..............................................................
Ότι τα πράγματα δεν βγαίνουν κατ’ευχήν στην αποικία
δεν μένει η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ’όλο πού οπώσουν τραβούμ’εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή’’
Κ.Π. Καβάφης (1928)
ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ, 200Π.Χ.
To κακό και η αυτό-καταστροφικότητα της ελληνικής κοινωνίας.
Του Στ. Στυλιανίδη
Ότι τα πράγματα δεν βγαίνουν κατ’ευχήν στην αποικία
δεν μένει η ελάχιστη αμφιβολία,
και μ’όλο πού οπώσουν τραβούμ’εμπρός,
ίσως, καθώς νομίζουν ουκ ολίγοι, να έφθασε ο καιρός
να φέρουμε Πολιτικό Αναμορφωτή’’
Κ.Π. Καβάφης (1928)
ΕΝ ΜΕΓΑΛΗ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΑΠΟΙΚΙΑ, 200Π.Χ.
Δεν ξέρω πια αν ο «Πολιτικός Αναμορφωτής»
είναι η Τρόικα, το ξένο ή ελληνικό χρηματο-τραπεζικό κεφάλαιο, οι
Ευρωπαίοι Λογιστές που καμώνονται τους ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η
κυριαρχία των εκπροσώπων των αγορών, το ντόπιο διεφθαρμένο και ανίκανο
πολιτικό προσωπικό ή η λαϊκίστικη αντιπολίτευση με φοβικές εσωστρέφειες
και αυτάρεσκους επαρχιωτισμούς αναπαραγωγής της κουλτούρας του
κρατισμού.
Ίσως ο πραγματικός «Πολιτικός Αναμορφωτής» που σημείωνε ο μεγάλος
Αλεξανδρινός ποιητής να είναι η αυθεντική διαδικασία συλλογικού
αναστοχασμού και ψυχικής επεξεργασίας των μηχανισμών, θεσμικών και
προσωπικών, που έφεραν τη χώρα στην ηθική απαξίωση, την πολιτισμική
συρρίκνωση και την οικονομική κατάρρευση.
Η ανάπτυξη μιας αυτοκριτικής προβληματικής και αυτογνωσίας δεν
διατυπώνεται εδώ σαν η υιοθέτηση μιας ακίνητης μαζοχιστικής θέσης και
δημόσιου αυτό-μαστιγώματος: αντίθετα η απόπειρα κατανόησης του κακού και
η αυτό-καταστροφική λειτουργία του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού
ίσως να αποτελέσει μια ψυχικά υγιέστερη αφετηρία για το γεφύρωμα της
κραυγαλέας αντίφασης ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» και το «είναι» της
ελληνικής κοινωνίας, ανάμεσα στο «δήθεν» ενός μεταπολιτευτικού
συστήματος και στα ανθρώπινα σκιάχτρα του ψευδο-ευδαιμονισμού και της
προοδευτικής πατριδοκαπηλίας που δημιούργησε στο πέρασμά του.
Πώς όμως το κακό διαβρώνει τον ψυχισμό μας, διαπερνά και αποδομεί
δημοκρατικούς θεσμούς, αποικίζει κάθε σφαίρα κοινωνικής, οικονομικής και
πολιτικής ζωής, αναπαράγει με διαβρωτική συστηματικότητα την επικράτηση
του ατομικού επί του συλλογικού-δημόσιου συμφέροντος;
Η έννοια του κακού βρίσκεται στο κέντρο της φιλοσοφικής,
θρησκευτικής, πολιτικής, ανθρωπολογικής και ψυχαναλυτικής θεωρίας και
στοχασμού από τις αρχές της συγκρότησης της ανθρωπότητας σε κοινωνίες με
νόμους, κανόνες, όρια, στόχους, όραμα, συλλογική αφήγηση. Είναι αυτονόητο ότι ένα τέτοιο σύντομο σχόλιο δεν μπορεί να εμβαθύνει στην πολυπλοκότητα αυτού του φαινομένου.
Θέλει μόνο να αναδείξει μια σύνδεση ανάμεσα στην αρχετυπική έννοια του
Κακού στον Άνθρωπο και στην επικράτηση του μηχανισμού του καταναγκασμού
της επανάληψής του στην ελληνική κοινωνία. Αυτή η επανάληψη είχε σαν
ορατό αποτέλεσμα την κυριαρχία της αυτό-καταστροφικότητας και της
σημερινής κατάρρευσης στο βαθμό που η αναμέτρηση με την αρχή της
πραγματικότητας δεν ήταν ικανή να αλλάξει τις κυρίαρχες
αυτό-καταστροφικές και ετερο-καταστροφικές συμπεριφορές. Όπως πολύ
εύστοχα διατυπώνει ο Καθ. Θάνος Λίποβατς, στο πρόσφατο έργο του «Η απόλυτη σαγήνη και η διαβρωτική βία του κακού» (εκδ. Πόλις, 2012), «το
κακό είναι αυτό που αποτελεί σε όλους μας το πιο οικείο αλλά και το πιο
ανοίκειο κομμάτι του εαυτού μας», «το ανθρώπινο ον αποτελεί μια
’ανωμαλία’ μέσα στο ζωικό βασίλειο: χαρακτηρίζεται από το ότι δεν είναι
καθηλωμένο στα ένστικτα, τα οποία έχουν ατονήσει, δηλαδή από την
έλλειψη και τη διαρκή ανασφάλεια μπροστά στον απρόσωπο, αμείλικτο νόμο
της φύσης».
Ο τελευταίος όμως βασίζεται στην ισορροπία και την «ισοδύναμη αντιστάθμιση» αντιτιθέμενων δυνάμεων,
όπου η ύπαρξη του ατόμου «δεν μετρά». Ο άνθρωπος χαρακτηρίζεται,
αντίθετα, από την ανοιχτότητα του Είναι, ως ένα «έκκεντρο» ον δίχως
φυσικό στήριγμα. Αλλά από εδώ απορρέει η ελευθερία και η επικινδυνότητά
του. Η ελευθερία του όμως σημαίνει ότι μπορεί να είναι το πιο επικίνδυνο
«ζώον» και καλείται συνεχώς να επιλέξει ανάμεσα στην εκπλήρωση της
ελευθερίας του, μέσα στην ιστορία, και την ανομία και την αυτοκαταστροφή
(συλλογικά και ατομικά).
Ωστόσο για πολύπλοκους ιστορικούς, πολιτισμικούς και κοινωνικούς
λόγους, το Ελληνικό Κράτος συγκροτήθηκε στη βάση των κυρίαρχων
πολιτισμικών κωδίκων μιας Μετα-Οθωμανικής δημοκρατίας. Η κραυγαλέα
αντίθεση ανάμεσα στο «φαίνεσθαι» ενός δήθεν ευρωπαϊκού Διαφωτισμού και
Ορθού Λόγου και το «είναι» μιας κυρίαρχης ανεξέλεγκτης ατομοκεντρικής
στάσης («Εγώ και η οικογένειά μου να είναι καλά, άσε τους άλλους να
κουρεύονται») είχε σαν αποτέλεσμα την ατελή θέσπιση Νόμων και Κανόνων
που να εφαρμόζονται στην πράξη, δηλαδή στη γενικευμένη ανομία.
Μια κοινωνία που αντιστέκεται λυσσαλέα στη θέσπιση κανόνων,
μηχανισμών αξιολόγησης και λογοδοσίας, αναφοράς σε πραγματικά
Ανεξάρτητες Αρχές Ελέγχου, καλυπτόμενη πάντα από τον μανδύα μιας δήθεν
δημοκρατικής επιχειρηματολογίας και κίβδηλου «προοδευτισμού», είναι
καταδικασμένη να μην μπορεί να θέσει ένα σαφές όριο μεταξύ του Καλού και
του Κακού. Η τήρηση των Κανόνων και των Απαγορεύσεων από τα πρώτα
χρόνια της ζωής μας, μέσα από την εκπαίδευση και την επαρκή γονεική
διαπαιδαγώγηση και φροντίδα μας προσφέρει την ουσιώδη ψυχική δυνατότητα
να εσωτερικεύουμε την Ευθύνη απέναντι στον Εαυτό μας και στους Άλλους. «Η Εντολή/Απαγόρευση είναι η προϋπόθεση ύπαρξης της δημιουργικής ελευθερίας του ανθρώπου» (Λίποβατς,
2012). Ο άνθρωπος έτσι μαθαίνει να ζει με την έλλειψη του. Η
συνειδητοποίηση ακριβώς της έλλειψης από τον καθένα μας μάς δίνει τη
δυνατότητα να χτίζουμε σταθερούς κοινωνικούς δεσμούς, να συνυπάρχουμε σε
ένα συντεταγμένο πλαίσιο, να προκρίνουμε την ουσία του είναι και όχι
τις ναρκισσικές επιταγές του «δήθεν», του φαίνεσθαι.
Ωστόσο, μια κοινωνία που ανατροφοδοτεί με τη λειτουργία της τη
συνενοχή, τη συνομωσία της σιωπής, σε τελευταία ανάλυση την άρνηση του
ελλείμματος, μέσα από την εκτεταμένη διαφθορά και την κουλτούρα της
«αρπαχτής» και της ικανοποίησης στο «εδώ και τώρα», είναι μια κοινωνία
ανεύθυνη και βαθειά αυτό-καταστροφική. Η ηθική πράξη, ως μια υπεύθυνη,
λογοδοτούσα πράξη, απαιτεί μέσα στη συνέπειά της την ανάληψη τόλμης,
ρίσκων και την αντιμετώπιση των διλλημάτων από το υποκείμενο.
Πόσοι από τους πολιτικούς ταγούς μας αντιμετώπισαν με παρρησία και ευθύνη τα πραγματικά αυτά ηθικά διλλήματα; Οι
φορείς της καταστροφικότητας και οι βασικοί συντελεστές της κατάρρευσης
της χώρας παρουσιάζονται με ανείπωτο θράσος σαν εν δυνάμει «σωτήρες» : η
δυνατότητά τους να επεξεργασθούν την ενοχή και το άγχος απέναντι στα
δικά τους ελλείμματα και την κραυγαλέα ανεπάρκεια θα μπορούσε ιδανικά
μιλώντας – τους οδηγήσει σε μια διαδικασία περισυλλογής, αναστοχασμού
και – ελπίζω- κατάθλιψης. Όμως η εμφάνιση της κατάθλιψης απαιτεί ένα
επώδυνο ψυχικό έργο και μια αρχική διαδικασία πένθους: φαίνεται ότι η
πλειοψηφία των πολιτικών μας εξειδικεύεται σε τρεις τομείς βαθύτατα
ξένους με αυτό που απαιτεί η αυτογνωσία: στις θεωρίες συνομωσίας, στη
μέτρηση του πολιτικού κόστους και στην οργανωμένη ανεπάρκεια και
ανευθυνότητα απέναντι στο δημόσιο συμφέρον.
Οι ανεπάγγελτοι αυτοί πολιτικοί, προϊόντα κομματικού σωλήνα,
μένουν ακίνητοι απέναντι στη δίνη της κρίσης και την ανάγκη
πρωτοβουλιών, καινοτομίας και υπερβάσεων. Αλλά μάταια! Η
επιδερμική και προσχηματική αυτοκριτική τους είναι μόνο ένα εργαλείο
χειραγώγησης των μαζών για την επανάληψη της αυτο/ετερο - καταστροφικής
λειτουργίας. Αυτή η θανατηφόρα επανάληψη, που μεταφράζεται σε
δημαγωγικές, λαϊκίστικες ή ανεύθυνες πολιτικές συμπεριφορές οδηγεί στο
μη-νόημα, στην απέραντη ρητορική κενολογία, στην πλήρη αδυναμία ψυχικής
επεξεργασίας για το κακό που έγινε, τη μη-νοηματοδότηση της ενοχής. «’Η
ενοχή θέτει όμως, εδώ, αντικειμενικά το πρόβλημα του κακού, που
συνδέεται με το Υπερεγώ συνίσταται στο ότι, όσο πιο ηθικό είναι ένα
άτομο, τόσο πιο ένοχη συνείδηση εξακολουθεί να έχει, δηλαδή το Υπερεγώ
τιμωρεί το Εγώ ακόμα περισσότερο, ενώ όσο πιο ανήθικο είναι τόσο πιο
ανικανοποίητο παραμένει». (Λίποβατς, 2012).
Αν είχαμε να κάνουμε με ατομικές περιπτώσεις νεύρωσης και
διαστροφής, αυτό δεν θα αφορούσε παρά τα ίδια τα υποκείμενα και την (μη)
επιθυμία τους να θεραπευτούν ή να καταλάβουν κάτι για τη ζωή τους. Όμως
εδώ πρόκειται για δημόσια πρόσωπα που εκλέγονται και νομιμοποιούνται
από τον λαό, προτείνουν λύσεις, αυτό-προτείνονται – τι τραγικό - για
πρότυπα ταύτισης και «πατριωτισμού» στις νεότερες γενιές. Αυτό το
«κοινότοπο κακό» (H. Arendt), η εξοικείωση του κόσμου με την πεζότητά
του, τη φρίκη του, με το «δήθεν», είναι κατά τη γνώμη μου ο
αυτοκαταστροφικός πυρήνας της ελληνικής κοινωνίας, είναι η άρνηση της
αυτογνωσίας της και η διάβρωση κάθε επένδυσης στην ελπίδα.
Οι πρακτικές εκδοχές της κοινοτοπίας του Κακού στην καθημερινή ζωή είναι άπειρες και τις βιώνουμε καθημερινά: π.χ.
οι διαδικασίες εισπράξεων από τους επαγγελματίες της φοροδιαφυγής και
της εισφοροδιαφυγής, η διαφθορά σε όλα τα επίπεδα των θεσμών, η
αναξιοκρατία και η μετριοκρατία, η ανομία, η ατιμωρησία, η έλλειψη
συλλογικής ιστορικής μνήμης για τις μέχρι τώρα τέσσερις χρεοκοπίες, ο
ενταφιασμός κάθε κριτικού/ορθολογικού λόγου με το χαρακτηρισμό του
«μιάσματος» του «εκσυγχρονισμού» και του αντιδημοκρατικού και
νέο-φιλελεύθερου χαρακτήρα του. Ως εάν η κατασπατάληση και καθημερινή
αναποτελεσματική δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης από οργανωμένους
ανεύθυνους κηφήνες και συντεχνίες, εκτός από κάποιες λαμπρές εξαιρέσεις,
να αποτελεί «δημοκρατική κατάκτηση» και προάσπιση του δημόσιου
συμφέροντος…
Υπάρχει άραγε ελπίδα εν μέσω κρίσης;
Ίσως έχουμε μια ισχνή δυνατότητα ανάκαμψης, ριζικής αλλαγής (μερικοί
την ονομάζουν «Νέα Μεταπολίτευση») αν περιορίσουμε μέσα από τον
αναστοχασμό και τη συλλογική οργανωμένη δράση τη διαβρωτική λειτουργία
του Κακού και της αυτοκαταστροφικότητάς μας. Ίσως οι «Πολιτικοί
Αναμορφωτές» του Καβάφη να είμαστε εμείς οι ίδιοι: ανατρέποντας όμως τις
συμβολικές συντεταγμένες της κοινωνίας μας και τους διεφθαρμένους
θεσμικούς εκφραστές της.
Έχουμε πλήρη συνείδηση ότι η θεμελιακή αντίθεση εργασίας-κεφαλαίου
είναι αυτή που παράγει τις καταστροφικές κοινωνικές ανισότητες στο
πλαίσιο της δομικής και όχι συγκυριακής κρίσης του καπιταλιστικού
συστήματος. Ωστόσο, το πρόταγμα δεν μπορεί να είναι άλλο παρά η σύναψη
ενός γνήσιου κοινωνικού συμβολαίου (Ζ.Ζ. Ρουσώ) όσων θέλουν να
συμμετέχουν σε αυτή τη νέα λειτουργία της Πολιτείας. Με ευθύνη και
λογοδοσία όλων μας.
*Ο Στέλιος Στυλιανίδης είναι Αν. Καθ. Κοινωνικής Ψυχιατρικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Ψυχίατρος - Ψυχαναλυτής
Πηγή: ONLYNEWS.GR
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου