..............................................................
Το άλλο Πάσχα
Γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος
"ΤΑ ΝΕΑ", 13/4/2012
Πάσχα σημαίνει πέρασμα, δίοδος, διέξοδος, πόρος. Λέξη εβραϊκή με ρίζες αιγυπτιακές, αφού καθιερώθηκε ως εορτή από τους Εβραίους όταν πέρασαν την Ερυθρά Θάλασσα. Εκτοτε στον χριστιανισμό ταυτίστηκε με τα γεγονότα του μαρτυρίου του Ιησού και την Ανάστασή του που συνέπεσαν με το εβραϊκό Πάσχα. Στη χριστιανική πλέον συμβολική Πάσχα σημαίνει το πέρασμα από τη ζωή στον θάνατο και από τη φθαρτή βιοτή στην ανάσταση και τη μετά θάνατον ζωή.
Δεν θα μείνω στα γνωστά και αυτονόητα. Μέρες σκοτεινές εν μέσω ανοίξεως, θέλω λιγάκι, έστω μελαγχολικά, να αλλάξω τον οδοδείκτη, να του αλλάξω φορά και να αναφερθώ σε ένα άλλο πιο γνωστό, πιο επώδυνο, πιο τραγικό Πάσχα, πέρα από το προσδοκώμενο, πέρα από το εύελπι. Το ανάστροφο Πάσχα, όχι την πορεία από το σκοτάδι στο Φως, από τον θάνατο στην ανάσταση, από τη θνητότητα στην αθανασία. Είναι το καθημερινό Πάσχα χιλιάδων εκατομμυρίων συνανθρώπων μας απανταχού της γης. Είναι το πέρασμα από την ευτυχία στη δυστυχία. Σε όλο το φάσμα αυτής της οδοιπορίας είναι το πέρασμα από τα νιάτα, την αλκή, τη ρώμη, τη δύναμη στην ανημπόρια, στην αρρώστια, στα γηρατειά. Είναι η καίρια στιγμή που νιώθει κανείς πως αλλάζει η φύση των πραγμάτων γιατί αλλάζει η οπτική δεινότητα, παραλύουν οι αισθήσεις, αισθάνεσαι στη γλώσσα κάτι σαν στάχτη και οι ήχοι πεθαίνουν στ' αυτιά και η αφή σκοντάφτει σε γρέζια. Τα πάντα μυρίζουν σαπίλα, υγρασία και μούχλα.
Αλλάζουν τα όνειρα. Τώρα πια εξαφανίζονται τα ωραία σώματα, τα ανθισμένα παρτέρια και τα χαμόγελα του γλεντιού. Οι εφιάλτες είναι ένας σκοτεινός τόπος όπου συνωθούνται οι πεθαμένοι, γονείς, φίλοι, εχθροί, αντίζηλοι.
Αυτό το Πάσχα είναι το πλέον οδυνηρό γιατί προηγείται όλων των άλλων. Προαναγγέλλει τη μετάβαση, στρώνει την κουρελού προς το μεγάλο χάσμα.
Ενα άλλο σύνηθες στις μέρες μας θλιβερό πέρασμα είναι η απότομη πορεία από την άνεση στην ανέχεια, από την πλησμονή στην έλλειψη, από τα ελέη του Θεού στην ελεημοσύνη των φιλοπτώχων.
Μοιάζει λίγο με την τιμωρία και του Σίσυφου και του Τάνταλου. Ανεξάρτητα από τα αμαρτήματα και τα λάθη του καθενός, το να ανεβάζεις έναν βράχο με μόχθο και ιδρώτα στην κορυφή του βουνού και όταν φτάνεις εκεί να κατρακυλάει πάλι στα ριζά, ή να διψάς, να είσαι μέχρι τη μέση στα νερά της λίμνης και όταν σκύβεις να πιεις να υποχωρεί η επιφάνεια των υδάτων, ή να πεινάς και πάνω σου να κρέμεται κατάφορτο με καρπούς ένα οπωροφόρο δέντρο και όταν απλώνεις το χέρι να δρέψεις, να απομακρύνεται. Αφήνω το να έχεις την ευλογία του Θεού και να σου έχει χαριστεί η προφητεία και επειδή αρνήθηκες τον έρωτά του να καταντάς γελοίος και τραγικός προφήτης, κλόουν, αφού θα έχεις απολέσει την αξιοπιστία σου.
Αυτές οι μεταβάσεις, αυτά τα τούνελ από το είναι στο μη είναι, είναι στα χρόνια μας αφόρητα.
Υστερα είναι το Πάσχα το ανάστροφο, από την ερωτική ευτυχία στην άρνηση του έρωτα, από την ηδονή στην οδύνη, από τον οίστρο στη δίνη. Εκεί που καλπάζεις στον αστερόεντα ουρανό της ερωτικής ευδίας, βρίσκεσαι να εκσφενδονίζεσαι στην άβυσσο της απουσίας του άλλου ημίσεος και φτάνεις στην ακτή της Αχερουσίας λειψός. Σαν τις μωρές παρθένες που ολιγώρησαν, σαν τον ληστή που αμφέβαλε, σαν τον μαθητή που πρόδωσε και απαγχονίστηκε.
Υπάρχουν και άλλα Πάσχα το ίδιο τραγικά και τραυματικά εσαεί. Οταν πιστέψεις και αφεθείς αμέριμνος και αθώος στη βεβαιότητα που σου επιδεικνύει η Γνώση, όταν την εμπιστευθείς άκριτα και τη θεωρήσεις σωσίβιο, το πέρασμα στη μεγάλη Αγνοια, στο Απροσδιόριστο και στην απειρότητα των λύσεων και των πορισμάτων, τότε η ματαιότητα των πάντων επιβεβαιώνει την προφητεία του εκκλησιαστή: «Γνώση; Θλίψη».
Από την εποχή του Ηράκλειτου η «φύσις κρύπτεσθαι φιλεί», τα φαινόμενα είναι παγίδες και χρειάζονται αποκρυπτογράφηση, και κάθε κώδικας πέρα από τα άπειρα κλειδιά χρειάζεται συνεχή αναθεώρηση και πολύ συχνά εγκατάλειψη. Αμ η τέχνη; Πότε λυτρώθηκε κανείς με τη διακονία της; Ενας αιώνιος σταυρός είναι η οδοιπορία της σε έναν Γολγοθά, που και όταν δεν υπάρχει πρέπει να τον εφεύρεις.
Οι τυχερότεροι ποιητές, ζωγράφοι, μουσικοί, θεατράνθρωποι, αρχιτέκτονες, χορευτές, θεωρητικοί των τεχνών φτάνουν, όπως φτάνουν, στην πρώτη Ανάσταση, δεν αξιώνονται το «Δεύτε λάβετε φως». Οι περισσότεροι παραμένουν ή στους κήπους του Αρχιερέα αρνούμενοι τον Διδάσκαλό τους ή αναζητούν άλλοθι για την προδοσία στον Δείπνο τον Μυστικό.
Εξάλλου δεν νομίζω πως η τέχνη μπορεί να διεκδικεί τον Παράδεισο ή την Αθανασία. Πάντα φθαρτή ήταν και απάντησε στην ανάγκη του ανθρώπου όταν συνειδητοποίησε πως είναι θνητός. Πριν από τον απαγορευμένο καρπό για εκατομμύρια χρόνια στην Εδέμ οι άνθρωποι δεν έκαναν τέχνη, δεν έγραφαν ποιήματα και δεν χόρευαν. Αρχισαν όταν συνειδητοποίησαν και γνώρισαν, επιλέγοντας να δρέψουν τον καρπό της γνώσης, πως θα πεθάνουν. Η τέχνη και η φιλοσοφία άλλωστε είναι μελέτη θανάτου.
Αλλά το μεγάλο άλμα που συχνά απωθούμε, άρα το τραγικότερο πέρασμα, είναι από το μηδέν στη ζωή, η γέννησή μας. «Ερχόμαστε από το μηδέν, πάμε στο μηδέν, το μεσοδιάστημα είναι η ζωή», γράφει ο Καζαντζάκης στην «Ασκητική» του.
Και το μόνο βέβαιο όταν γεννηθεί κανείς είναι πως θα πεθάνει. Οποιος πιστεύει πως υπάρχει ΜΕΤΑ και ΑΝΑΣΤΑΣΗ, ας ρωτήσει τον Λάζαρο. Πήγε, γύρισε, αλλά δεν μίλησε ποτέ για το ΕΚΕΙ.
και...
το αψεγάδιαστο πένθος
Θα πενθώ πάντα —μ' ακούς;— για σένα,
μόνος, στον Παράδεισο
VII
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
μόνος, στον Παράδεισο
Στο μεδούλι μέσα κατοικεί το πένθος, όπως ακριβώς ο έρωτας. Το σώμα ξέρει το θάνατο. Το μυαλό όχι. Το σώμα ξεπερνά το μυαλό σε γνώση, έχει δικό του νου, ανώτερο που δεν προαπαιτεί την εμπειρία, για να αντιληφθεί, αλλά είναι συνεχώς εν λειτουργία. Η ζωή κι ο θάνατος είναι μια κοινή, αδιατάραχτη λειτουργία κι η ομιλία τους έρωτας και πένθος.
Πενθούντες βιώνουμε την αποχή από τη ζωή, που δεν είναι μια επιθυμητή αναχώρηση, είναι Απώλεια. Βιώνοντας την Απώλεια, ο νους, αυτός ο ανεπίδεκτος κομπογιαννίτης της αλήθειας, αναγκάζεται να συμβιβαστεί με ό,τι δεν μπορεί να ερμηνεύσει: το αμετάκλητο φευγιό στο τίποτα (πριν πούμε το Τϊποτα "Παράδεισο" ή "Κόλαση", ή "Κάτω Κόσμο" ή "Γη των Μακάρων", ή τόπο συνάντησης ψυχών σε ένα βεβαιωμένο πλην αβέβαιο μέλλον). Η παράδοση του νου στο Τίποτα είναι το πένθος.
Στο τίποτα μέσα μπορώ να απουσιάσω ελεύθερα από τη ζωή. Να θρηνήσω για το παράλογο, το ανήκεστο, για το αψεγάδιαστο του αγαπημένου σώματος που έγινε ψεγάδι με την απουσία του. Να αφεθώ εν ζωή όντας στη μη ζωή και αναγκαστικά να την εμπιστευτώ γιατί με περιλαμβάνει. Να αποδεχτώ τη μη ζωή μέσα μου ζώντας τη.
Αυτή τη μεγάλη ευκαιρία τελετουργικής καταβύθισης στο πένθος την δίνει συλλογικά και ατομικά καθε Μεγάλη Παρασκευή ο θρήνος του Επιταφίου. Και φέτος, μέσα σ΄ αυτήν την πρώτη Άνοιξη, την πιο σκληρή, μέσα στα πρώτα εκτυφλωτικά άνθη της κουτσουπιάς και της γλισίνας, στις πασχαλιές και τις παπαρούνες, ο θρήνος ανεξήγητα ευωδιάζει καθώς η μοίρα των λουλουδικών: σκορπίζεται με βαρύ άρωμα βιολέτας και λιγώνει τα σπλάχνα.
Το λέει ο μύθος, το λέει και το μεδούλι: δεν υπάρχει αναγέννηση χωρίς θρήνο. Δεν υπάρχει ανάσταση χωρίς πένθος.
Τι άλλο είναι ο εξανθρωπισμός;
Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα
Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ' άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ
Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
Και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.
Οδυσσέα Ελύτη, Μονόγραμμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου