...........................................................
έγραψε ο Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Kaboom, τχ. 4, 2018]
Μάης 1968, Το ρήγμα
Καστοριάδης, Lefort, Morin
Καστοριάδης, Lefort, Morin
έγραψε ο Γιώργος Ν. Οικονόμου
Διδάκτωρ Φιλοσοφίας
[Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Kaboom, τχ. 4, 2018]
Aπό τις πολυάριθμες ερμηνείες που έχουν υπάρξει για τον Μάη του ’68
είναι ενδιαφέρον να εξετάσει κανείς αυτές του Κορνήλιου Καστοριάδη, του
Edgar Morin και του Claude Lefort για τρεις κυρίως λόγους. Πρώτον, και
οι τρεις έζησαν από κοντά τα γεγονότα, συμμετείχαν σε αυτά και έγραψαν
εν θερμώ την ώρα που αυτά συνέβαιναν. Δεύτερον, επανήλθαν και οι τρεις
μετά από είκοσι χρόνια και ξανάγραψαν πιο νηφάλια γι’ αυτά. Η χρονική
απόσταση των είκοσι ετών, όταν πια έχουν ηρεμήσει τα πράγματα, δίνει
στους τρεις στοχαστές τη δυνατότητα να επανεκτιμήσουν τις απόψεις τους ή
να απαντήσουν σε άλλες προτεινόμενες προβληματικές ερμηνείες. Και εδώ
βρίσκεται ο τρίτος λόγος: οι πάμπολλες εχθρικές ερμηνείες των γάλλων
διανοουμένων για τον Μάη του ‘68 ποικίλλουν από το ένα άκρο στο άλλο, με
συνέπεια ο αναγνώστης να βρίσκεται σε πολύ δύσκολή θέση να εκτιμήσει τα
γεγονότα.
Θα πρέπει να θυμηθούμε πως αυτό που σήμερα αποκαλείται μετα-αλήθεια (post-truth) ξεκίνησε πριν από χρόνια στη Γαλλία και μάλιστα για τα γεγονότα του Μάη του ‘68. Τα παραδείγματα παρερμηνειών και απαξίωσης της μεγάλης κοινωνικής εξέγερσης είναι άφθονα και μάλιστα απαντώνται στις κορυφές της πολιτικής και πνευματικής ζωής, προερχόμενα από άτομα ξένα ή εχθρικά στο πνεύμα του Μάη ή από ανθρώπους που απλώς δεν βίωσαν τα πυρακτωμένα γεγονότα. Ήδη από το 1968 ο κοινωνιολόγος Raymond Aron απαξιώνει την εξέγερση χαρακτηρίζοντάς την «ψυχόδραμα», «καρναβάλι», «ξέσπασμα συλλογικής τρέλας» και υποστηρίζει τον Ντε Γκωλ, όπως και ο συνοδοιπόρος του Κώστας Παπαϊωάννου. Στη δεκαετία του 1980 τρεις γνωστοί γάλλοι διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί του κεντροδεξιού χώρου, ο Gilles Lipovetsky, ο Luc Ferry και ο Alain Renaut, ερμηνεύουν τον Μάη ως προάγγελο του ατομικισμού και του αντι-ουμανισμού! Οι ερμηνείες αυτές, που αλλοιώνουν το πνεύμα και το νόημα του Μάη του ‘68, ανασκευάζονται από τον Καστοριάδη στο δεύτερο κείμενό του. Ήταν αναμενόμενο η εχθρότητα στην εξέγερση να κυριεύσει και τις κορυφές της εξουσίας. Έτσι, το 2007 ο τότε υποψήφιος πρόεδρος της Δεξιάς στη Γαλλία, Νικολά Σαρκοζί, διακήρυξε πως έπρεπε να τελειώσει μια και καλή η κληρονομιά του Μάη του ‘68, διότι πολλά κακά της γαλλικής κοινωνίας προέρχονταν δήθεν από αυτόν: η κρίση στο σχολείο, ο κυνισμός του καπιταλισμού και της πολιτικής, ο σχετικισμός των αξιών κ.ά.
Αντιθέτως, οι τρεις στοχαστές που θα εξετάσουμε είναι ευνοϊκώς διακείμενοι στην εξέγερση, αν και σε διαφορετικό βαθμό, διατηρώντας παράλληλα μια κριτική διάθεση.
Θα πρέπει να θυμηθούμε πως αυτό που σήμερα αποκαλείται μετα-αλήθεια (post-truth) ξεκίνησε πριν από χρόνια στη Γαλλία και μάλιστα για τα γεγονότα του Μάη του ‘68. Τα παραδείγματα παρερμηνειών και απαξίωσης της μεγάλης κοινωνικής εξέγερσης είναι άφθονα και μάλιστα απαντώνται στις κορυφές της πολιτικής και πνευματικής ζωής, προερχόμενα από άτομα ξένα ή εχθρικά στο πνεύμα του Μάη ή από ανθρώπους που απλώς δεν βίωσαν τα πυρακτωμένα γεγονότα. Ήδη από το 1968 ο κοινωνιολόγος Raymond Aron απαξιώνει την εξέγερση χαρακτηρίζοντάς την «ψυχόδραμα», «καρναβάλι», «ξέσπασμα συλλογικής τρέλας» και υποστηρίζει τον Ντε Γκωλ, όπως και ο συνοδοιπόρος του Κώστας Παπαϊωάννου. Στη δεκαετία του 1980 τρεις γνωστοί γάλλοι διανοούμενοι, πανεπιστημιακοί του κεντροδεξιού χώρου, ο Gilles Lipovetsky, ο Luc Ferry και ο Alain Renaut, ερμηνεύουν τον Μάη ως προάγγελο του ατομικισμού και του αντι-ουμανισμού! Οι ερμηνείες αυτές, που αλλοιώνουν το πνεύμα και το νόημα του Μάη του ‘68, ανασκευάζονται από τον Καστοριάδη στο δεύτερο κείμενό του. Ήταν αναμενόμενο η εχθρότητα στην εξέγερση να κυριεύσει και τις κορυφές της εξουσίας. Έτσι, το 2007 ο τότε υποψήφιος πρόεδρος της Δεξιάς στη Γαλλία, Νικολά Σαρκοζί, διακήρυξε πως έπρεπε να τελειώσει μια και καλή η κληρονομιά του Μάη του ‘68, διότι πολλά κακά της γαλλικής κοινωνίας προέρχονταν δήθεν από αυτόν: η κρίση στο σχολείο, ο κυνισμός του καπιταλισμού και της πολιτικής, ο σχετικισμός των αξιών κ.ά.
Αντιθέτως, οι τρεις στοχαστές που θα εξετάσουμε είναι ευνοϊκώς διακείμενοι στην εξέγερση, αν και σε διαφορετικό βαθμό, διατηρώντας παράλληλα μια κριτική διάθεση.
1.
Ο Καστοριάδης στο κείμενό του, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η προδρομική επανάσταση», αναλύει τα γεγονότα εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα και συλλαμβάνοντας το βασικό στοιχείο τους. «Ό,τι και αν επακολουθήσει, ο Μάης εγκαινίασε μια νέα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας» (σ. 92). Συνεπώς το σημαντικό είναι να δούμε γιατί ο Μάης του ‘68 εγκαινίασε μια νέα περίοδο. Η εξέγερση είχε ως άξονα την αμφισβήτηση της δυτικής κοινωνίας, σε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της: καταναλωτισμός, θέαμα, διαφήμιση, ιεραρχία, γραφειοκρατία, εκπαίδευση, σχέσεις, κράτος, κόμματα, ιδεολογίες. Τα κύρια στοιχεία που δέσποσαν ήταν ο αυθορμητισμός, ο αυτοκαθορισμός, η ελευθεριακή διάθεση και η αυτονομία, η έκρηξη της φαντασίας και της δημιουργίας, χωρίς κομματική καθοδήγηση, χωρίς προκαθορισμένη ατζέντα και πρόγραμμα εκ των προτέρων. Οι κινητοποιήσεις παρέμειναν μέχρι το τέλος ακηδεμόνευτες και ανεξάρτητες από τις επιβουλές και τις επιδιώξεις των αριστερίστικων οργανώσεων, οι οποίες άλλωστε δεν αριθμούσαν παρά λίγες εκατοντάδες οπαδούς, ενώ από την άλλη τα επίσημα κομματικά όργανα του ΚΚΓ, όχι μόνο ήταν απόντα, αλλά και αντίθετα στο πνεύμα, τις μορφές και τους στόχους της εξέγερσης.
Ο Καστοριάδης πιστεύει πως το κίνημα ανακάλυψε ως βασικό σχίσμα της κοινωνίας τη διαίρεση ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε αυτούς που εκτελούν, πράγμα που φάνηκε και στις επιθυμίες για αυτοκαθορισμό, αυτοοργάνωση, αυτοκυβέρνηση και αυτοδιαχείριση. Η διαίρεση αυτή επαναφέρει την πολιτική στο προσκήνιο, όπως απέδειξε η μεγάλη έκρηξη άμεσης συμμετοχής των ανθρώπων σε συνελεύσεις, διαδηλώσεις, επιτροπές δράσης, σε οδοφράγματα, πρωτοβουλίες, σε διαλόγους και συζητήσεις παντού, εναντίον κάθε γραφειοκρατίας στο κράτος, στο πανεπιστήμιο, στην επιχείρηση, στα κόμματα.
Από την άλλη μεριά, ο Καστοριάδης διαπιστώνει αδυναμίες και ελλείψεις στην εξέγερση, τις οποίες εξηγεί με την ανυπαρξία ενός ισχυρού επαναστατικού κινήματος που θα προπαγάνδιζε τη συγκρότηση αυτόνομων απεργιακών επιτροπών στην αρχή και κατόπιν εργατικών συμβουλίων, έτσι ώστε αυτά να αρχίσουν να διευθύνουν την παραγωγή. Η αδυναμία φάνηκε κυρίως στην απροθυμία των εργατών να υπερβούν τις οικονομικές διεκδικήσεις και να συμπλεύσουν με τις προθέσεις των φοιτητών για ευρύτερη πολιτική και κοινωνική αμφισβήτηση, απροθυμία που εν πολλοίς οφειλόταν στην αγκίστρωσή τους στα συνδικάτα της CGT και στο ΚΚΓ, τα οποία έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην όλη κινητοποίηση, συκοφαντώντας τους φοιτητές και προσπαθώντας να τους απομονώσουν. Εμπόδισαν την πολιτικοποίηση των αγώνων και βοήθησαν στην προφύλαξη του συστήματος. Έσβησε έτσι ένας μεγάλος μύθος για την πρωτοπορία και την επαναστατικότητα των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Όσον αφορά τις μικρές εξωκοινοβουλευτικές αριστερίστικες οργανώσεις των τροτσκιστών και των μαοϊκών, αυτές είχαν πολύ μικρή εμβέλεια και πλήρη ιδεολογική εξάρτηση από τα παλαιά αποτυχημένα μαρξιστικά και εργατίστικα πρότυπα και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι το πρωτότυπο και δημιουργικό. Η προσφορά τους ήταν κυρίως αφίσες του Μαρξ, του Λένιν, του Μάο, του Τσε Γκεβάρα, διαδηλώσεις με το σύνθημα «Η εξουσία στους εργάτες» και ο πολλάκις αδόμενος ύμνος της «Διεθνούς». Φυσικά οι εργάτες όχι μόνο δεν κινητοποιήθηκαν μαζί με τους φοιτητές, αλλά ούτε θέλησαν να αποκτήσουν την εξουσία, ούτε προσπάθησαν να καταλάβουν τους φοιτητές και να συζητήσουν μαζί τους γι’ αυτό το ζήτημα. Τον Μάη του ‘68 κατέρρευσε ο μύθος της επαναστατικής εργατικής τάξης, μύθος που δημιουργήθηκε από τον Μαρξ τον 19ο αιώνα. «Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν υπήρξε η επαναστατική πρωτοπορία της κοινωνίας, αλλά η βραδυκίνητη οπισθοφυλακή της».
Ο Καστοριάδης βλέπει αυτές τις ελλείψεις, καθώς και την ανάγκη ενός «επαναστατικού κινήματος», και προτείνει προς τούτο συγκεκριμένες αρχές, οργανωτικές δομές, εσωτερική λειτουργία και μορφές δράσης για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κινήματος, με βάση την αυτοοργάνωση, τον αυτοκαθορισμό και την άμεση δημοκρατία, την κατάργηση της διαίρεσης διευθυνόντων–εκτελεστών, την ανά πάσα στιγμή ανακλητότητα των οργάνων. Φυσικά, ένα τέτοιο κίνημα δεν συγκροτήθηκε στην πορεία των γεγονότων, αλλά το περίγραμμα και οι ιδέες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση σε μελλοντικές καταστάσεις.
Ο Καστοριάδης, στο κείμενο που έγραψε το 1968, χρησιμοποιεί ακόμη τους όρους «σοσιαλισμός», «σοσιαλιστική επανάσταση», «σοσιαλιστική οικοδόμηση της κοινωνίας» και «κατάργηση των κυρίαρχων και εκμεταλλευτριών τάξεων, της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής», όρους που ήταν σε γενική χρήση από πάρα πολλούς συμμετέχοντες στην εξέγερση και που είχαν κατά βάση μαρξική και αριστερή καταγωγή. Να σημειωθεί πως και το πιο προχωρημένο τμήμα των κινητοποιήσεων, το «Κίνημα της 22ας Μαρτίου», και ο Κον-Μπεντίτ, αλλά και άλλοι πρωτεργάτες, βασικοί καταλύτες και συντελεστές της εξέγερσης, μιλούσαν για σοσιαλισμό. Σοσιαλισμός όμως για τον Καστοριάδη, τον Κον-Μπεντίτ και τους ομοίους τους δεν σήμαινε τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ υπό την κηδεμονία της Ρωσίας, ούτε το κινέζικο καθεστώς του Μάο, αλλά την αυτοδιεύθυνση μέσω συνελεύσεων και συμβουλίων, την αυτονομία και την αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.
Από την άλλη, ο Καστοριάδης, χωρίς βεβαίως να έχει καμία ψευδαίσθηση σχετικά με το συνδικάτο ως συνδικάτο, προτείνει να παρακινηθούν οι εργάτες να προσχωρήσουν στη συνδικαλιστική CFDT, επειδή αυτή είναι λιγότερο γραφειοκρατικοποιημένη και πιο δεκτική στις ιδέες του κινήματος, αφού λόγου χάρη υποστηρίζει την αυτοδιαχείριση, στην οποία αντιτίθεται η CGT και το ΚΚΓ.
Όταν ο Καστοριάδης επανέρχεται στον Μάη του ‘68, μετά από δεκαοκτώ έτη, οι τόνοι έχουν πέσει και δεν χρησιμοποιεί πλέον τον όρο «επανάσταση», αλλά απλώς τους όρους «κίνημα» και «κινήματα της δεκαετίας του εξήντα». Κυρίως ενδιαφέρεται να ανασκευάσει τις αστήρικτες ερμηνείες των διανοουμένων Lipovetsky, Ferry, Renaut, οι οποίοι είδαν τον Μάη αφ’ ενός ως προετοιμασία του σύγχρονου ατομικισμού και αφ’ ετέρου δήθεν επηρεασμένο από στοχαστές άσχετους με το πνεύμα της εξέγερσης! Οι διανοούμενοι αυτοί (Foucault, Althusser, Lacan, Derrida) όχι μόνο δεν συνεισέφεραν με το έργο τους στην εξέγερση, αλλά ήταν αδιάφοροι έως επιφυλακτικοί (σ. 190).
Ο Καστοριάδης αναφέρει ότι ο Μάης και τα άλλα κινήματα έδειξαν την εμμονή και τη δύναμη του στόχου της αυτονομίας, που εκφράσθηκε τόσο με την άρνηση του καπιταλιστικού-γραφειοκρατικού κόσμου, όσο και με τις καινούργιες ιδέες και πρακτικές της συλλογικότητας και του κοινοτιστικού πνεύματος που επινόησαν ή διέδωσαν αυτά τα κινήματα. Όμως δεν επιμένει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «πρόταγμα αυτονομίας», χωρίς βεβαίως να υπάρχει κάποια ρητή επιφύλαξη εκ μέρους του στο κείμενο. Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι δεν επανέρχεται στον χαρακτηρισμό «επανάσταση» που είχε χρησιμοποιήσει στο πρώτο κείμενο. Ο Μάης του ‘68 πάντως εντάσσεται στο πρόταγμα της αυτονομίας, αποτέλεσε μια μορφή του προτάγματος.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Καστοριάδη γενικώς σε τέτοιες στιγμές είναι να κινητοποιηθεί η κοινωνία και να αναδειχθούν ρητώς οι δημοκρατικές αξίες, όχι μόνο θεωρητικώς αλλά και πρακτικώς. Τα σημαντικά προβλήματα που εγείρονται είναι το πώς θα μπορούσαν οι κινητοποιήσεις να υπερβούν το στάδιο της απλής έκρηξης χωρίς να χάσουν την αυτόνομη δημιουργικότητά τους, και τα περιεχόμενά τους να βρουν τις νέες –πολιτικές κυρίως– μορφές που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν σε πλήρη κοινωνική πολιτική λειτουργία. Το πώς να θεσμίσουν «διαρκείς συλλογικές οργανώσεις», οι οποίες δεν θα σφετερίζονται τη δημιουργικότητα των κινητοποιήσεων και δεν θα καταλήγουν σε γραφειοκρατίες και παγιωμένα νεκρά σχήματα, πώς να θεσμίσουν συνελεύσεις με ανακλητά συμβούλια, που θα ασκούν εξουσία, εκ παραλλήλου και συμπληρωματικά με τις υπάρχουσες μορφές εξουσίας. Αυτό όντως είναι ένα από τα πολύ σημαντικά πολιτικά ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν την πολιτική σκέψη και τους πολιτικούς δρώντες.
Ο Καστοριάδης επιμένει στην αποτυχία των κινημάτων να συνεχίσουν το δημιουργικό έργο τους, να παρατείνουν με θετικό τρόπο την κριτική στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και να εγκολπωθούν τον στόχο της αυτονομίας, ατομικής και κοινωνικής – με την έννοια της συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Όμως δεν αναφέρει άλλες θεσμικές αλλαγές που θα ήταν αναγκαίες και χρήσιμες στην εδραίωση των δημοκρατικών αξιών και θεσμών. Αυτό φαίνεται περίεργο αν σκεφθεί κανείς πως η πολιτική ορίζεται από τον ίδιο, ήδη από το 1973, ως η συλλογική αμφισβήτηση θεσμών και η δημιουργία άλλων. Το κεντρικό ζήτημα κάθε πολιτικής δραστηριότητας, άρα και του Μάη του ‘68, είναι η θέσμιση. Ένα λοιπόν βασικό ερώτημα είναι: ποιες άλλες θεσμικές αλλαγές, που δεν εντάσσονται στον βολονταρισμό και την ουτοπία, θα ήταν δυνατές και επιτεύξιμες την εποχή εκείνη; Είναι και αυτό ένα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί για μελλοντικές χρήσεις.
Ο Καστοριάδης στο κείμενό του, που έχει τον χαρακτηριστικό τίτλο «Η προδρομική επανάσταση», αναλύει τα γεγονότα εξάγοντας χρήσιμα συμπεράσματα και συλλαμβάνοντας το βασικό στοιχείο τους. «Ό,τι και αν επακολουθήσει, ο Μάης εγκαινίασε μια νέα περίοδο της παγκόσμιας ιστορίας» (σ. 92). Συνεπώς το σημαντικό είναι να δούμε γιατί ο Μάης του ‘68 εγκαινίασε μια νέα περίοδο. Η εξέγερση είχε ως άξονα την αμφισβήτηση της δυτικής κοινωνίας, σε όλα τα βασικά χαρακτηριστικά της: καταναλωτισμός, θέαμα, διαφήμιση, ιεραρχία, γραφειοκρατία, εκπαίδευση, σχέσεις, κράτος, κόμματα, ιδεολογίες. Τα κύρια στοιχεία που δέσποσαν ήταν ο αυθορμητισμός, ο αυτοκαθορισμός, η ελευθεριακή διάθεση και η αυτονομία, η έκρηξη της φαντασίας και της δημιουργίας, χωρίς κομματική καθοδήγηση, χωρίς προκαθορισμένη ατζέντα και πρόγραμμα εκ των προτέρων. Οι κινητοποιήσεις παρέμειναν μέχρι το τέλος ακηδεμόνευτες και ανεξάρτητες από τις επιβουλές και τις επιδιώξεις των αριστερίστικων οργανώσεων, οι οποίες άλλωστε δεν αριθμούσαν παρά λίγες εκατοντάδες οπαδούς, ενώ από την άλλη τα επίσημα κομματικά όργανα του ΚΚΓ, όχι μόνο ήταν απόντα, αλλά και αντίθετα στο πνεύμα, τις μορφές και τους στόχους της εξέγερσης.
Ο Καστοριάδης πιστεύει πως το κίνημα ανακάλυψε ως βασικό σχίσμα της κοινωνίας τη διαίρεση ανάμεσα σε διευθύνοντες και εκτελεστές, σε αυτούς που λαμβάνουν τις αποφάσεις και σε αυτούς που εκτελούν, πράγμα που φάνηκε και στις επιθυμίες για αυτοκαθορισμό, αυτοοργάνωση, αυτοκυβέρνηση και αυτοδιαχείριση. Η διαίρεση αυτή επαναφέρει την πολιτική στο προσκήνιο, όπως απέδειξε η μεγάλη έκρηξη άμεσης συμμετοχής των ανθρώπων σε συνελεύσεις, διαδηλώσεις, επιτροπές δράσης, σε οδοφράγματα, πρωτοβουλίες, σε διαλόγους και συζητήσεις παντού, εναντίον κάθε γραφειοκρατίας στο κράτος, στο πανεπιστήμιο, στην επιχείρηση, στα κόμματα.
Από την άλλη μεριά, ο Καστοριάδης διαπιστώνει αδυναμίες και ελλείψεις στην εξέγερση, τις οποίες εξηγεί με την ανυπαρξία ενός ισχυρού επαναστατικού κινήματος που θα προπαγάνδιζε τη συγκρότηση αυτόνομων απεργιακών επιτροπών στην αρχή και κατόπιν εργατικών συμβουλίων, έτσι ώστε αυτά να αρχίσουν να διευθύνουν την παραγωγή. Η αδυναμία φάνηκε κυρίως στην απροθυμία των εργατών να υπερβούν τις οικονομικές διεκδικήσεις και να συμπλεύσουν με τις προθέσεις των φοιτητών για ευρύτερη πολιτική και κοινωνική αμφισβήτηση, απροθυμία που εν πολλοίς οφειλόταν στην αγκίστρωσή τους στα συνδικάτα της CGT και στο ΚΚΓ, τα οποία έπαιξαν αρνητικό ρόλο στην όλη κινητοποίηση, συκοφαντώντας τους φοιτητές και προσπαθώντας να τους απομονώσουν. Εμπόδισαν την πολιτικοποίηση των αγώνων και βοήθησαν στην προφύλαξη του συστήματος. Έσβησε έτσι ένας μεγάλος μύθος για την πρωτοπορία και την επαναστατικότητα των Κομμουνιστικών Κομμάτων.
Όσον αφορά τις μικρές εξωκοινοβουλευτικές αριστερίστικες οργανώσεις των τροτσκιστών και των μαοϊκών, αυτές είχαν πολύ μικρή εμβέλεια και πλήρη ιδεολογική εξάρτηση από τα παλαιά αποτυχημένα μαρξιστικά και εργατίστικα πρότυπα και δεν μπόρεσαν να προσφέρουν κάτι το πρωτότυπο και δημιουργικό. Η προσφορά τους ήταν κυρίως αφίσες του Μαρξ, του Λένιν, του Μάο, του Τσε Γκεβάρα, διαδηλώσεις με το σύνθημα «Η εξουσία στους εργάτες» και ο πολλάκις αδόμενος ύμνος της «Διεθνούς». Φυσικά οι εργάτες όχι μόνο δεν κινητοποιήθηκαν μαζί με τους φοιτητές, αλλά ούτε θέλησαν να αποκτήσουν την εξουσία, ούτε προσπάθησαν να καταλάβουν τους φοιτητές και να συζητήσουν μαζί τους γι’ αυτό το ζήτημα. Τον Μάη του ‘68 κατέρρευσε ο μύθος της επαναστατικής εργατικής τάξης, μύθος που δημιουργήθηκε από τον Μαρξ τον 19ο αιώνα. «Η εργατική τάξη όχι μόνο δεν υπήρξε η επαναστατική πρωτοπορία της κοινωνίας, αλλά η βραδυκίνητη οπισθοφυλακή της».
Ο Καστοριάδης βλέπει αυτές τις ελλείψεις, καθώς και την ανάγκη ενός «επαναστατικού κινήματος», και προτείνει προς τούτο συγκεκριμένες αρχές, οργανωτικές δομές, εσωτερική λειτουργία και μορφές δράσης για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κινήματος, με βάση την αυτοοργάνωση, τον αυτοκαθορισμό και την άμεση δημοκρατία, την κατάργηση της διαίρεσης διευθυνόντων–εκτελεστών, την ανά πάσα στιγμή ανακλητότητα των οργάνων. Φυσικά, ένα τέτοιο κίνημα δεν συγκροτήθηκε στην πορεία των γεγονότων, αλλά το περίγραμμα και οι ιδέες του μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως βάση σε μελλοντικές καταστάσεις.
Ο Καστοριάδης, στο κείμενο που έγραψε το 1968, χρησιμοποιεί ακόμη τους όρους «σοσιαλισμός», «σοσιαλιστική επανάσταση», «σοσιαλιστική οικοδόμηση της κοινωνίας» και «κατάργηση των κυρίαρχων και εκμεταλλευτριών τάξεων, της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής», όρους που ήταν σε γενική χρήση από πάρα πολλούς συμμετέχοντες στην εξέγερση και που είχαν κατά βάση μαρξική και αριστερή καταγωγή. Να σημειωθεί πως και το πιο προχωρημένο τμήμα των κινητοποιήσεων, το «Κίνημα της 22ας Μαρτίου», και ο Κον-Μπεντίτ, αλλά και άλλοι πρωτεργάτες, βασικοί καταλύτες και συντελεστές της εξέγερσης, μιλούσαν για σοσιαλισμό. Σοσιαλισμός όμως για τον Καστοριάδη, τον Κον-Μπεντίτ και τους ομοίους τους δεν σήμαινε τα καθεστώτα του ανατολικού μπλοκ υπό την κηδεμονία της Ρωσίας, ούτε το κινέζικο καθεστώς του Μάο, αλλά την αυτοδιεύθυνση μέσω συνελεύσεων και συμβουλίων, την αυτονομία και την αυτοδιαχείριση των εργαζομένων.
Από την άλλη, ο Καστοριάδης, χωρίς βεβαίως να έχει καμία ψευδαίσθηση σχετικά με το συνδικάτο ως συνδικάτο, προτείνει να παρακινηθούν οι εργάτες να προσχωρήσουν στη συνδικαλιστική CFDT, επειδή αυτή είναι λιγότερο γραφειοκρατικοποιημένη και πιο δεκτική στις ιδέες του κινήματος, αφού λόγου χάρη υποστηρίζει την αυτοδιαχείριση, στην οποία αντιτίθεται η CGT και το ΚΚΓ.
Όταν ο Καστοριάδης επανέρχεται στον Μάη του ‘68, μετά από δεκαοκτώ έτη, οι τόνοι έχουν πέσει και δεν χρησιμοποιεί πλέον τον όρο «επανάσταση», αλλά απλώς τους όρους «κίνημα» και «κινήματα της δεκαετίας του εξήντα». Κυρίως ενδιαφέρεται να ανασκευάσει τις αστήρικτες ερμηνείες των διανοουμένων Lipovetsky, Ferry, Renaut, οι οποίοι είδαν τον Μάη αφ’ ενός ως προετοιμασία του σύγχρονου ατομικισμού και αφ’ ετέρου δήθεν επηρεασμένο από στοχαστές άσχετους με το πνεύμα της εξέγερσης! Οι διανοούμενοι αυτοί (Foucault, Althusser, Lacan, Derrida) όχι μόνο δεν συνεισέφεραν με το έργο τους στην εξέγερση, αλλά ήταν αδιάφοροι έως επιφυλακτικοί (σ. 190).
Ο Καστοριάδης αναφέρει ότι ο Μάης και τα άλλα κινήματα έδειξαν την εμμονή και τη δύναμη του στόχου της αυτονομίας, που εκφράσθηκε τόσο με την άρνηση του καπιταλιστικού-γραφειοκρατικού κόσμου, όσο και με τις καινούργιες ιδέες και πρακτικές της συλλογικότητας και του κοινοτιστικού πνεύματος που επινόησαν ή διέδωσαν αυτά τα κινήματα. Όμως δεν επιμένει σε αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «πρόταγμα αυτονομίας», χωρίς βεβαίως να υπάρχει κάποια ρητή επιφύλαξη εκ μέρους του στο κείμενο. Αυτό ίσως εξηγείται από το γεγονός ότι δεν επανέρχεται στον χαρακτηρισμό «επανάσταση» που είχε χρησιμοποιήσει στο πρώτο κείμενο. Ο Μάης του ‘68 πάντως εντάσσεται στο πρόταγμα της αυτονομίας, αποτέλεσε μια μορφή του προτάγματος.
Αυτό που ενδιαφέρει τον Καστοριάδη γενικώς σε τέτοιες στιγμές είναι να κινητοποιηθεί η κοινωνία και να αναδειχθούν ρητώς οι δημοκρατικές αξίες, όχι μόνο θεωρητικώς αλλά και πρακτικώς. Τα σημαντικά προβλήματα που εγείρονται είναι το πώς θα μπορούσαν οι κινητοποιήσεις να υπερβούν το στάδιο της απλής έκρηξης χωρίς να χάσουν την αυτόνομη δημιουργικότητά τους, και τα περιεχόμενά τους να βρουν τις νέες –πολιτικές κυρίως– μορφές που θα τους επέτρεπαν να φτάσουν σε πλήρη κοινωνική πολιτική λειτουργία. Το πώς να θεσμίσουν «διαρκείς συλλογικές οργανώσεις», οι οποίες δεν θα σφετερίζονται τη δημιουργικότητα των κινητοποιήσεων και δεν θα καταλήγουν σε γραφειοκρατίες και παγιωμένα νεκρά σχήματα, πώς να θεσμίσουν συνελεύσεις με ανακλητά συμβούλια, που θα ασκούν εξουσία, εκ παραλλήλου και συμπληρωματικά με τις υπάρχουσες μορφές εξουσίας. Αυτό όντως είναι ένα από τα πολύ σημαντικά πολιτικά ζητήματα που πρέπει να απασχολήσουν την πολιτική σκέψη και τους πολιτικούς δρώντες.
Ο Καστοριάδης επιμένει στην αποτυχία των κινημάτων να συνεχίσουν το δημιουργικό έργο τους, να παρατείνουν με θετικό τρόπο την κριτική στην υπάρχουσα τάξη πραγμάτων και να εγκολπωθούν τον στόχο της αυτονομίας, ατομικής και κοινωνικής – με την έννοια της συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Όμως δεν αναφέρει άλλες θεσμικές αλλαγές που θα ήταν αναγκαίες και χρήσιμες στην εδραίωση των δημοκρατικών αξιών και θεσμών. Αυτό φαίνεται περίεργο αν σκεφθεί κανείς πως η πολιτική ορίζεται από τον ίδιο, ήδη από το 1973, ως η συλλογική αμφισβήτηση θεσμών και η δημιουργία άλλων. Το κεντρικό ζήτημα κάθε πολιτικής δραστηριότητας, άρα και του Μάη του ‘68, είναι η θέσμιση. Ένα λοιπόν βασικό ερώτημα είναι: ποιες άλλες θεσμικές αλλαγές, που δεν εντάσσονται στον βολονταρισμό και την ουτοπία, θα ήταν δυνατές και επιτεύξιμες την εποχή εκείνη; Είναι και αυτό ένα σημαντικό ζήτημα που πρέπει να εξετασθεί για μελλοντικές χρήσεις.
2.
Ο Ε. Morin επίσης αναρωτιέται από την πλευρά του εάν ο Μάης αποτελεί επανάσταση προλεταριακή ή νεανική. Δηλώνει πάντως ότι: «Η επανάσταση έχει άνισο αντίκτυπο στην ιντελλιγκέντσια και στην εργατική τάξη. Στην ελευθεριακή και εξισωτική απαίτησή της καταδικάζει κάθε εξουσία που δεν έχει εκλεγεί και δεν είναι ανακλητή, έχει βαθειά ανάγκη να υπερβεί τη διαίρεση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, να δημιουργήσει μια κοινή εκμετάλλευση του πλούτου της ζωής. Για πρώτη φορά μέσα σε μια αναπτυγμένη δυτική κοινωνία, αναδύθηκε ο γνήσιος κομμουνισμός, απεγκλωβισμένος από κάθε σταλινισμό, μαρξισμό-λενινισμό και μπολσεβικισμό, έγινε μια συγκεκριμένη ουτοπία, βιωμένη από χιλιάδες σπουδαστές, εργάτες, μαθητές και άλλους, στις πιο αγωνιστικές εστίες της επανάστασης χωρίς πρόσωπο» (σ. 80).
«Επανάσταση χωρίς πρόσωπο», σημαίνει για τον Morin επανάσταση με χίλια πρόσωπα: με εκρήξεις φιλελεύθερες και ελευθεριακές, ποικίλες εξεγέρσεις περιφερειακές, επαρχιακές, αγροτών, εργατών, φοιτητών, μαθητών, διανοουμένων, υπαλλήλων, κατά των εξουσιών και της Εξουσίας, προσπάθειες αυτονόμησης, αποκεντροποίησης, αυτοδιαχείρισης, μεγάλη ορμή για μια καλύτερη ατομική ζωή, για αλλαγή των σχέσεων δύναμης μέσα στην επιχείρηση και στην κοινωνία. Μιλάει για επιθυμία ελευθερίας-ισότητας-αδελφοσύνης, ως επανάληψη, σε σύγχρονα συμφραζόμενα, του τρίπτυχου liberté-égalité-fraternité του 1789. Επισημαίνει την αντιαυταρχική, αντιιεραρχική πτυχή του κινήματος, τη γενικευμένη αμφισβήτηση της εξουσίας, την άμεση δημοκρατία, τις διαρκείς συνελεύσεις, τις ανακλητές επιτροπές, τις επιτροπές δράσης που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε επιτροπές συνδιαχείρισης ή αυτοδιαχείρισης, τα συμβούλια («Η επανάσταση είναι αυτός ο σοσιαλισμός των συμβουλίων»).
Ο Morin εκθειάζει το «κίνημα της 22ας Μαρτίου» και τον Κον-Μπεντίτ διότι κήρυξαν τον πόλεμο όχι μόνο στο γκωλικό καθεστώς, αλλά επίσης στο αστικό κράτος και στο καπιταλιστικό σύστημα, στα κόμματα της «Αριστεράς» και στους σταλινικούς μηχανισμούς (CGT και ΚΚΓ) και διότι υπήρξαν οι καταλύτες και οι βασικοί συντελεστές του κινήματος.
Στο δεύτερο κείμενό του, είκοσι έτη μετά, ο Morin αναιρεί τον δοξαστικό τόνο για την επανάσταση, παραμένοντας όμως υπέρ μιας μεγάλης αλλαγής γενικώς και αορίστως στις ανθρώπινες σχέσεις, στα έθνη, στις κοινωνίες, στις ομάδες κ.λπ. Εμμέσως πλην σαφώς απαντά στους τρεις διανοουμένους Lipovetsky, Ferry και Renaut, διαβεβαιώνοντας ότι ο ατομικισμός δεν ήταν δημιούργημα του Μάη, αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν, μέσα στην αστική κοινωνία με τη βιομηχανοποιημένη μαζική κουλτούρα, τα mass media, τη μόδα, τη διαφήμιση – πράγμα που επισήμανε και ανέλυσε ο ίδιος ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αντιθέτως, ο μετέπειτα ατομικισμός ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας της εξέγερσης και όχι του κοινοτικού και ελευθεριακού της πνεύματος, τα οποία μαζί με την επινοητικότητα και το σφρίγος ήταν η ουσία του Μάη για τον Morin.
Ο Ε. Morin επίσης αναρωτιέται από την πλευρά του εάν ο Μάης αποτελεί επανάσταση προλεταριακή ή νεανική. Δηλώνει πάντως ότι: «Η επανάσταση έχει άνισο αντίκτυπο στην ιντελλιγκέντσια και στην εργατική τάξη. Στην ελευθεριακή και εξισωτική απαίτησή της καταδικάζει κάθε εξουσία που δεν έχει εκλεγεί και δεν είναι ανακλητή, έχει βαθειά ανάγκη να υπερβεί τη διαίρεση χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας, να δημιουργήσει μια κοινή εκμετάλλευση του πλούτου της ζωής. Για πρώτη φορά μέσα σε μια αναπτυγμένη δυτική κοινωνία, αναδύθηκε ο γνήσιος κομμουνισμός, απεγκλωβισμένος από κάθε σταλινισμό, μαρξισμό-λενινισμό και μπολσεβικισμό, έγινε μια συγκεκριμένη ουτοπία, βιωμένη από χιλιάδες σπουδαστές, εργάτες, μαθητές και άλλους, στις πιο αγωνιστικές εστίες της επανάστασης χωρίς πρόσωπο» (σ. 80).
«Επανάσταση χωρίς πρόσωπο», σημαίνει για τον Morin επανάσταση με χίλια πρόσωπα: με εκρήξεις φιλελεύθερες και ελευθεριακές, ποικίλες εξεγέρσεις περιφερειακές, επαρχιακές, αγροτών, εργατών, φοιτητών, μαθητών, διανοουμένων, υπαλλήλων, κατά των εξουσιών και της Εξουσίας, προσπάθειες αυτονόμησης, αποκεντροποίησης, αυτοδιαχείρισης, μεγάλη ορμή για μια καλύτερη ατομική ζωή, για αλλαγή των σχέσεων δύναμης μέσα στην επιχείρηση και στην κοινωνία. Μιλάει για επιθυμία ελευθερίας-ισότητας-αδελφοσύνης, ως επανάληψη, σε σύγχρονα συμφραζόμενα, του τρίπτυχου liberté-égalité-fraternité του 1789. Επισημαίνει την αντιαυταρχική, αντιιεραρχική πτυχή του κινήματος, τη γενικευμένη αμφισβήτηση της εξουσίας, την άμεση δημοκρατία, τις διαρκείς συνελεύσεις, τις ανακλητές επιτροπές, τις επιτροπές δράσης που θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε επιτροπές συνδιαχείρισης ή αυτοδιαχείρισης, τα συμβούλια («Η επανάσταση είναι αυτός ο σοσιαλισμός των συμβουλίων»).
Ο Morin εκθειάζει το «κίνημα της 22ας Μαρτίου» και τον Κον-Μπεντίτ διότι κήρυξαν τον πόλεμο όχι μόνο στο γκωλικό καθεστώς, αλλά επίσης στο αστικό κράτος και στο καπιταλιστικό σύστημα, στα κόμματα της «Αριστεράς» και στους σταλινικούς μηχανισμούς (CGT και ΚΚΓ) και διότι υπήρξαν οι καταλύτες και οι βασικοί συντελεστές του κινήματος.
Στο δεύτερο κείμενό του, είκοσι έτη μετά, ο Morin αναιρεί τον δοξαστικό τόνο για την επανάσταση, παραμένοντας όμως υπέρ μιας μεγάλης αλλαγής γενικώς και αορίστως στις ανθρώπινες σχέσεις, στα έθνη, στις κοινωνίες, στις ομάδες κ.λπ. Εμμέσως πλην σαφώς απαντά στους τρεις διανοουμένους Lipovetsky, Ferry και Renaut, διαβεβαιώνοντας ότι ο ατομικισμός δεν ήταν δημιούργημα του Μάη, αλλά υπήρχε και πριν από αυτόν, μέσα στην αστική κοινωνία με τη βιομηχανοποιημένη μαζική κουλτούρα, τα mass media, τη μόδα, τη διαφήμιση – πράγμα που επισήμανε και ανέλυσε ο ίδιος ήδη από τη δεκαετία του 1950. Αντιθέτως, ο μετέπειτα ατομικισμός ήταν αποτέλεσμα της αποτυχίας της εξέγερσης και όχι του κοινοτικού και ελευθεριακού της πνεύματος, τα οποία μαζί με την επινοητικότητα και το σφρίγος ήταν η ουσία του Μάη για τον Morin.
3.
Ο C. Lefort στο δικό του κείμενο κάνει λόγο για «επαναστατικό κίνημα» και «επανάσταση», αναφέρει δε κάποια χαρακτηριστικά, όπως την αντίθεση των συμμετεχόντων στους διευθύνοντες, στην ιεραρχία, στο αυστηρό πρόγραμμα όπως αυτά ήταν γνωστά στην κομματική λογική, τη γενική αμφισβήτηση και την ιδέα ότι η άμεση δράση με την πρόκληση θα μπορούσε να προκαλέσει νέες δυναμικές, νέες ρωγμές, κάποιο «ρήγμα» στο κοινωνικό σύστημα. Βλέπει εν τούτοις στο «επαναστατικό κίνημα» έναν ρεαλισμό, διότι αυτό δεν θέλησε να καταλάβει την εξουσία, δεν είχε την ψευδαίσθηση μιας καλής κοινωνίας που θα ήταν απελευθερωμένη από αντιφάσεις, πράγμα που σημαίνει πως «η επανάσταση ωρίμασε».
Στο δεύτερο κείμενό του, είκοσι έτη μετά, ο Lefort δεν υποστηρίζει ότι ο Μάης ήταν επανάσταση, ούτε ότι η κοινωνία προέβη σε εξέγερση ούτε ότι άφησε κάποιο αισθητό σημάδι. Έφερε μόνο μια αταξία, μια αναταραχή, μια «άγρια δημοκρατία», στην οποία γεννήθηκε μια καινούρια γλώσσα και ένας νέος τρόπος δράσης, μια απελευθέρωση και ένας δημόσιος χώρος, ο οποίος είχε ως χαρακτηριστικό τη διάλυση των θεμελιωδών στερεοτύπων του κοινωνικού βίου. Κατά τη γνώμη του, η κοινωνία θέλησε αλλαγή διακυβέρνησης, όχι αλλαγή πολιτεύματος. Το κύριο που βλέπει στην εξέγερση είναι η σύγχυση ή η διάλυση των θεμελιωδών βεβαιοτήτων του κοινωνικού βίου, η άρση των απαγορεύσεων και η ανατροπή των συμβάσεων, η εξέγερση κατά του δογματισμού, του αυταρχισμού και της γραφειοκρατίας. Επισημαίνει το πάθος, τον ενθουσιασμό, τη διάθεση για κουβέντα με τον άγνωστο διπλανό.
Από την άλλη, ο Lefort δηλώνει θιασώτης της αταξίας και όχι της τάξης, κάνοντας έτσι να γεννηθεί στο μυαλό του αναγνώστη το εύλογο ερώτημα τι σημαίνει αταξία από πολιτική άποψη και προοπτική, ερώτημα που δεν τον απασχολεί. Γράφει: «Το κίνημα του Μάη δεν επιτέθηκε στην καθεστηκυία τάξη για να την αντικαταστήσει με μια νέα –η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί παρά με την τρομοκρατία και με μια σιδηρά ιδεολογία– αλλά διεκδικούσε μια αταξία μέσα στην κοινωνία, τη συνέχιση μιας αμφισβήτησης των υπαρχόντων εξουσιών, και ενδιαφερόταν να επιβεβαιώσει και να αναγνωρίσει τη δικιά του νομιμότητα» (σ. 209).
Νομίζω πως ο Lefort έχει το πιο αδύναμο πολιτικά κείμενο από τους τρεις, και αυτό ίσως εξηγείται αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι θεωρεί πως το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατικό, άρα δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση προς την κατεύθυνση της (άμεσης) δημοκρατίας, και ότι οποιαδήποτε αλλαγή προϋποθέτει την τρομοκρατία και τη σιδηρά ιδεολογία!
Ο C. Lefort στο δικό του κείμενο κάνει λόγο για «επαναστατικό κίνημα» και «επανάσταση», αναφέρει δε κάποια χαρακτηριστικά, όπως την αντίθεση των συμμετεχόντων στους διευθύνοντες, στην ιεραρχία, στο αυστηρό πρόγραμμα όπως αυτά ήταν γνωστά στην κομματική λογική, τη γενική αμφισβήτηση και την ιδέα ότι η άμεση δράση με την πρόκληση θα μπορούσε να προκαλέσει νέες δυναμικές, νέες ρωγμές, κάποιο «ρήγμα» στο κοινωνικό σύστημα. Βλέπει εν τούτοις στο «επαναστατικό κίνημα» έναν ρεαλισμό, διότι αυτό δεν θέλησε να καταλάβει την εξουσία, δεν είχε την ψευδαίσθηση μιας καλής κοινωνίας που θα ήταν απελευθερωμένη από αντιφάσεις, πράγμα που σημαίνει πως «η επανάσταση ωρίμασε».
Στο δεύτερο κείμενό του, είκοσι έτη μετά, ο Lefort δεν υποστηρίζει ότι ο Μάης ήταν επανάσταση, ούτε ότι η κοινωνία προέβη σε εξέγερση ούτε ότι άφησε κάποιο αισθητό σημάδι. Έφερε μόνο μια αταξία, μια αναταραχή, μια «άγρια δημοκρατία», στην οποία γεννήθηκε μια καινούρια γλώσσα και ένας νέος τρόπος δράσης, μια απελευθέρωση και ένας δημόσιος χώρος, ο οποίος είχε ως χαρακτηριστικό τη διάλυση των θεμελιωδών στερεοτύπων του κοινωνικού βίου. Κατά τη γνώμη του, η κοινωνία θέλησε αλλαγή διακυβέρνησης, όχι αλλαγή πολιτεύματος. Το κύριο που βλέπει στην εξέγερση είναι η σύγχυση ή η διάλυση των θεμελιωδών βεβαιοτήτων του κοινωνικού βίου, η άρση των απαγορεύσεων και η ανατροπή των συμβάσεων, η εξέγερση κατά του δογματισμού, του αυταρχισμού και της γραφειοκρατίας. Επισημαίνει το πάθος, τον ενθουσιασμό, τη διάθεση για κουβέντα με τον άγνωστο διπλανό.
Από την άλλη, ο Lefort δηλώνει θιασώτης της αταξίας και όχι της τάξης, κάνοντας έτσι να γεννηθεί στο μυαλό του αναγνώστη το εύλογο ερώτημα τι σημαίνει αταξία από πολιτική άποψη και προοπτική, ερώτημα που δεν τον απασχολεί. Γράφει: «Το κίνημα του Μάη δεν επιτέθηκε στην καθεστηκυία τάξη για να την αντικαταστήσει με μια νέα –η οποία δεν μπορεί να επιβληθεί παρά με την τρομοκρατία και με μια σιδηρά ιδεολογία– αλλά διεκδικούσε μια αταξία μέσα στην κοινωνία, τη συνέχιση μιας αμφισβήτησης των υπαρχόντων εξουσιών, και ενδιαφερόταν να επιβεβαιώσει και να αναγνωρίσει τη δικιά του νομιμότητα» (σ. 209).
Νομίζω πως ο Lefort έχει το πιο αδύναμο πολιτικά κείμενο από τους τρεις, και αυτό ίσως εξηγείται αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι θεωρεί πως το αντιπροσωπευτικό πολίτευμα είναι δημοκρατικό, άρα δεν μπορεί να υπάρξει εναλλακτική λύση προς την κατεύθυνση της (άμεσης) δημοκρατίας, και ότι οποιαδήποτε αλλαγή προϋποθέτει την τρομοκρατία και τη σιδηρά ιδεολογία!
4.
Οι τρεις στοχαστές, πέρα από τη συμφωνία στα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης, διαφέρουν κυρίως ως προς την πολιτική αντιμετώπισή της, με πιο πολιτικό, όπως φάνηκε, τον Καστοριάδη. Όπως τονίζουν και οι τρεις, το 1968 η (άμεση) δημοκρατία υπήρξε η κύρια επιδίωξη του κινήματος ως μορφή και ως περιεχόμενο, για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια, ενώ είχε προηγηθεί η ουγγρική εξέγερση του 1956 με την αυτοοργάνωση σε εργατικά συμβούλια, σε διαφορετικές συνθήκες, συνθήκες κομμουνιστικής δικτατορίας. Η άμεση δημοκρατία δεν ήταν μόνο οι συνελεύσεις, η εκλογή επιτροπών δράσης, τα ανακλητά συμβούλια και ο συντονισμός τους, αλλά και η διακηρυγμένη επιθυμία για νέο περιεχόμενο, για αυτοκυβέρνηση, χωρίς ιεραρχίες, γραφειοκρατίες, κόμματα και αντιπροσώπους, με ελευθερία και ισότητα, με αυτοδιαχείριση εφαρμοσμένη παντού, στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Με αυτήν την έννοια ο Μάης του ‘68 κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην ιδέα της αντιπροσώπευσης και στο αντιπροσωπευτικό καθεστώς, καταδεικνύοντας πως το καθεστώς αυτό συνιστά τον πλέον επίφοβο εχθρό της πραγματικής δημοκρατίας. ήταν ο προάγγελος και η μήτρα κάθε μελλοντικής δημοκρατικής πολιτικής δράσης, χωρίς κόμμα-οδηγό, χωρίς προνομιούχα ιδεολογία, χωρίς «ειδικούς», γραφειοκράτες και αντιπροσώπους. Ο Μάης άνοιξε τον ορίζοντα προς έναν νέο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε και να πράττουμε την πολιτική.
Ένα σημαντικό στοιχείο που ανέδειξε ήταν η ανικανότητα και η αδυναμία της Αριστεράς να καταλάβει την κατάσταση και η απροθυμία της να αποτελέσει παράγοντα πολιτικοποίησης και ενδυνάμωσης του κινήματος, έτσι ώστε να φέρει πολιτικά αποτελέσματα και αλλαγή στη διακυβέρνηση και στους πολιτειακούς θεσμούς. Η εξέγερση έδειξε πως κάθε μελλοντική απόπειρα δημοκρατικής αλλαγής θα πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις, αλλά και όλα τα λεγόμενα αριστερά κόμματα, μαρξιστικά, λενινιστικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά, καθώς επίσης και τη μαρξική ιδεολογία. Μετά δε την εξαφάνιση των κομμουνιστικών κομμάτων και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο δρόμος του Μάη του ’68, της αυτοοργάνωσης, των συνελεύσεων και των επιτροπών δράσης, δηλαδή η άμεση δημοκρατία της ελευθερίας και της ισότητας, είναι ο μόνος δρόμος πολιτικής δράσης, όπως έδειξαν και οι κινητοποιήσεις από το 2011 σε χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Αμερικής.
Ο Μάης ήταν ένα ρήγμα, μια αρχή πολύ σημαντική και δυναμική που άνοιξε πολλά πεδία σκέψης και δράσης, στα οποία το ζητούμενο είναι η αμφισβήτηση των καθιερωμένων μορφών εξουσίας υπό το πρίσμα της ελευθερίας και της ισότητας, πράγμα που επισημαίνει ο Καστοριάδης. Άνοιξε ο δρόμος για το οικολογικό κίνημα, τις γυναικείες διεκδικήσεις, το φεμινιστικό κίνημα, το δικαίωμα των γυναικών να έχουν δικό τους τραπεζικό λογαριασμό και καρνέ επιταγών χωρίς την άδεια του συζύγου, τη σεξουαλική απελευθέρωση, το δικαίωμα στην άμβλωση, στην ελεύθερη συμβίωση χωρίς υποχρεωτικό θρησκευτικό γάμο, τον επανακαθορισμό στις σχέσεις των δύο φύλων, στις σχέσεις γονέων και παιδιών, καθηγητών και σπουδαστών, τα δικαιώματα των μεταναστών, των ομοφυλοφίλων (ομοφυλόφιλος τότε σήμαινε αρρώστια και ποινικό αδίκημα). Η κριτική στη διαρκή οικονομική ανάπτυξη, στον καπιταλισμό, τον καταναλωτισμό και το θέαμα οφείλει πολλά στην εξέγερση. Μετά τον Μάη του ’68, επί μεταγκωλικού καθεστώτος, έγιναν αδιανόητες, μέχρι πριν, μεταρρυθμίσεις στο πανεπιστήμιο –όπως η κατάργηση της έδρας και του αυταρχισμού, η φιλελευθεροποίηση, η αλλαγή προγραμμάτων– καθώς και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής: λόγου χάρη η αναγνώριση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στις επιχειρήσεις, οι αυξήσεις μισθών, η ψήφος στα 18. Σημαντικές αλλαγές όμως επήλθαν και στην κοινωνία, στα ήθη, στην ηθική, στις συνήθειες, στις συμπεριφορές, στον τρόπο ζωής και στις αντιλήψεις, αλλαγές μέχρι πρότινος αδύνατες στο πλαίσιο του αυταρχικού, πατερναλιστικού, αρχαϊκού γκωλλικού συστήματος.
Μπορεί να γίνει λόγος για τη Γαλλία πριν και για τη Γαλλία μετά τον Μάη του ‘68, διότι ο Μάης άνοιξε ένα ρήγμα, το οποίο παρά τα φαινόμενα δεν έκλεισε ποτέ. Το ρήγμα αυτό δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά και πολλές χώρες της Ευρώπης, στις οποίες οι κραδασμοί της εξέγερσης έγιναν αισθητοί και τις επηρέασαν προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης και του εκδημοκρατισμού πολλών πτυχών τους. Όπως άλλωστε συνέβη και στη δικτατορική Ελλάδα, στην οποία οι κραδασμοί του Μάη επηρέασαν το φοιτητικό κίνημα στα πανεπιστήμια, τους νέους και εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη κοινωνία.
Οι τρεις στοχαστές, πέρα από τη συμφωνία στα κοινωνικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά της εξέγερσης, διαφέρουν κυρίως ως προς την πολιτική αντιμετώπισή της, με πιο πολιτικό, όπως φάνηκε, τον Καστοριάδη. Όπως τονίζουν και οι τρεις, το 1968 η (άμεση) δημοκρατία υπήρξε η κύρια επιδίωξη του κινήματος ως μορφή και ως περιεχόμενο, για πρώτη φορά στα νεότερα χρόνια, ενώ είχε προηγηθεί η ουγγρική εξέγερση του 1956 με την αυτοοργάνωση σε εργατικά συμβούλια, σε διαφορετικές συνθήκες, συνθήκες κομμουνιστικής δικτατορίας. Η άμεση δημοκρατία δεν ήταν μόνο οι συνελεύσεις, η εκλογή επιτροπών δράσης, τα ανακλητά συμβούλια και ο συντονισμός τους, αλλά και η διακηρυγμένη επιθυμία για νέο περιεχόμενο, για αυτοκυβέρνηση, χωρίς ιεραρχίες, γραφειοκρατίες, κόμματα και αντιπροσώπους, με ελευθερία και ισότητα, με αυτοδιαχείριση εφαρμοσμένη παντού, στο πολιτικό σύστημα και την κοινωνία. Με αυτήν την έννοια ο Μάης του ‘68 κατάφερε ένα ισχυρό πλήγμα στην ιδέα της αντιπροσώπευσης και στο αντιπροσωπευτικό καθεστώς, καταδεικνύοντας πως το καθεστώς αυτό συνιστά τον πλέον επίφοβο εχθρό της πραγματικής δημοκρατίας. ήταν ο προάγγελος και η μήτρα κάθε μελλοντικής δημοκρατικής πολιτικής δράσης, χωρίς κόμμα-οδηγό, χωρίς προνομιούχα ιδεολογία, χωρίς «ειδικούς», γραφειοκράτες και αντιπροσώπους. Ο Μάης άνοιξε τον ορίζοντα προς έναν νέο τρόπο να αντιλαμβανόμαστε και να πράττουμε την πολιτική.
Ένα σημαντικό στοιχείο που ανέδειξε ήταν η ανικανότητα και η αδυναμία της Αριστεράς να καταλάβει την κατάσταση και η απροθυμία της να αποτελέσει παράγοντα πολιτικοποίησης και ενδυνάμωσης του κινήματος, έτσι ώστε να φέρει πολιτικά αποτελέσματα και αλλαγή στη διακυβέρνηση και στους πολιτειακούς θεσμούς. Η εξέγερση έδειξε πως κάθε μελλοντική απόπειρα δημοκρατικής αλλαγής θα πρέπει να αντιμετωπίσει όχι μόνο τις παραδοσιακές αστικές δυνάμεις, αλλά και όλα τα λεγόμενα αριστερά κόμματα, μαρξιστικά, λενινιστικά, σοσιαλιστικά και κομμουνιστικά, καθώς επίσης και τη μαρξική ιδεολογία. Μετά δε την εξαφάνιση των κομμουνιστικών κομμάτων και την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ο δρόμος του Μάη του ’68, της αυτοοργάνωσης, των συνελεύσεων και των επιτροπών δράσης, δηλαδή η άμεση δημοκρατία της ελευθερίας και της ισότητας, είναι ο μόνος δρόμος πολιτικής δράσης, όπως έδειξαν και οι κινητοποιήσεις από το 2011 σε χώρες της Ευρώπης, της Αφρικής και της Αμερικής.
Ο Μάης ήταν ένα ρήγμα, μια αρχή πολύ σημαντική και δυναμική που άνοιξε πολλά πεδία σκέψης και δράσης, στα οποία το ζητούμενο είναι η αμφισβήτηση των καθιερωμένων μορφών εξουσίας υπό το πρίσμα της ελευθερίας και της ισότητας, πράγμα που επισημαίνει ο Καστοριάδης. Άνοιξε ο δρόμος για το οικολογικό κίνημα, τις γυναικείες διεκδικήσεις, το φεμινιστικό κίνημα, το δικαίωμα των γυναικών να έχουν δικό τους τραπεζικό λογαριασμό και καρνέ επιταγών χωρίς την άδεια του συζύγου, τη σεξουαλική απελευθέρωση, το δικαίωμα στην άμβλωση, στην ελεύθερη συμβίωση χωρίς υποχρεωτικό θρησκευτικό γάμο, τον επανακαθορισμό στις σχέσεις των δύο φύλων, στις σχέσεις γονέων και παιδιών, καθηγητών και σπουδαστών, τα δικαιώματα των μεταναστών, των ομοφυλοφίλων (ομοφυλόφιλος τότε σήμαινε αρρώστια και ποινικό αδίκημα). Η κριτική στη διαρκή οικονομική ανάπτυξη, στον καπιταλισμό, τον καταναλωτισμό και το θέαμα οφείλει πολλά στην εξέγερση. Μετά τον Μάη του ’68, επί μεταγκωλικού καθεστώτος, έγιναν αδιανόητες, μέχρι πριν, μεταρρυθμίσεις στο πανεπιστήμιο –όπως η κατάργηση της έδρας και του αυταρχισμού, η φιλελευθεροποίηση, η αλλαγή προγραμμάτων– καθώς και σε άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής: λόγου χάρη η αναγνώριση του συνδικαλιστικού δικαιώματος στις επιχειρήσεις, οι αυξήσεις μισθών, η ψήφος στα 18. Σημαντικές αλλαγές όμως επήλθαν και στην κοινωνία, στα ήθη, στην ηθική, στις συνήθειες, στις συμπεριφορές, στον τρόπο ζωής και στις αντιλήψεις, αλλαγές μέχρι πρότινος αδύνατες στο πλαίσιο του αυταρχικού, πατερναλιστικού, αρχαϊκού γκωλλικού συστήματος.
Μπορεί να γίνει λόγος για τη Γαλλία πριν και για τη Γαλλία μετά τον Μάη του ‘68, διότι ο Μάης άνοιξε ένα ρήγμα, το οποίο παρά τα φαινόμενα δεν έκλεισε ποτέ. Το ρήγμα αυτό δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, αλλά και πολλές χώρες της Ευρώπης, στις οποίες οι κραδασμοί της εξέγερσης έγιναν αισθητοί και τις επηρέασαν προς την κατεύθυνση της φιλελευθεροποίησης και του εκδημοκρατισμού πολλών πτυχών τους. Όπως άλλωστε συνέβη και στη δικτατορική Ελλάδα, στην οποία οι κραδασμοί του Μάη επηρέασαν το φοιτητικό κίνημα στα πανεπιστήμια, τους νέους και εξαπλώθηκαν στην ευρύτερη κοινωνία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου