Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

"Γιώργος Λούκος: Ο πολιτισμός του αντι-γκλάμουρ" (Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Σταύρο Διοσκουρίδη / lifo, 4/4/2012)

 ...........................................................

Γιώργος Λούκος: Ο πολιτισμός του αντι-γκλάμουρ

Ο διευθυντής του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου Γιώργος Λούκος μιλάει για τη λεπτή ισορροπία μεταξύ του χαμηλού φετινού budget και της ποιότητας του προγράμματος, για τις λάθος αποφάσεις της πολιτικής τάξης και για τα παιδιά με τις σαγιονάρες που γεμίζουν τις αίθουσες της Πειραιώς. 

Απόσπασμα από τη συνέντευξή του στον Σταύρο Διοσκουρίδη (lifo, 4/4/2012)
 
 
...Έξι χρόνια τώρα που έχετε αυτήν τη θέση, σε τι πιστεύετε ότι έχετε γίνει σοφότερος;
Δεν ξέρω σε τι έχω γίνει σοφότερος. Αυτό που μου έχει κάνει μεγάλη εντύπωση είναι πως βλέπω στην καλλιτεχνική δημιουργία των νέων να υπάρχει ενθουσιασμός, ταλέντο, αισιοδοξία που δεν βλέπω τόσο εύκολα έξω. Ελπίζω να είμαι αντικειμενικός και να μην υπάρχει αυτή η υποκειμενική προσέγγιση που έχει να κάνει με το γεγονός πως είμαι ένας Έλληνας του εξωτερικού που γυρίζει στα πάτρια εδάφη. Αλλά μου το λένε και σκηνοθέτες απέξω, κυρίως για τους νέους. Το θεωρούν θετικό και σημαντικό.

Το κοινό εμπιστεύεται τους νέους ;
Νομίζω πως ναι. Μεταξύ τους αρχίζει πάντα και μετά έρχονται και οι άλλοι. Υπάρχει κι ένα κοινό που επιθυμεί κλασικά πράγματα κι αυτό είναι καλό, αφού υπάρχουν διαφορετικές ηλικίες, παιδείες, ενδιαφέροντα.

Λείπει ο κράχτης από το φετινό Φεστιβάλ;
Δεν ξέρω τι είδους κράχτη εννοείτε.

Πέρσι, ας πούμε, ήταν ο Κέβιν Σπέισι.
Α, ο Κέβιν. Φέτος είναι ο Μπομπ Γουίλσον, που είναι ένας από τους μεγαλύτερους σκηνοθέτες του κόσμου. Ναι, προσπάθησα να βρω έναν κράχτη και σχεδόν τα κατάφερα, αλλά δεν θα πω το όνομά του, γιατί μπορεί να τον καταφέρω του χρόνου. Φοβήθηκα κάποια στιγμή γιατί δεν ήθελα να μπω πάλι στην ίδια διαδικασία, που φέρνουμε, δηλαδή, κάθε χρόνο ένα γνωστό όνομα κι έτι κάθε φορά έχουμε το πρόβλημα «ποιον θα φέρουμε φέτος».

Είναι κακό, όμως, αυτό; Τα μεγάλα φεστιβάλ του εξωτερικού δεν το κάνουν;
Όχι απαραίτητα, αλλά νομίζω ότι είναι καλό. Γιατί θεωρώ πως ελκύει κόσμο που δεν πάει συχνά στο Φεστιβάλ. Φέρνεις ένα νέο κοινό που μετά από λίγο μπορεί να γίνει κοινό σου. Δεν θα γίνουν όλοι όσοι πηγαίνουν να δουν τον Κέβιν, για παράδειγμα, κάποιοι όμως θα ξανάρθουν. Επίσης, βγάζεις χρήματα. Προσελκύεις και πολύ νεαρό κοινό. Αυτό έγινε περισσότερο πρόπερσι με τον Ίθαν Χοκ και λιγότερο πέρσι με τον Κέβιν Σπέισι. Ερχόντουσαν παιδάκια στο Λυγουριό και ρωτούσαν πού βρίσκεται ένα παλιό θέατρο, κάπου εκεί κοντά. Ή έπαιρναν τηλέφωνο στα γραφεία του Φεστιβάλ για να μάθουν τις ημερομηνίες και όταν ρωτούσαν οι υπάλληλοι «για το Winter’s Τale ενδιαφέρεστε;» η απάντηση ήταν «Όχι. Για τον Ίθαν Χοκ». Γιατί αυτό ήθελαν. Πολλά από αυτά τα παιδιά μπορεί να ξανάρθουν.

Η αλήθεια είναι πως, παρά τις δύσπιστες φωνές που ακούστηκαν, πέτυχαν και τα δύο «πειράματά» σας: και η Πειραιώς και το ξένο ρεπερτόριο στην Επίδαυρο.
Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι δεχόμαστε καινούργια πράγματα πολύ εύκολα. Θα σας δώσω ένα παράδειγμα: πέρσι ήταν εδώ ο Καστελούτσι, όπου είχε τρομερή επιτυχία, και μετά, που πήγε στο Παρίσι, βγήκαν όλοι οι φανατικοί καθολικοί για να χαλάσουν την παράσταση. Εδώ τον δεχτήκαμε. Σε πολλούς άρεσε πάρα πολύ και σε κάποιους άλλους όχι. Είναι επόμενο. Τώρα, όσον αφορά την Πειραιώς, εγώ την αγαπώ πάρα πολύ. Όταν ήρθα εδώ -γιατί δεν ζήτησα να έρθω, με έφεραν- ήταν για να κάνω κάτι στο Ηρώδειο, που επίσης το αγαπώ πάρα πολύ, αλλά γι’ αυτό που είναι όχι γι’ αυτό που δεν είναι. Ξέρω τι δεν μπορώ να κάνω εκεί. Και πάρα πολλά από αυτά που δεν μπορώ να κάνω εκεί μου αρέσουν. Δηλαδή, δεν μπορώ να παίξω σύγχρονο θέατρο στο Ηρώδειο. Και δεν θέλω να κάνω ένα φεστιβάλ που θα έχει μόνο Αΐντα, Λίμνη των Κύκνων και μια βραδιά-αφιέρωμα στον Τσιτσάνη, ας πούμε. Ήθελα έναν χώρο για να κάνω άλλα πράγματα και δεν ήξερα πού να πάω. Και ομολογώ ότι χάρηκα πάρα πολύ όταν πήγα εκεί με τον Λευτέρη Βογιατζή, που με πήρε με το μηχανάκι και γυρίσαμε όλα τα εγκαταλελειμμένα εργοστάσια. Κι έλεγα, «Παναγία μου, πού με πάει τώρα». Ώσπου πήγαμε σ’ εκείνο το κτίριο στην Πειραιώς, αλλά δεν μπορέσαμε να μπούμε γιατί οι πόρτες ήταν αλυσοδεμένες. Είδαμε λίγο από πάνω, από τη μάντρα, κι έπειτα ξαναπήγα και σκαρφάλωσα, μπήκα μέσα, υπήρχαν κάτι αδέσποτα σκυλιά που γάβγιζαν, φοβήθηκα κι έφυγα. Τελικά, κάποια στιγμή μπήκαμε, μετά από καιρό ξαναπήγα με τον Δημήτρη Παπαϊωάννου για να μου πει τη γνώμη του ως εικαστικός και τελικά, τρεις μήνες μετά, αρχίσαμε να κάνουμε παραστάσεις εκεί. Και το κοινό το αγκάλιασε με μια ταχύτητα απίστευτη. Τον πρώτο καιρό δεν ήξεραν καν που είναι κι έφταναν στον χώρο με χάρτη. Από τη δεύτερη εβδομάδα ήταν γεμάτο. Ε, αυτό είναι κάτι που σε γεμίζει μεγάλη χαρά. Το κακό και σε αυτή τη περίπτωση είναι αυτό που έλεγα πριν για την κακή διαχείριση της κρίσης. Αντί αυτό το κτίριο να κατοχυρωθεί αμέσως, γιατί από την εποχή που ήταν υπουργός Πολιτισμού ο Πάγκαλος έχει χαρακτηριστεί νεότερο μνημείο, επομένως δεν μπορεί να πουληθεί, παρά μόνο να χρησιμοποιηθεί για πολιτιστικούς σκοπούς, αντί να έρθει το κράτος και να βοηθήσει, να βάλει νέους ανθρώπους να το δουλέψουν, να το τρέξουν, δεν έγινε τίποτα.



Παράγει ή εκφράζει πολιτική κάποια συγκεκριμένη κατεύθυνση του Φεστιβάλ;
Nομίζω ναι, εν μέρει με τις επιλογές του. Αν υπήρχε ένας χαρακτηρισμός πιο σωστός, θα ήταν ότι αφήνει όλες τις πολιτικές να έχουν τη θέση τους. Δηλαδή, αν ο άλφα καλλιτέχνης κάνει κάτι γιατί πιστεύει πως πρέπει να υποστηρίξουμε την Κούβα του Φιντέλ Κάστρο, δεν θα του πω «φύγε». Από την άποψη αυτή, ναι, εκφράζει μια πολιτική. Αλλά, από την άλλη, είναι ένα αντίδοτο σε μίας μορφής τέχνη που ήταν για καιρό στην Ελλάδα το νούμερο ένα, είναι μία αντιγκλαμουριά. Στην Πειραιώς έρχονται παιδάκια με τις σαγιονάρες μετά το φροντιστήριο και μετά το μπάνιο. Αυτό είναι πολιτική για μένα, διότι παλιά ήταν το «τι θα βάλω να κατέβω τα μαρμάρινα σκαλιά». 
Τους θέλετε, όμως, και τους γκλάμουρ;
Bεβαίως και τους θέλω. Ειδικά αν πληρώνουν κιόλας, δεν έχω κανένα πρόβλημα. Δεν έχω πρόβλημα με καμία κατηγορία. Απλώς προτιμώ τα νέα παιδιά με τις σαγιονάρες, παρά τους γκλάμουρ.

Αν δούμε το ρεπερτόριο των παραστάσεων στην Αθήνα τον χειμώνα, βγάζουμε εύκολα το συμπέρασμα πως οι τρεις στις πέντε είχαν πολιτικό περιεχόμενο. Προσπαθούσαν όλοι να αποδείξουν πως ταιριάζει η παράστασή τους με την Ελλάδα της κρίσης. Προσπαθήσατε εσείς να το κάνετε αυτό; Γιατί ο κόσμος «ρουφάει» πολλή πολιτική αυτή την περίοδο στην Ελλάδα.
Πολλοί σκηνοθέτες που ανεβάζουν έργο για πρώτη φορά θα έχουν μια πολιτική χροιά στην παράστασή τους. Τώρα, αν οι λόγοι που θα το κάνουν θα είναι ειλικρινείς ή θα συνδέονται με αυτό που μόλις είπατε, ότι το θέλει ο κόσμος Νομίζω ότι εάν υπάρχει πραγματικά ένα καλό κίνητρο, θέληση, πρόθεσηνα γίνει κάτι καλό, δεν έχει σημασία αν θα είναι περισσότερο ή λιγότερο ή καθόλου πολιτικό.

Eσείς αισθάνεστε αγανακτισμένος;
Εξαρτάται από το πού βρίσκομαι. Με ορισμένες αντιδράσεις κάποιων χωρών αισθάνομαι πιο Έλληνας απ’ ό,τι πίστευα ότι ήμουν. Κοίτα, λέω, το αίμα νερό δεν γίνεται, νευριάζω. Από την άλλη, όταν είμαι στην Ελλάδα και βλέπω όλους αυτούς τους αντι-Ευρωπαίους ή φανατικά αντι-μνημονιακούς, το θεωρώ κουτό. Δηλαδή, πολλές φορές λέω θα γράφω όλα αυτά που λένε οι ταξιτζήδες. Μου λέει ένας, «μας ζηλεύουν, κύριε». Ρωτάω «γιατί;». «Το Αιγαίο είναι γεμάτο πετρέλαιο». Λέω ωραίο σενάριο κι αυτό. Ακούω διάφορα κάθε μέρα. Ο ένας λέει ότι φταίει το Ισραήλ, ο άλλος λέει πως δεν υπάρχει κρίση. Είμαστε καταπληκτικοί σεναριογράφοι. Η Ελλάδα είναι στη χειρότερη κατάσταση σε σχέση με τις ευρωπαϊκές χώρες που βρίσκονται σε κρίση. Αυτό είναι σίγουρο. Από την άλλη, το γεγονός και μόνο ότι αυτή η κατάσταση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο κάπου μας συγχωρεί. Δεν τα έχουμε κάνει μόνο εμείς θάλασσα. Τα έχουν κάνει και άλλοι. Κολυμπάμε παρέα. Παρ’ όλα αυτά, είναι βέβαιο πως αυτοί που τα έκαναν θάλασσα δεν είναι ο κοσμάκης που δουλεύει και βγάζει 600 ευρώ τον μήνα. Είναι διάφορες λάθος αποφάσεις της πολιτικής τάξης. Και όταν λέω πολιτική τάξη, μιλώ ανεξαρτήτως κομμάτων. Η ασχετοσύνη και η διαφθορά είναι υπεράνω κομμάτων. Είναι οι μεγάλες κυρίες του πολιτισμού μας. Τα κόμματα μοιάζουν με μικρά παιδάκια που τρέχουν από πίσω, σαν αλητάκια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: