Σάββατο 16 Ιουνίου 2018

Από τη «Θοδώρα» - διήγημα του Όμηρου Πέλλα («Όμηρος Πέλλας – Διηγήματα», εκδόσεις Στιγμή, 1986)

.............................................................














Όμηρος Πέλλας
(1921 - 1962) 







·   Από τη «Θοδώρα» - διήγημα του Όμηρου Πέλλα («Όμηρος Πέλλας – Διηγήματα», εκδόσεις Στιγμή, 1986)




…ΛΙΓΟ ΠΑΡΑΠΑΝΩ από τη «Σικαλίστρα» ήταν τ’ αμπέλι. Μετά τ’ αλώνια φτιάναμε στ’ αμπέλια φραντζάτες – ένα είδος καλύβες με κλαριά, πάνω σε ψηλά παλούκια, στρωμένες με φτέρη που μύριζε ωραία, χλωρή. Ένας-δυο από κάθε σπίτι, συνήθως τα παιδιά, μέναμε κει να φυλάμε τ’ αμπέλια. Τρώγαμε συνήθως το γάλα που βγάναν τα πρόβατα, λιγοστό εκείνη την εποχή, σταφύλια και σύκα. Το μεσημέρι που έσφιγγε η ζέστη και τα πρόβατα δεν βοσκούσαν πια, τα βάναμε στο στάβλο, στον ίσκιο μιας πελώριας ξυλοκερατιάς, και πιάναμε δουλειά στ’ αμπέλι: είχαμε κρεμάσει στη φραντζάτα έναν τενεκέ και τον χτυπούσαμε συνέχεια να φοβηθούν τα πουλιά. Άλλοτε, απελπισμένοι από τη μοναξιά, πιάναμε το τραγούδι – φωνάζαμε όσο μπορούσαμε, δε μας έβλεπε κανείς να ντραπούμε. Θυμάμαι το τραγούδι της Σοφίας. Καμιά διακοσαριά μέτρα από το δικό μας αμπέλι ήταν τ’ αμπέλι του μπαρμπα-Θανάση του κουτσού. Ήταν από το πλαϊνό χωριό, μακρινός συγγενής, το ‘να του πόδι δεν λυγούσε, ήταν πάντα τεντωμένο. Κάποτε το ‘βανε στο άλλο, ξαπλωμένος, και υψωνόταν σαν αντιαεροπορικό. Σίγουροι τότε πως δεν βλέπει, μ’ έναν ξάδερφό μου, πηγαίναμε κλήμα το κλήμα και κλέβαμε ροδάκινα – στο στρατώνι του αμπελιού του ήταν η μοναδική ροδακινιά της περιοχής. Άγρια θα πρέπει να ‘ταν, γιατί τα ροδάκινα ήταν πικρόξινα – τ’ αφήναμε κιόλας να ωριμάσουν. Εκεί, λοιπόν, στον ίσκιο δυο πελώριων πουρναριών καθόταν και τραγούδαγε η Σοφία του μπαρμπα-Θανάση. Ήταν ένα κοριτσόπουλο μάλλον ξανθό, μ’ ένα χνούδι σκορπισμένο στο πρόσωπο, τα μάγουλα ροδοκόκκινα, τα μάτια της θα πρέπει να ‘ταν σταχτογάλανα – πηγαίναμε μαζί σχολείο. Αυτή κι η τραγική Σταυρούλα είχαν την πιο γερή φωνή. Η Σοφία ήταν η πρώτη. Κάτι φορές τραγούδαγε το βράδυ – γιόμιζε η νύχτα ομορφιά, κρατούσαμε την αναπνοή μας. Ανέβαινε η φωνή καθαρή, μ’ ένα πλατύ κυμάτισμα όταν έστρωνε ίσια, άλλοτε ανέβαινε κοντοπηδώντας τη σκάλα, λικνιζόταν ψηλά σ’ ένα θλιμμένο χώρο, γκρεμιζόταν ύστερα παιγνιδίζοντας χίλια διαμάντια κι ακούμπαε ήρεμα στη βάση. Δεν άκουσα ποτέ πια τόσο ωραίο δημοτικό τραγούδι. Το τραγούδι της είχε από γεννησιμιού σοφία – ήταν πολύ σίγουρη, πολύ δικός της ο χώρος. Γινόταν η φωνή της φίδι, κατσίκι, καταρράκτες, κορδέλα χρυσή στον γαλάζιο ουρανό, κι άλλοτε ποτάμι πλατύ που κυλάει ήσυχο στον απέραντο κάμπο.

   Την ξανάδα ύστερ’ από χρόνια. Είχα πάει στο πανηγύρι του χωριού όπου ήταν παντρεμένη, μια ερημιά δεκαπέντε σπίτια όλα κι όλα, βρωμούσε το σπίτι της προβατίλα και κοπριά. Είχε έναν κόσμο παιδιά, αγνώριστη – κρέμονταν τα κρέατά της, στήθια και κοιλιές, παραμορφωμένο το κορμί της από τις γέννες, τη ζαλίκα και την τυράγνια. Της είπανε να πει το τραγούδι όταν πιάστηκα μπροστά. Το άρχισε μονάχη, έτσι μ’ επισημότητα σα να ‘πιανε μια σπουδαία δουλειά. Έτσι γίνεται με τους χωριάτες. Μόνο όταν είναι μικροί ή όταν μεθύσουν μεγάλοι τραγουδάνε χωρίς έγνοια, ξεσκάνε. Τις άλλες φορές τραγουδάνε όπως θερίζουν, όπως σαρώνουν το στάρι στ’ αλώνι, όπως σκάβουν έναν τάφο. Μοιραία, υποταγμένα, σα να εκτελούν ένα χρέος, μιαν εντολή.

   Σπασμένη, βραχνή η φωνή της Σοφίας ήταν αγνώριστη, μόνο πού και πού ζωντάνευε για μια στιγμή η μνήμη της φωνής, άστραφτε κι έπεφτε ξανά πιο θλιβερά. Χόρεψα άκεφα.

   «Αχ», αναστέναξε, όταν τελείωσε. «Γεράσαμε». Δεν είχε κλείσει τα τριάντα πέντε…    

Δεν υπάρχουν σχόλια: