαι που σήμαινε
δοκιμάζω, προσπαθώ να κάνω ή να πετύχω κάτι και με εχθρική διάθεση
“επιτίθεμαι”»… Η λέξη χρησιμοποιήθηκε και σε χριστιανικά κείμενα, για να
δηλώσει τον Διάβολο ή τους δαίμονες… διαφέρει δε από τον κουρσάρο κατά
το ότι ο πειρατής «ενεργεί για το δικό του όφελος και όχι με εντολή της
κυβέρνησής του εις βάρος εμπορικών πλοίων ανταγωνίστριας ή εχθρικής
χώρας». Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως η πειρατική σημαία είναι μαύρη και
φέρει το σήμα του θανάτου, τη νεκροκεφαλή. Η άρνηση της ζωής, της τάξης,
των κανόνων και των χρωμάτων ισοδυναμεί με απόρριψη της αρμονικής
συμβίωσης, της κοινωνίας, της έννομης τάξης, δηλαδή της οργανωμένης
ποικιλίας των ανθρωπίνων πραγμάτων και της οποιασδήποτε ασφάλειας της
ζωής και της ιδιοκτησίας. Αρμενίζοντας στην ανοιχτή θάλασσα έξω από κάθε
επικράτεια και κάθε νόμο και μη αφήνοντας ορατά ίχνη, ο πειρατής εφορμά
και αρπάζει ό,τι βρει στο διάβα του. Και μετά εξαφανίζεται μέσα σε μια
ομίχλη από την οποία δεν θα αναδυθεί παρά τη στιγμή που θα αποφασίσει να
ξαναχτυπήσει. Δρα μόνος, με μόνο γνώμονα τη συγκυρία και το συμφέρον
της στιγμής.
Από τη στιγμή που ο νεότερος κόσμος οργανώθηκε ως σύστημα κυρίαρχων
και αυτεξούσιων κρατών, έννομων τάξεων και οργανωμένων πολιτικών
εξουσιών, η πειρατεία άρχισε να παρακμάζει. Βαθμιαία, οι «πειρατές»
μεταμορφώθηκαν σε «κουρσάρους» που καλούνταν πια να δρουν στο όνομα,
συχνά για λογαριασμό και σε κάθε περίπτωση υπό τη σκέπη της εθνικής τους
σημαίας. Ετσι ακριβώς γεννιέται το «δίκαιο της θάλασσας» και μαζί με
αυτό το «ιδιωτικό διεθνές δίκαιο». Κάτω από την υψηλή εποπτεία της
θαλασσοκράτειρας Βρετανίας, η δράση των ανθρώπων στην ανοιχτή θάλασσα
άρχισε επιτέλους να τιθασεύεται. Αντλώντας δύναμη από τις έννομες τάξεις
στις οποίες μετείχαν, οι κατ” επάγγελμα «εφ-οπλιστές», «αρματωτές»
(armateurs) -για μία ακόμα φορά οι λέξεις δεν είναι τυχαίες- και
κινούμενοι επιχειρηματίες τείνουν πια να υπόκεινται σε (χαλαρούς έστω)
ελέγχους σε ό,τι αφορά τον αναγκαίο σεβασμό των κείμενων νόμων και
κανονισμών και των συναλλακτικών ηθών. Προστατεύοντας, η «εθνική σημαία»
οριοθετεί και δεσμεύει. Η κινούμενη, ρευστή, ανοριοθέτητη και ξέφραγη
θάλασσα υπόκειται στον νόμο της ακίνητης γης, του στέρεου δηλαδή εδάφους
όπου οι κοινωνίες και οι επι-κράτειες χαράζουν τα ίχνη τους και
επιβάλλουν την έννομη και συμβολική ισχύ τους. Ετσι, με την εγκαθίδρυση
των νεωτερικών Κρατών Δικαίου, οι πολιτικές εξουσίες επεξέτειναν την
κανονιστική πρωτοκαθεδρία τους σε ολόκληρο τον πλανήτη. Εγκλωβισμένο σε
σταθερά νοηματικά και κανονιστικά περιβλήματα, το ακατάτακτο χάος του
ακαθήλωτου υγρού στοιχείου άρχισε να αιχμαλωτίζεται σε σκληρές και
αμετακίνητες μορφές. Τα κύματα δαμάζονταν.
Πάντα όμως ρει, τίποτε δεν παραμένει αναλλοίωτο. Ρέοντας απεριόριστα
και προς όλες τις κατευθύνσεις, το υφέρπον κανονιστικό χάος απειλεί να
μεταλλάξει, να διαβρώσει και να αλλοιώσει όσες μορφές συναντήσει στο
διάβα του. Οι εντροπικές δυνάμεις δεν ωθούν προς την τάξη αλλά προς την
αταξία. Αν δεν ενισχύεται συνεχώς, ο βράχος βρίσκεται στο έλεος του
κύματος. Με αυτή την έννοια, η πρόσφατη καταξίωση του ελευθέρως και
απεριορίστως «κινείσθαι» και «επιχειρείν» είναι συνώνυμη με την
αντίστοιχη αποδυνάμωση του «θεσπίζειν». Ανακτώντας την προαιώνια
συμβολική του δύναμη και διαρρηγνύοντας όλα τα κελύφη που το ενέκλειαν
σε σταθερές εξουσιαστικές και κανονιστικές συντεταγμένες, το υγρό
στοιχείο, η ρευστή θάλασσα, φαίνεται να εκδικείται την οργανωμένη και
σταθερή γη που επιχειρούσε να την καθηλώσει στην αυθαίρετη αντιεντροπική
της βούληση. Η ανάδυση των υπερπόντιων «παραδείσων», η πλήρης
απελευθέρωση των παγκόσμιων συναλλαγών, η συνακόλουθη αποδυνάμωση των
συγκροτημένων πολιτικών τάξεων, οι τρέχουσες πρακτικές των ιδιωτικών
συνυποσχετικών και της εξωδικαστικής διαιτησίας και η προϊούσα κατίσχυση
του νέου υπερεπικρατειακού δικαίου των συναλλαγών σύμφωνα με τις
οδηγίες του Σίτι του Λονδίνου -της σύγχρονης αυτής «Νήσου των Θησαυρών»-
σηματοδοτούν την πλήρη αποδέσμευση του «επιχειρείν» από τις κατά τόπους
έννομες τάξεις. Ολα συμβαίνουν ως εάν ο κόσμος αφήνεται να επιστρέψει
στην αρχέγονη αταξία της ανεξέλεγκτης ιδιωτικής πειρατείας. Οι
ιδεολογικές εξελίξεις είναι άλλωστε σαφείς. Η επικράτηση του «καθαρού»
και «αγνού» (νεο)φιλελευθερισμού συνοδεύεται από τη ρητορική
«αποκάθαρση» του κόσμου από τα τελευταία υπολείμματα πολιτικών
πρωτοβουλιών και παρεμβάσεων. Η φετιχοποίηση της ελεύθερης αγοράς
καλείται να «αναβαπτίσει» την κοινωνία και την ιστορία μέσα στον καθαρό
συναλλακτικό ορθολογισμό. Η επιλογή των συμβόλων δεν είναι τυχαία. Από
καταβολής κόσμου, η «κάθαρση» επιτελείται μέσα από τη διαμεσολάβηση ενός
ρέοντος, ακαθήλωτου και ελευθέρως κινούμενου υγρού. Οι αμαρτίες και οι
σκουριές ξεπλένονται μέσα από τη «βάπτιση» στην καθαρτήρια ενέργεια του
ποταμού ή της βρύσης. Χαρακτηριστικά, όσο μένει ακίνητο, το νερό
«θολώνει», «λιμνάζει», «βαλτώνει» και εγκλωβίζεται σε «μορφές», δηλαδή
σε εξουσίες. Και έτσι, χάνει τη διαφάνειά του και μαζί με αυτήν και την
εξαγνιστική του ισχύ.
Με αυτή την έννοια, στην ουσία, η απόλυτη κινητικότητα των κεφαλαίων,
της πληροφορίας και η παγκόσμια ελευθερία τού επιχειρείν είναι συνώνυμη
με την αποδέσμευση των επιχειρούντων από οποιαδήποτε εξωσυναλλακτική
υποχρέωση και την απαλλαγή τους από οποιαδήποτε εξωσυναλλακτική κύρωση.
Ολοι μπορούν να πλέουν στην ανοιχτή θάλασσα, όλοι δικαιούνται να
χρησιμοποιούν όσα όπλα και επιχειρήματα είναι σε θέση να επιστρατεύσουν,
όλοι έχουν τη δυνατότητα να κρύβουν τις προθέσεις τους και να
εξαφανίζουν τα ίχνη τους. Και στα πλαίσια αυτά ανατέλλει μια νέα
κυρίαρχη ηθική, η ηθική της ελεύθερης πειρατείας, που δεν περιορίζεται
στη θάλασσα, αλλά επεκτείνεται και στη στεριά. Για πρώτη φορά, ο
«επιχειρηματίας» δεν χρειάζεται να δώσει λογαριασμό σε καμιά έννομη
τάξη, δεν υποχρεώνεται να υπακούει σε κανένα Θεό ή αφέντη, δεν πληρώνει
φόρους, δεν δεσμεύεται για τη συνέχιση των δραστηριοτήτων του χάριν των
«άλλων», δεν μετέχει σε συλλογικά σχέδια και στην κοινή μοίρα και δεν
μοιράζεται τις φαντασιώσεις των κοινών θνητών. Μετέχει στην κοινωνία,
μπαίνοντας και βγαίνοντας με τους δικούς του κυρίαρχους όρους. Οπως
ακριβώς συνέβαινε με τους προγόνους τους, οι νέοι πειρατές ταυτίζονται
με την ευκαιριακή αρπακτική τους δράση και την αδιαφορία τους για ό,τι
δεν τους αγγίζει προσωπικά. Επισημαίνουν τις ευκαιρίες από μακριά,
πλησιάζουν δίχως να γίνονται αντιληπτοί, εφορμούν, δηώνουν,
ιδιοποιούνται και μετά απλώς εξαφανίζονται και πάλι στην ομίχλη από την
οποία βγήκαν. Μοιραία λοιπόν, για αυτούς, όλοι οι «άλλοι» αναδεικνύονται
σε ευκαιριακά αντικείμενα χρήσης, εκμετάλλευσης ή, έστω, απόλαυσης.
Υπ” αυτούς τους όρους λοιπόν, η διαδικασία τού επιχειρείν και η
διαδικασία τού μετέχειν σε μια οποιαδήποτε κοινωνία παύουν να
διασυνδέονται και να αλληλοεπικαλύπτονται. Τα χαραγμένα μονοπάτια που
οδηγούσαν στους οικείους τόπους ξεθωριάζουν ή και εξαφανίζονται. Από τη
στιγμή που η στεριά λειτουργεί σαν θάλασσα, δεν μπορεί παρά να
αποδυναμώνονται τόσο η ανακουφιστική ιδέα μιας «φυσικής» συμβολικής και
λειτουργικής κοινότητας όσο και οι άρρητοι αυτοματισμοί που τη
χαρακτήριζαν. Με αποτέλεσμα η ατομική ιδιοτέλεια και ο συνεχής
επιχειρησιακός αυτοσχεδιασμός να μην εμφανίζονται πια σαν ελεύθερες
αξιακές επιλογές, αλλά σαν απαρασάλευτες εξωγενείς δομικές
αναγκαιότητες. Ο ορθολογικός πειρατής δεν μπορεί να πάψει να επινοεί και
να ανανεώνει τις δραστηριότητες και τις στρατηγικές του δίχως να
απαρνηθεί τον εαυτό του. Μόλις βρεθεί στη θάλασσα, αναγκάζεται να
επιπλεύσει κολυμπώντας στα άγρια κύματα με τις δικές του και μόνο
δυνάμεις. Δεν υπάρχουν πια ούτε οργανωμένες αλληλοβοήθειες ούτε
αυτοσχέδιες ναυαγοσωστικές λέμβοι. Οι κανονισμοί της κολύμβησης στην
ανοιχτή θάλασσα είναι αδυσώπητοι. Εξω από τις συμπηγμένες κοινωνίες και
τους στέρεους συμβολισμούς που εκτρέφονται στους κόλπους τους, δεν
μπορεί να υπάρχει ούτε αλληλεγγύη ούτε αμοιβαιότητα ούτε επιείκεια. Ολοι
πια γνωρίζουν πως, αν αφήσουν τον άλλο να ακουμπήσει επάνω τους, θα
παρασυρθούν και οι ίδιοι στην ανεξέλεγκτη δίνη. Και δρουν αναλόγως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου