Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

"Κλισέ και κοινοί τόποι" του ΚΩΣΤΗ ΠΑΠΑΓΙΩΡΓΗ ("Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία", Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013)

........................................................

Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία, Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013

Κλισέ και κοινοί τόποι

Ειδικά τα σχήματα λόγου είναι «το κερασάκι στην τούρτα». Οι ομιλητές από τηλεοπτικού, ραδιοφωνικού ή άλλου άμβωνος «ξεκουράζουν» τη γλώσσα τους με ετοιματζίδικες εκφράσεις που είναι πρετ-α-πορτέ και α-παρλέ. «Η κορυφή του παγόβουνου», «Η αιχμή του δόρατος», «Να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους», «Να πούμε τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη», «Ο λαός έχει κρίση και μνήμη», «Η Ελλάδα είναι χώρα ποιητών», «Οι Ελληνες δεν είναι ρατσιστές» κ.λπ. Παρατηρείτε μήπως κάτι το επιλήψιμο; Μάλιστα, εφ' όσον δεν υπάρχει αισθητική αστυνομία (διότι, αν υπήρχε, θα εκτίαμε οι εννιά στους δέκα ποινή ισοβίου καθείρξεως), «ο πάσα εις» μπορεί κατά το δοκούν να πλαγιάζει στο μαλακό μαξιλάρι της τρέχουσας ρητορικής.
Να θυμίσουμε ότι το καθεστώς των κλισέ και των κοινοτοπιών αποτελούσε για τον Φλομπέρ ειρωνικό εντρύφημα μεγάλης αξίας. Οι βιογράφοι του τονίζουν την κωμωδία των κοινών τόπων που έπαιζε συχνά, συχνότατα με τους φίλους του. Αν πάρουμε την ελληνική κόπια παρόμοιων ασκήσεων, θα είχαμε τις γνωστές προτάσεις: «Η πολιτική απέτυχε να σταθεί στο ύψος της», «Τι να κάνει η τέχνη σε έναν κόσμο χωρίς αξίες», «Το λέτε όντως με το χέρι στην καρδιά;», «Πρέπει να τονίσω ότι ουδέποτε ψεύδομαι» κ.λπ.
Είναι προφανές ότι δεν χρειάζεται να είναι κάποιος Φλομπέρ για να ξετυλίξει αυτή την κορδέλα από απογοητευτικές κοινοτοπίες. Μάλιστα, αν θέλουμε να διαπιστώσουμε την επινοητικότητα του Γάλλου μυθιστοριογράφου ακόμη και στην αλληλογραφία του, αρκεί να θυμίσουμε κάποιο σχόλιό του για τον Μισέ: «Οταν θέλει κανείς να βάλει τον ήλιο μέσα στο βρακί του, καίει το βρακί του και κατουράει τον ήλιο. Αυτό έπαθε ο Μισέ».
Το λεπτό μυστικό σε αυτό το φαινόμενο είναι ότι ο κοινός τόπος αποτελεί τη βάση της έκφρασης και συνάμα το νεκροθάφτη της. Ως γνωστόν, ομιλητικά (σε αντίθεση με τα συγγραφικά) δικαιώματα δεν υφίστανται. Ο καθένας έχει κάθε δικαίωμα να οικειοποιείται σχήματα λόγου, ρητορικές κορόνες, εκφράσεις λεπτότητας και ανωτερότητας. Η γλώσσα, με άλλα λόγια η κοινωνία, «επιτρέπεται» να πίνει από το ίδιο ποτήρι, να κορδακίζεται πατώντας πάνω σε ξένα λόγια, χωρίς να ενοχλείται διόλου από την περιρρέουσα κοινοκτημοσύνη και κοινοτοπία που είναι σφοδρά «δημοκρατική».
Ετσι ανακαλύπτουμε εκόντες-άκοντες το κύρος και τη νοοτροπία της αγέλης. Ουσιαστικά έχουμε να κάνουμε με τη δικτατορία του μέσου ανθρώπου, της αφιλόδοξης ζωής, της κατεστραμμένης ευγένειας. Οταν ο Γερμανός ποιητής είπε ότι «κανείς δεν μπορεί να πηδήξει πάνω από τον ίσκιο του», δεν είχε κατά νου κάποιον αθλητή ή κυνηγημένο. Απεναντίας, είχε συλλάβει μιαν ανθρώπινη στιγμή που ήθελε να εικονίσει με μια κίνηση πρωτόγνωρη. Και πράγματι, ο θνητός που αδυνατεί να υποσκελίσει τον ίσκιο του συνιστά μια στιγμή ανεπανάληπτη...
Κάτι ανάλογο διαπιστώνουμε στον Μποντλέρ, στα μικρά του κείμενα με τίτλο «Σπλιν»: «Οταν ένας άνθρωπος πέφτει να κοιμηθεί, όλοι οι φίλοι του έχουν την κρυφή επιθυμία να τον δουν να πεθαίνει. Αλλοι για να διαπιστώσουν ότι ήταν πιο ασθενικός από αυτούς, ενώ άλλοι με την ανιδιοτελή ελπίδα να περιεργαστούν την αγωνία του». Στην εκλεκτή παράδοση που μάχεται τον κοινό τόπο σαν το διάβολο, ανήκουν οι Σολωμός, Ζαμπέλιος και Παπαδιαμάντης. Γράφει ο Ζαμπέλιος στις «Βυζαντινές Μελέτες»: «Πολλάκις ο φιλομαθής ιατρός μετά τον θάνατον του πελάτου προβαίνει εις την αυτοψίαν του νεκρού, είτε προς βάσανον της ιδίας θεραπεύσεως, είτε επ' αγαθώ της επιστήμης. Τοιαύτην τινα διάγνωσιν προτιθέμεθα και ημείς ενταύθα να πράξωμεν επί του προκειμένου σώματος της βυζαντινής κοινωνίας».


Δεν υπάρχουν σχόλια: