Δευτέρα 16 Απριλίου 2012

"Στην παράδοση, η τάξη και η ανατροπή εναλλάσσονται" Η ΕΘΝΟΛΟΓΟΣ Μιράντα Τερζοπούλου στη Ζωή Γεωργούλα ("Εποχή", 14/4/2012)

..........................................................

ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΘΝΟΛΟΓΟ Μιράντα Τερζοπούλου

Στην παράδοση, η τάξη και η ανατροπή εναλλάσσονται



Η απώλεια της Δόμνας Σαμίου έφερε στην επικαιρότητα ξανά το έργο της. Εξερευνώντας λοιπόν το σημαντικό αυτό έργο, συνάντησα τη δουλειά μιας συλλογικότητας, του Καλλιτεχνικού Συλλόγου Δημοτικής Μουσικής Δόμνα Σαμίου (www.domnasamiou.gr) και της εξαιρετικά ενδιαφέρουσας Μιράντας Τερζοπούλου, συνεργάτιδας και φίλης της Δόμνας και μέλους του Συλλόγου. Η Μιράντα είναι λαογράφος εθνολόγος, υπήρξε ερευνήτρια του Κέντρου Έρευνας Ελληνικής Λαογραφίας της Ακαδημίας Αθηνών και έχει δουλέψει με «μειονοτικές ομάδες, κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, με λαϊκούς ανθρώπους, με «απαγορευμένες» κοινωνικές ομάδες». Μελέτησε τραγούδια, που της αρέσουν πολύ ως τρόπος έκφρασης, και τη γοήτευσε το πλαίσιο μέσα στο οποίο τραγουδιούνται. Στις πολύ προσεγμένες εκδόσεις τραγουδιών της Δόμνας Σαμίου έγραψε τα κείμενα των βιβλίων που συνοδεύουν τα cd. Διαβάζοντάς τα είναι σαν να ανοίγει η πόρτα ενός παλιού εγκαταλελειμμένου σπιτιού που από το παράθυρό του ακούγεται η φωνή της Δόμνας να τραγουδά.

Τη συνέντευξη πήρε
η Ζωή Γεωργούλα


Μέρες που είναι ας διαλέξουμε να μιλήσουμε για το έργο που πραγματοποιήσατε μαζί με τη Δόμνα και το Σύλλογο μέσα από την ιδιαίτερη έκδοση «Τα Πασχαλιάτικα».
Τα Πασχαλιάτικα ανήκουν σε ένα κύκλο που τον ονομάσαμε Κύκλο του χρόνου. Διαλέξαμε τους κύκλους τους εορταστικούς ξεκινώντας από τα Αποκριάτικα, μετά τα οποία ακολούθησαν τα Πασχαλιάτικα. Υπάρχει μια εσωτερική σύνδεση. Το βιβλίο μάλιστα που συνοδεύει το cd των Αποκριάτικων τελειώνει με δυο φωτογραφίες. Η μία από την εορταστική παράδοση της ανατρεπτικής Αποκριάς, με τον πανζουρλισμό, την κοινωνική αταξία και ασυδοσία, με τις μορφές που δεν αναγνωρίζονται, και δίπλα, η άλλη, απεικονίζει τον τελετουργικό χορό του Πάσχα, τον πρώτο χορό μετά την Αποκριά και τη Σαρακοστή, όπου επιστρέφει η απόλυτη τάξη και ιεραρχία και οι άνθρωποι παρατάσσονται κατα σειρά κοινωνικής θέσης, ηλικίας και, εννοείται, φύλου.
Και οι δύο είναι νεκρολατρικές γιορτές, πίσω από όλες τις τελετές υπάρχει ένας θρήνος. Οι ίδιες οι Απόκριες έχουν ως κεντρικό σημείο αναφοράς το θάνατο, μπροστά στον οποίο είμαστε όλοι ίσοι και αυτή η εξίσωση επιτρέπει την κατάλυση της ιεραρχίας, καθιστά ασήμαντη την κάθε εξουσία, την κάθε καταπίεση. Το Πάσχα, όλος ο εορταστικός κύκλος γίνεται με σημείο αναφοράς το θάνατο και την ανάσταση. Τα παραδοσιακά τραγούδια που τραγουδιούνται μετά τη Λαμπρή, συνήθως αναφέρονται σε κάποιο νεκρό, που τον καλούν να αναστηθεί να γιορτάσει. Η κοινότητα που ανασυντίθεται με αφορμή το Πάσχα συμπεριλαμβάνει και τους νεκρούς, μέσω τη μνήμης και της τιμής που τους αποδίδεται. Εν γένει αυτές οι γιορτές της άνοιξης έχουν χαρακτήρα νεκραναστάσιμο, όπως η φύση αναγεννιέται. Έτσι τα τραγούδια του Πάσχα έχουν θρηνητικό χαρακτήρα ή είναι τραγούδια ιστορικά που μας φέρνουν σε επαφή με το παρελθόν που βρίθει φυσικά από θανάτους.

Τι τραγούδια περιλαμβάνει αυτό το έργο; Υπάρχει ένα τραγούδι «Το μοιρολόι της Παναγιάς» που το συμπεριλάβατε σε διαφορετικές εκδοχές, από διαφορετικούς τόπους.
Τα δημοτικά τραγούδια είναι πανελλήνια, τα συναντάς σε διαφορετικές περιοχές με διαφορετικές εκδοχές. Όπου ταξιδεύουν προσαρμόζονται στη μουσική παράδοση της κάθε περιοχής, οπότε υπάρχει το ίδιο τραγούδι με διαφορετικές μουσικές.
Τα Πασχαλιάτικα ξεκινούν με δύο τραγούδια της Σαρακοστής που τα ακολουθεί ένα τραγούδι από τη Μύκονο, πένθιμο, η «Βγενούλα», που τραγουδιέται από γυναίκες την περίοδο της Σαρακοστής, οπότε δεν μπορούσαν να χορέψουν και να ψυχαγωγηθούν.
Το μοιρολόι της Παναγιάς το τραγουδούν οι γυναίκες μέσα στην εκκλησία αφού τελειώσουν οι ιερουργίες, τη Μ. Πέμπτη στολίζοντας τον επιτάφιο. Έχει πολύ όμορφους στίχους, όπου η μάνα-Παναγιά γυρεύει να σφαγεί. Στο τέλος του σπαραγμού ο γιος λέει στη μάνα να κάνει υπομονή γιατί: «Mάνα μ’ αν σφαγείς εσύ, σφάζετ’ όλος ο κόσμος (...) Πάρτο μάνα μου υπομονή, να πάρ’ όλος ο κόσμος». Οι γυναίκες, στο τραγούδι αυτό, εξέφραζαν τους δικούς τους καημούς και πόνους. Το θείο δράμα με το ανθρώπινο δράμα ταυτίζεται αυτές τις μέρες. Χαρακτηριστικά, στην Κάρπαθο στολίζοντας τον επιτάφιο κρεμούν φωτογραφίες δικών τους παιδιών που χάθηκαν. Μέσα, λοιπόν, από το τυπικό της εκκλησίας οι γυναίκες, που συνήθως είναι αυτές που συμμετέχουν σε αυτά τα έθιμα, βρίσκουν διέξοδο να εκφράσουν την ανθρώπινη διάσταση. Τα Πασχαλιάτικα είναι ένας δίσκος που αναδεικνύει τον ανθρώπινο πόνο.


Γιατί είναι οι γυναίκες κυρίως που τραγουδούν αυτά τα τραγούδια;
Οι γυναίκες χειρίζονται τα ζητήματα της ζωής και του θανάτου. Μπορεί κάποτε να επιβλήθηκε το πατριαρχικό σύστημα και οι άντρες να κατέχουν την πλήρη έκταση του κοινωνικού χώρου, όμως στο εσωτερικό του οίκου και της κοινωνίας, οι γυναίκες χειρίζονταν τα πιο ουσιαστικά θέματα, όπως η γέννηση και ο θάνατος.
Στις Απόκριες, όπου αυτό που υμνείται περισσότερο είναι η γενετήσια δύναμη που θα κάνει τη γη να καρπίσει, άρα ο φαλλός, πρωταγωνιστούσαν πάντα άντρες. Και στους γυναικείους ρόλους μεταμφιέζονταν άντρες. Σήμερα, βέβαια, είτε επειδή οι γυναίκες το διεκδίκησαν είτε επειδή οι άντρες περιφρονούν το έθιμο, οι γυναίκες μεταμφιέζονται σε όλους τους ρόλους που προβλέπει το έθιμο.

Γιατί επιλέξατε να συνοδεύσετε αυτές τις εκδόσεις με ένα επεξηγηματικό –εξαιρετικο- βιβλιαράκι;
Ο λαϊκός πολιτισμός προσεγγίστηκε από τη λαογραφία με ένα φονικό τρόπο. Τον νέκρωσε, επέλεξε μόνο αυτά τα στοιχεία που αναδείκνυαν την παλαιότητα του έθνους και του αφαίρεσε όλες τις κοινωνικές διαστάσεις. Το να αναδεικνύεις τις κοινωνικές δυναμικές σε όλες τις εκφράσεις του λαϊκού πολιτισμού σημαίνει να αναδείξεις την τοπικότητα, γιατί ο λαϊκός πολιτισμός δεν είναι ενιαίος, χωριό με χωριό έχουν διαφορές. Η Ελλάδα, όμως, που γινόταν ένα έθνος έπρεπε να επιδείξει ένα ομογενοποιημένο πρόσωπο. Έπρεπε, άρα, η διαφορετικότητα να λειανθεί. Παράλληλα, στο λαϊκό πολιτισμό ενυπάρχει διαρκώς η σύγκρουση των φυσικών τάσεων με τις κοινωνικές επιταγές. Στις Απόκριες οι άνθρωποι εκδηλώνουν την ανάγκη να καταλύσουν την εξουσία, να υπερισχύσουν οι φυσικοί κανόνες έναντι των κοινωνικών. Κάποτε οι κοινωνίες, παρότι τα άτομα ήταν αυστηρά ελεγχόμενα, επέτρεπαν κάποιες εξισορροπητικές δικλείδες, που ενέτασσαν και αφομοίωναν τον «παραβάτη». Σήμερα, που μεγάλα κομμάτια της παράδοσης επιβιώνουν σχεδόν μόνο ως αταβιστικές μνήμες και ως φολκλόρ, υπάρχει η ανάγκη τεκμηρίωσης όταν αναφερόμαστε στο παρελθόν.

Η παραδοσιακή μουσική μπορεί να επιβιώσει;
Τα παραδοσιακά τραγούδια τα ακούμε έτσι κι αλλιώς. Όμως με έναν τρόπο και σε ένα περιβάλλον διαφοροποιημένο. Έχει σημασία όταν θέλει κάποιος να μελετήσει αυτά τα τραγούδια να καταλάβει την ιστορία που τα συνοδεύει. Τα τραγούδια έχουν, ας πούμε, ένα κουσούρι, είναι καλλιτεχνικά κομμάτια. Πολλοί μένουν σε αυτό, όμως τα τραγούδια λέγονταν συγκεκριμένες στιγμές για συγκεκριμένους λόγους και είχαν ένα κανονιστικό ρόλο, τον οποίο οι ακροατές και οι ερμηνευτές τον καταλάβαιναν. Και οι μεν και οι δε είχαν αλληλλοτροφοδοτούμενους ρόλους, τη μια τραγουδούσε ο μεν και άκουγε ο δε, την άλλη αντιστρέφονταν οι ρόλοι. Το ίδιο και στο χορό, όλοι συμμετείχαν. Η καλή τραγουδίστρια παλιά στα χωριά ήταν αυτή που θυμόταν πολλά τραγούδια και ήξερε σε ποια στιγμή να πει ποιο τραγούδι. Σήμερα είναι η εποχή της ατομικότητας. Τα τραγούδια παίζονται από μουσικούς προς ακροατήρια. Το να ξαναφτιάχνεις μικρές κοινότητες, μικρές πρόσκαιρες συνθήκες συλλογικότητας είναι κάτι που μας συνδέει με αυτό το αίσθημα που εκλείπει.

Τι ήταν αυτό που έφερε η Δόμνα Σαμίου στο δημοτικό τραγούδι;

Η Δόμνα έφερε πολλές καινοτομίες στο δημοτικό τραγούδι. Λειτούργησε ως γέφυρα για το παλιό, κρατούσε ζωντανή την παράδοση βάζοντας και το δικό της λιθαράκι. Τραγούδησε τα παραδοσιακά τραγούδια με έναν τρόπο που να αφορά τους νέους, τους ανθρώπους στα αστικά κέντρα, έχοντας έγνοια για το γνήσιο και το καλαίσθητο, γιατί και η ίδια ήταν καλλιτέχνης. Προσέδωσε μια γνήσια εκδοχή στο παραδοσιακό, γιατί η ίδια ήταν αυθεντική.

 
Παραδοσιακή μουσική: Η κρίση έχει αρχίσει από παλιά

Η Μιράντα Τερζοπούλου συμμετείχε στο τριήμερο πολιτιστικό συνέδριο που διοργάνωσε ο δήμος Καλαμαριάς, το Σεπτέμβρη του 2011, με στόχο να πλαισιώσει και θεωρητικά τις καλλιτεχνικές δραστηριότητες του «Παρά θιν’ αλός», του μεγαλύτερου μουσικού και εικαστικού φεστιβάλ της Βόρειας Ελλάδας, με το παρακάτω κείμενο, στο οποίο μιλά για το «πολυθρύλητο μεν, ουσιαστικά όμως άγνωστο παρεξηγημένο, παραχαραγμένο έως και κακοποιημένο είδος μουσικής που ονομάζουμε «παραδοσιακή», τη μουσική εκείνη δηλαδή που μας έρχεται από το παρελθόν και υποτίθεται ότι απηχεί έναν τρόπο ζωής και μουσικές αντιλήψεις του παρελθόντος, ασχέτως του πώς παίζεται και πώς την ακούμε σήμερα». Το κείμενο κινείται ανάμεσα στον όρο και το ερώτημα «παραδοσιακή μουσική» και στους όρους ελληνικότητα και κρίση, που δανείστηκε από τους τίτλους του συνεδρίου.

Τις περισσότερες φορές η μουσική εκτιμάται μόνο για την αισθητική της πλευρά, ως τέχνη των ήχων που στοχεύει αποκλειστικά στη συγκίνηση και την ψυχαγωγία, αποκομμένη από τα κοινωνικά και τα πολιτικά συμφραζόμενα, στερημένη ως εκ τούτου από τα κρίσιμα εκείνα νοήματα που θα βοηθούσαν στην ουσιαστική κατανόησή της.
Έτσι και για πολλούς καλλιτέχνες της έντεχνης μουσικής, οι ήχοι της παράδοσης ήταν ένα συγκλονιστικό άκουσμα και μια -ομολογημένη ή ανομολόγητη- ερεθιστική πηγή έμπνευσης Σπάνια, όμως, οι θαυμαστές της αινιγματικής αυτής μουσικής γνώριζαν τις περιπέτειες του κάθε τραγουδιού ή μουσικού κομματιού, την ιστορία του, τις χρήσεις και καταχρήσεις του στο στενό χώρο στον οποίο δημιουργήθηκε, αναδημιουργήθηκε, πολέμησε, καταγράφτηκε, εκδόθηκε, μέχρι να φτάσει στ’ αυτιά τους. Εξίσου δεν υποψιάστηκαν πόσες μουσικές που υπήρχαν παραδίπλα δεν έφτασαν ποτέ στ’ αυτιά τους –και γιατί;
Ελεγε πρόσφατα σε μια συνέντευξη του ο Σωκράτης Μάλαμας: «Ακούω μουσική από τη Δυτική Ινδία. Πιο ισχυρή μουσική δεν γίνεται. Σε βάζει σε ένα εσωτερικό ενθουσιασμό.» Αυτό ακριβώς «ενθουσιασμένος, ένθεος» δηλαδή. Η ακρόαση και μόνο της μουσικής -κι αυτό το γνωρίζουμε καλά- σε οδηγεί συχνά σ’ ένα αισθησιακό μετεωρισμό, όπως εκείνους τους ασκητές, τους «δια θεόν σαλούς». Κι όπως εκείνους τους υπνώτιζε και τους ρουφούσε η απεραντοσύνη της ερήμου -«την ακούγανε» δηλαδή και τους «έστελνε»-, έτσι και τους ακροατές τέτοιων πανίσχυρων παλαιών μουσικών τούς κατακλύζει η γοητεία του ανοίκειου ακούσματος, ώστε να αδιαφορούν για την κοινωνική υπόσταση και τις ρίζες του λαϊκού καλλιτεχνικού έργου -αυτές τις «αποθήκες καυσίμων του κόσμου» για εμας τους σημερινούς φτωχούς.
Για τη Δυτική Ινδία, δικαιούμαστε ίσως να αγνοούμε πολλά, αλλά για το δίπλα μας; Τι ξέρουμε γι’ αυτόν τον «πόλεμο χωρίς σφαίρες», όπως πολύ σωστά κατά τη γνώμη μου χαρακτηρίστηκαν οι γλώσσες και οι μουσικές. Ας πάμε ένα μικρό ταξίδι, μια μικρή ιστορική αναδρομή. Θα στηριχτώ εδώ πολύ στην τολμηρή και πρωτοπόρα μελέτη των φίλων και συνοδοιπόρων μου Γιώργου Μαυρομμάτη και Λεωνίδα Εμπειρίκου με τίτλο «Εθνοτική ταυτότητα και παραδοσιακή μουσική στους μουσουλμάνους της ελληνικής Θράκης» που δημοσιεύτηκε το 2000.

Μια ιστορική αναδρομή

Το μωσαϊκό των εθνοτικών ομάδων που μετά τον αγώνα του ’21 και τη διάλυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας συναποτελέσαν το ελληνικό έθνος-κράτος κατά τη σταδιακή συγκρότηση του με τη συνεχή ενσωμάτωση νέων περιοχών επί 100 χρόνια σχεδόν μετά την ίδρυσή του, ομογενοποιήθηκε κατά κάποιο τρόπο και σε κάποιο βαθμό σιγά σιγά, δημιουργώντας αυτό που σήμερα αναγνωρίζεται ως το σύγχρονο νεοελληνικό κράτος. Όσες από τις εθνοτικά διαφορετικές αυτές ομάδες έφεραν τον τίτλο Xριστιανοί, με την πάροδο του χρόνου βρήκαν σιγά σιγά χώρο και εαυτό μέσα σε μιά ευρύχωρη νεοελληνική ταυτότητα. Aνάλογη τύχη είχαν τα τραγούδια και οι μουσικές τους: θεωρήθηκαν κομμάτια του σώματος της μεγάλης εθνικής μουσικής -τα ελληνόφωνα εξ αρχής και με άνεση, τα τουρκόφωνα των χριστιανών μικρασιατών προσφύγων πολύ αργότερα και με αρκετή δυσκολία. Ενώ τα αρβανίτικα, τα βλάχικα και πάνω απ’ όλα τα σλαβόφωνα, υπέστησαν τις αυστηρότερες απαγορεύσεις ως προς τη δημόσια εκτέλεση τους, όχι μόνο μέσω του σχολείου και της ιδεολογικής προπαγάνδας αλλά και με πιο βίαιους τρόπους, με αποτέλεσμα, εκτός των άλλων, οι άνθρωποι να αναδιπλωθούν και να κρύψουν μέχρι που ξέχασαν σχεδόν την πολύτιμη άυλη κληρονομιά τους, δηλαδή τη γλώσσα και τα τραγούδια τους, φτωχαίνοντας την εθνική μουσική -και τη γνώση μας, πλην ελαχίστων που έψαξαν το πράγμα. Μόνο κατά την τελευταία δεκαετία άρχισαν δειλά να εμφανίζονται στη δισκογραφία και ν’ ακούγονται σε κάποιες εθνοτοπικές επετειακές δικές τους γιορτές τραγούδια στις γλώσσες αυτές, και πάντα με ιδιωτική πρωτοβουλία ατόμων ή συλλόγων.
Ανάλογο τοπίο με τους αλλόθρησκους. Oι Eβραίοι ως γνωστό εξαφανίστηκαν και οι ερευνητές ψάχνουν μουσικές από τους επιζήσαντες στα γηροκομία της Κωσταντινούπολης και του Ισραήλ, οι μουσουλμάνοι αλβανικής καταγωγής της Ηπειροθεσσαλίας εκδιώχθηκαν ή εξαφανίστηκαν, ενώ οι μουσουλμάνοι μειονοτικοί της Θράκης, εξαιρέθηκαν από την ομογενοποιητική διαδικασία, μη θεωρούμενοι μέχρι τη δεκαετία του ’90 κομμάτι του ελληνικού έθνους. Ως εκ τούτου, οι μουσικές τους, μη θεωρούμενες επίσης κομμάτι του ευρύτερου εθνικού μουσικού σώματος, δεν διώχθηκαν μεν, όπως συνέβη με τις μουσικές των άλλων, «εθνικά ύποπτων» ελλήνων πολιτών, που αναφέραμε, αλλά αγνοήθηκαν παντελώς, παραμένοντας άγνωστες, για να ακούγονται μόνο απ’ τα δικά τους αυτιά. Αναφέρω ότι στη συγκεκριμένη περιοχή, τη Θράκη, κατά τα τελευταία χρόνια επιδεικνύεται από ημιεπίσημους -αλλά αναρμόδιους- φορείς έντονο ενδιαφέρον για ανάδειξη της μουσικής των Πομάκων, έργο αξιέπαινο αλλά ενίοτε υπόπτων προθέσεων.
Οι Ρομ τώρα, αόρατοι παντελώς ως πολίτες, διασώθηκαν σε ένα περίεργο καθεστώς λόγω της εξωτικής «τουρκογυφτολαγνείας» των πνευματικά ανώτερων Ελλήνων. Βασικοί συντελεστές σε εθιμικά δρώμενα και πανηγύρια, παίζουν και διαδίδουν μουσικές όλων των ομάδων, αλλά κανείς δεν ξέρει τίποτε για τις δικές τους, ούτε καν αν υπάρχουν.
Κι ενώ αυτά συνέβαιναν με τους «διαφορετικούς», οι μουσικές των καθαρόαιμων Ελλήνων-χριστιανών δεινοπαθούσαν με έναν άλλο τρόπο. Έχοντας, (υπό την καθοδήγηση των εκπροσώπων της εθνικής λαογραφίας) αναλάβει το ρόλο στήριξης της ελληνικότητας -δηλαδή της απευθείας σύνδεσης με την αρχαιότητα και διαγραφής των ενδιάμεσων αιώνων- και απόδειξης μιας αδιατάρακτης συνέχειας που περιλάμβανε και το παρόν, έπρεπε να αποβάλουν ό,τι θύμιζε το επικίνδυνο παρελθόν άλλα και ό,τι αποκάλυπτε οχληρές κοινωνικές πραγματικότητες. Οι μουσικές λειάνθηκαν, οι ήχοι εξευγενίστηκαν, οι τοπικότητες εξωτικοποιήθηκαν ή ισοπεδώθηκαν, οι φωνές έχασαν τον ιδιωματισμό τους κρατώντας μόνο το κατιτίς, τα τραγούδια ταξινομήθηκαν σε βαρύγδουπες ακαδημαϊκές κατηγορίες και από μέσο αφήγησης της ιστορίας και διαχείρισης της μνήμης και της ταυτότητας για τα μέλη της κάθε κοινότητας που τα δημιουργούσε, έγιναν ευχάριστα και εύπεπτα ακούσματα για τα αυτιά των νεο-αστών που ήθελαν να ξεχάσουν όσα θύμιζαν το χωριό τους ή μάλλον να τα ξανα-ανακαλύψουν σαν τους ξενιτεμένους, εξωραϊσμένα, νοσταλγικά, αποκομμένα απ’ την ιστορία και τη δύσπεπτη κοινωνική πραγματικότητα.
Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, καλοπροαίρετοι καλλιτέχνες και λοιποί διανοούμενοι συζητούσαν επί δεκαετίες για την περίφημη «ελληνικότητα» στην τέχνη. Ωραίοι καιροί. Σήμερα θερμοκέφαλοι χρυσαυγίτες σπάνε κεφάλια με το ίδιο επιχείρημα.

Τι είδους ελληνισμό θέλουμε;


Γιατί λοιπόν να με ανησυχήσει εμένα η κρίση; Μια κρίση, πρώτα απ’ όλα κλονίζει βεβαιότητες, άρα κλονίζει φανατισμούς και αμαθείς προσηλώσεις σε φαντασιακές ηγεμονικές υποστάσεις και άλλα τέτοια κατασκευάσματα. Ευτυχώς μαζί με το οικονομικό μπήκε στη ζωή μας και το κοινωνικό και το πολιτικό. Για να κατανοήσουμε και να αντιμετωπίσουμε μια τόσο βαθιά μεταβατική ιστορική φάση, είμαστε υποχρεωμένοι να ανατρέξουμε, να εμβαθύνουμε, να αναθεωρήσουμε όλα όσα εμποδίσαμε εν ονόματι μιας στρεβλής εξέλιξης, που οδήγησε εδώ που οδήγησε και που ίσως έκρυβαν πολύτιμα μυστικά ζωής και πολιτιστικής δημιουργίας.
Όταν έχω δει τη διαστρέβλωση και τη φίμωση της μουσικής και τις λεηλασίες που έχουν διαπραχθεί στο όνομα μιας κάλπικης ελληνικότητας, την οποία κι αυτήν ακόμη παράλληλα κακοποιούσαμε, η κρίση μόνο ελπίδες μπορεί να μου δώσει. Μόνο σαν πέσουνε τα στεγανά, μπορεί να πάρει η αναζήτηση και η γνώση νέες κατευθύνσεις, αναδεικνύοντας ένα πανόραμα πολλαπλών αποχρώσεων που μόνο πλουσιότερους θα μας κάνει και ικανούς να κατανοήσουμε ένα κακοπαθημένο παρελθόν σε συνάρτηση με το δικό μας πολιτικό και αισθητικό παρόν και τα αμείλικτα αιτήματά του.
Το φλέγον θέμα είναι να υπερβούμε ως λαός την αμφιθυμία μας απέναντι στην ιστορία και την ταυτότητά μας και ν’ αποφασίσουμε τι είδους ελληνισμό θα θέλαμε σήμερα. «Τίποτε δεν είναι πιο νεωτερικό απ’ τον ελληνικό πολιτισμό, γιατί τίποτε δεν είναι πιο αρχαίο», έγραψε κάποτε ένας νεοελληνιστής καθηγητής αμερικάνικου πανεπιστημίου. Φτάνει να γίνεται σωστά η αναμέτρηση του νεότερου και νεωτερικού με το πρότυπο που το εμπνέει και ταυτόχρονα το ακυρώνει.
Ίσως έτσι, υπερβαίνοντας την προβληματική και φαντασιωτική σχέση μας με την Ελληνικότητα, αξιοποιήσουμε το πλεονέκτημα που έχουμε ως πολλαπλά παθόντες, και μπορέσουμε να συμμετάσχουμε στην πλατιά παγκόσμια συζήτηση για τον πόλεμο των πολιτισμών και την κρίση, με καινούργιες και βιωματικές ιδέες και προτάσεις. Μια τέτοια πρόταση θα ήταν η σύνθετη και αναθεωρητική για τα μέχρι τώρα περί Ελλάδος ισχύοντα αντίληψη, που θα πρόβαλε τον ελληνισμό ως ρευστή, εύπλαστη, ανοιχτή πολιτιστική κοινότητα -έτσι όπως άλλωστε υπήρξε στην ακμή του, αλλά εμάς στην παρακμή του δεν μας συνέφερε να το δούμε. Ένα πολυφωνικό πεδίο σκέψης και δράσης, που δεν καθορίζεται μόνο από προαιώνια χαρακτηριστικά αλλά ανταποκρίνεται σε σημερινά προβλήματα. Νομίζω ότι μια τέτοια έννοια ελληνικότητας πρέπει να οικοδομηθεί, η αντίληψη ενός ελληνισμού πολλαπλού και υπερεθνικού που θα λειτουργήσει σαν πρόκληση στη διεθνή κοινότητα, βοηθώντας όχι μόνο στο ξεπέρασμα της κρίσης αλλά συμβάλλοντας δυναμικά και στην ανάπλαση του μέλλοντος.

Δεν υπάρχουν σχόλια: