..........................................................
Νίνα
Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/01/2013 στην "ΑΥΓΗ της Κυριακής"
ΤΗΣ ΜΑΡΙΑΣ ΚΟΥΓΙΟΥΜΤΖΗ*
Χολοσκασμένος ανέβηκα στα κάστρα να ξεχαστώ στο ηλιοβασίλεμα και
ξέμεινα στα στενά δρομάκια γύρω από την εκκλησιά των Αγίων Αναργύρων.
Εκεί κουκούβιζαν μερικά σπιτάκια ξεβαμμένα, με μίζερα κηπάρια, ένα σωρό
σαβούρα στις αυλές, υπόλοιπο εικόνας από την δεκαετία του πενήντα, όλη η
ατμόσφαιρα σαν να διέσχιζες εγκαταλειμμένους τάφους, χορταριασμένους,
με τα ονόματα σβησμένα. Σ' ένα απ' αυτά τα σπίτια από ένα παραθυράκι
τρεμόπαιζε ένα ετοιμοθάνατο φως, θαρρείς από προπολεμική λάμπα που της
τελείωνε το πετρέλαιο. Μέσα από κει βγήκε μια γυναίκα κάποιας ηλικίας,
σέρνοντας τα πόδια της.
Την ακολούθησα μηχανικά ως που μπήκε σ' ένα ταβερνάκι και γω ξωπίσω
της. Φαίνεται με είχε αντιληφθεί, γιατί μόλις άνοιξε την πόρτα
κοντοστάθηκε, περιμένοντάς με. Την κοίταξα από κοντά και κείνη αφέθηκε
στο κοίταγμά μου. Υπολείμματα ομορφιάς σέρνονταν στο πρόσωπό της, στα
βαθουλωμένα μάτια κάποιο φως σπαρταρούσε, απομεινάρια προηγούμενων βαφών
στα μαλλιά σκίαζαν κοροϊδευτικά τα κρεμασμένα μάγουλα. Τα χείλη άχρωμα,
μ' ένα ελαφρό τρέμουλο, ψιθύριζαν, μουρμούριζαν πέρα από τη θέλησή της,
από μόνα τους. Αφέθηκε σ' ένα τραπεζάκι, έβγαλε το κινητό της,
παμπάλαιο μοντέλο έτοιμο να διαλυθεί, το σκάλιζε με τέτοια προσήλωση, με
μανία, λες κι έψαχνε να βρει εκεί γραμμένο το νόημα της ζωής της.
Φαίνεται ήταν γνωστή στο μαγαζί γιατί ο σερβιτόρος της έφερε χωρίς να
του παραγγείλει, ένα ποτήρι κρασί. Πώς πάμε κυρά Νίνα, την ρώτησε
τρυφερά. Αχ, τα ίδια, όλο τα ίδια απάντησε αναστενάζοντας. Δεν είχες
ακόμα κανένα νέο; Όχι, όχι, τίποτα, έλειψα για λίγο και ξέχασα το
κινητό, ίσως πήρε όταν έλλειπα, γι αυτό ψάχνω. Και ξανάσκυψε πάνω σπ' το
τηλέφωνο.
Παράγγειλα κρασί, την παράτησα, βυθίστηκα στα δικά μου, που ήταν
πολλά, κουβάρι. Κάποια στιγμή την αντιλήφθηκα από πάνω μου. Με κοιτούσε
κρατώντας το ποτήρι της περιμένοντας υπομονετικά να σηκώσω το βλέμμα.
Τότε με ένα ντροπαλό χαμόγελο κάθισε δίπλα μου, έγειρε συνωμοτικά το
κεφάλι της προς το δικό μου, και είπε χαμηλόφωνα. Κύριέ μου μπορείς να
μου κάνεις μια χάρη; Θα σε πληρώσω, δε θέλω να μου το κάνεις χατίρι.
Το μυαλό μου ήταν ακόμα σκαλωμένο στην ονειροπόλησή μου. Σ' ένα σώμα
λιγνό και στενό σαν μαχαίρι, ένα πρόσωπο λευκό με κόκκινα έκφυλα χείλη.
Και τώρα αυτή η γυναίκα μπροστά μου, άρπαζε την εικόνα του. Την κοίταξα
ενοχλημένος.
Μην φοβάσαι με καθησύχασε, πρόκειται για κάτι απλό. Θέλω να κάνεις
ένα τηλεφώνημα, να αφήσεις ένα φωνητικό μήνυμα, να εδώ, σ' αυτό τον
αριθμό.
Και τι θέλεις να πω, ρώτησα νευριασμένος. Ήθελα να ξαναγυρίσω στα
οράματά μου, στα χάδια που έδινα στον εαυτό μου. Πόσο με αγαπούσα και με
λυπόμουνα...
Ω... τίποτα το σπουδαίο. Θα πεις, είμαι ο Νίκος, σ' αγαπώ, θα γυρίσω σε σένα αγάπη μου, περίμενέ με.
Το πρόσωπο της ονειροπόλησής μου, άνοιξε τα μάτια και με κοίταξε.
Μα δεν είμαι ο Νίκος είπα. Ω, ναι, βέβαια, μα δεν πειράζει, πίστεψέ
με κύριέ μου, καθόλου δεν πειράζει, άπλωσε το χέρι της πάνω στον ώμο
μου. Τραβήχτηκα ασυναίσθητα και τότε αντιλήφθηκα τον σερβιτόρο από
μακριά να μου κάνει νοήματα να συναινέσω στην παράκληση της άγνωστης,
στρίβοντας παράλληλα τα δάχτυλά στο πλάι του κεφαλιού του.
Στο βλέμμα της γυάλιζε η ικεσία. Πήρα το κινητό στα χέρια μου. Σε
ποιαν θα πω αυτά τα λόγια, ρώτησα. Δεν θα της κάνουν κακό; Χαμήλωσε το
κεφάλι, ένα στιγμιαίο κοκκίνισμα διέτρεξε το πρόσωπό της. Σε μένα, είπε
χαμηλόφωνα. Κι ύστερα πιο σταθερά. Να είσαι τρυφερός , να μιλάς με
συγκίνηση.
Την λυπήθηκα. Επανέλαβα αυτά που μου είχε υπαγορεύσει, αλλά δεν έμεινε ευχαριστημένη. Η φωνή μου ήταν στεγνή και ξένη.
Πες πως μιλάς σ' ένα δικό σου πρόσωπο, σ' αυτήν που αγαπάς, με θέρμη.
Τελικά μετά από αρκετές αποτυχημένες προσπάθειες το κατάφερα. Και με
το παραπάνω μάλιστα. Πήρα τόσο στα σοβαρά τον ρόλο μου, ξέχασα σε ποιον
μιλούσα, απευθυνόμουν στη δικιά μου άπιστη αγάπη, είχα μπροστά μου το
σκληρό της σώμα, τα άκαρδα μάτια της, και της μιλούσα μ' ένα τρέμουλο,
με τέτοιο πάθος, που η γυναίκα με άκουγε κατενθουσιασμένη. Ήταν έτοιμη
να μου φιλήσει τα χέρια, τα τράβηξα, σ' ευχαριστώ είπε κι έβγαλε ένα
τσαλακωμένο χαρτονόμισμα. Όταν κατάλαβε ότι δεν επρόκειτο να το δεχτώ
επέμενε να με κεράσει το κρασί. Τώρα την είχε πιάσει βιασύνη, μ'
αποχαιρέτησε χωρίς να περιμένει τον δικό μου χαιρετισμό, βγήκε γρήγορα,
σχεδόν τρέχοντας, έξω.
Μόλις έφυγε με πλησίασε το γκαρσόνι. Είναι εξαιρετική κυρία είπε,
όμως της ήρθαν όλα ανάποδα. Ο άντρας της έχει χρόνια που την εγκατέλειψε
αλλά αυτή τον περιμένει. Ζει σ' ένα ερείπιο καρτερώντας τον. Δεν το
κουνάει από κει, μη τυχόν πάει και δεν την βρει. Έρχεται συχνά εδώ,
πλησιάζει όποιον να 'ναι, ακόμα και γυναίκες, τις βάζει να της
τηλεφωνούν ότι ο Νίκος θα έρθει. Φαντάζομαι πως περνάει όλη τη νύχτα
ακούγοντας το τηλεφώνημα. Με κοίταξε με συμπάθεια. Με χτύπησε φιλικά
στην πλάτη. Ομολογώ πως κι εγώ συγκινήθηκα ακούγοντάς σε. Ως τώρα κανείς
δεν τα κατάφερε τόσο καλά όσο εσύ.
Έφτασα σπίτι, χώθηκα στο κρεβάτι με την σκέψη της. Ένιωθα κάτι από την τρέλα της όχι στο μυαλό, στα σπλάχνα μου.
Τι δύναμη έχουν αυτά τα διαολεμένα αισθήματα! Πώς ορθώνονται μπροστά
απ' την αλήθεια και την σκεπάζουν. Από τι είναι κατασκευασμένη η ελπίδα
και δεν εγκαταλείπει την μάχη ενώ είναι χαμένη; Και τα λόγια, τι δύναμη
έχουν τα λόγια; Τα ακούς να σου υπόσχονται και να σε πείθουν, ενώ το
ξέρεις ότι ψεύδονται. Το ξέρεις πως σε ξεγελούν, μα είναι γλυκό το
γέλασμα, αφήνεσαι στην απάτη, στην ψευδαίσθηση, βυθίζεσαι ως το λαιμό
μες στα πελάγη των λέξεων, θυμώνεις με το καμπανάκι που χτυπά στο μυαλό
σου, σώπα του λες, πάψε, άσε με να ζήσω αυτή την παροδική ευτυχία, την
παραχαραγμένη ηδονή.
Αποκοιμήθηκα με εικόνες άγνωστων προσώπων, κάποιου Νίκου που με
κοίταζε και με ρωτούσε, κάποιων θαμώνων σε καπνισμένα ταβερνεία, μιας
γυναικείας σιλουέτας χωρίς πρόσωπο, αυλές γεμάτες φωτογραφίες
σκορπισμένες στα χορτάρια, ένα μαγνητόφωνο που έλεγε τα ίδια και τα
ίδια.
Πέρασε μια βδομάδα και δεν ξέχασα , ανέβηκα στα κάστρα να την ξαναδώ.
Πέρασα πρώτα απ' το σπιτάκι, το φωτάκι σβηστό. Στην ταβέρνα το γκαρσόνι
μόλις με είδε πλησίασε, έβαλε στο τραπέζι ένα ποτηράκι κόκκινο κρασί.
Να συχωρέσεις την κυρά Νίνα, είπε, μας άφησε προχθές. Την βρήκαν ξάπλα
με το τηλεφωνάκι ανοιχτό στ' αυτί της.
Απόμεινα. Την φαντάστηκα τεντωμένη στο κρεβάτι της, δίπλα της πάνω
στο μαξιλάρι κολλητά στο πλαδαρό της μάγουλο, ανάμεσα στα ξεβαμμένα
μαλλιά της, το κινητό να της ψιθυρίζει τα δικά μου πάθη.
Τα λόγια μου αντικαθιστούσαν την αφή, το φίλημά τους πιο θερμό από τα
χείλη, τα χέρια πιο χαϊδευτικά, ζεστά τα δάχτυλα τους. Τα λόγια μου
είχανε πάρει μορφή, σώμα πλάι της, αγκάλιασαν το ξερό κορμί της και της
έκλεισαν τα μάτια.
Κάτι ζεστό κύλισε μέσα μου. Ίσως υπάρχει κάτι ανθρώπινο, αθέλητα
ανθρώπινο, πίσω από τα ψεύτικα λόγια. Ίσως το ψεύτικο να είναι πιο
ζεστό, πιο ζωντανό από την κρύα αλήθεια. Ίσως να είναι το φάσμα ενός
αιτήματος που ενώ είναι αδύνατο να εκπληρωθεί, εκπληρώνεται.
*Η Μαρία Κουγιουμτζή (Θεσσαλονίκη, 1945) είναι
διηγηματογράφος. Το τελευταίο της βιβλίο, «Γιατί κάνει τόσο κρύο στο
δωμάτιό σου;», κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Καστανιώτη
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου