Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2022

"Η Ιστορία που βράζει" διήγημα της Σοφίας Νικολαΐδου (εφημερίδα "Εποχή" 2.1.2022)

 ...............................................................



                   
                Η Ιστορία που βράζει











διήγημα της Σοφίας Νικολαΐδου* (εφημερίδα "Εποχή" 2.1.2022)




Δεν θέλει πολύ, ένα δευτερόλεπτο

Ξέρω οι ιστορίες δεν διορθώνουν τίποτε ούτε σώζουν κανέναν. Όμως δεν μπορεί, κάποιος θα ρωτούσε, γιατί αυτό κάνουν οι άνθρωποι, ρωτάνε. Κι εγώ δεν είχα απαντήσεις, μόνο τις ιστορίες που μου έλεγαν.

Πριν από τη συμφορά, όταν δεν είχε πεθάνει ακόμη κανείς, ζούσαμε με τον φόβο και την ελπίδα. Περπατούσαμε σε μια πόλη με σπασμένες πλάκες πεζοδρομίου, γραμμένους τοίχους και σκουπίδια στους δρόμους. Η ζωή κυλούσε ήρεμα.

Δεν θέλει πολύ, ένα δευτερόλεπτο.

Οι ηλικιωμένοι ήταν πιο επιρρεπείς στα συμπτώματα. Τα παιδιά γλίτωναν. Οι έφηβοι θα γλίτωναν. Οι νέοι είχαν μεγάλες πιθανότητες. Ήταν η εποχή που πάψαμε να ακουμπάμε ο ένας τον άλλον. Η νιότη έγινε το παν.

Εκείνη την εποχή ήταν έγκλημα να είσαι πονόψυχος.



Μια ζωή στη χλωρίνη

Στην Γεωργία, η Λίζα ήταν δασκάλα, εδώ καθαρίζει σπίτια. Λατρεύει τη χλωρίνη και σφουγγαρίζει στα τέσσερα με πανί. Έχει τη μάνα κατάκοιτη και τον γιο στην Σκοτία. Οι φίλες της λένε μπράβο, μακάρι και τα δικά τους τα παιδιά να είχαν την τύχη του. Η Λίζα σκύβει το κεφάλι. Τι να την κάνω τη Σκοτία, λέει. Δεν τον βλέπω πια.

Είκοσι χρόνια καθαρίζει τα ίδια σπίτια. Δευτέρα στη Νατάσα, Τρίτη και Πέμπτη στο γραφείο της κυρίας Λίτσας. Ζει με λίγα λεφτά και το φαγητό που της δίνουν στο τάπερ.

Η μάνα κλαίει το βράδυ στο κρεβάτι της και η Λίζα δεν έχει καρδιά το πρωί να σηκωθεί. Στην τηλεόραση λένε πολλά, δεν ξέρει τι να πιστέψει. Μία-μία οι φίλες της μένουν χωρίς δουλειά. Τα καλά σπίτια έκλεισαν τις πόρτες τους. Θα τις ειδοποιήσουν, είπαν, όταν περάσει το κακό.

Ως τότε όμως;

Είκοσι χρόνια καθάριζε το σπίτι της Νατάσας× καλή κοπέλα, όμορφη, πάντα βιαστική. Της έδινε από τα φορεμένα της. Μοντέρνα ρούχα, έκαναν εντύπωση. Ντρεπόταν να τα βάλει και να βγει.

-Θα δυσκολέψει κι άλλο, της είπε η Νατάσα στο τηλέφωνο. Αύριο να έρθεις, γιατί μετά θα κόψουν την κυκλοφορία. Είναι σίγουρο.

Η Λίζα ξύπνησε από τις πέντε και έμεινε στο κρεβάτι μέχρι τις επτά. Ύστερα ντύθηκε και κατέβηκε στη στάση, τρία λεωφορεία άλλαξε μέχρι να φτάσει. Φορούσε γάντια και μια μάσκα πάνινη. Στάθηκε στην εξώπορτα, η Νατάσα με τη ρόμπα, της έδωσε προσεκτικά τον φάκελο.

-Κλείσε το φερμουάρ, έδειξε στη μεριά της τσάντας. Πρόσεχε να μη σε κλέψουν, την συμβούλεψε.

Της πρόσφερε κι ένα κουτί σοκολατάκια, πιστεύει ότι τα γλυκά φέρνουν χαμόγελα.

Στάθηκαν λίγη ώρα να κοιτάζονται, η μία έξω απ’ το σπίτι και η άλλη μέσα.

Δεν είχαν τι να πουν, η Λίζα έβαλε το χέρι της στο μέρος της καρδιάς. Η πόρτα έκλεισε.



Είσαι καλό παιδί, είπε

Είχε σπουδάσει κάτι άχρηστο, στο σόι δεν θυμόνταν πώς έλεγαν τη Σχολή. Φιλότιμος, χαλί να τον πατήσεις. Δεν έχει προκοπή, κουνούσε το κεφάλι του ο θείος. Στη μάνα του δεν έλεγαν πολλά, αν έπιαναν στο στόμα το παιδί, έκλεινε το τηλέφωνο κατάμουτρα. Στην κρίση έγινε ντελιβεράς. Με χιόνι, με βροχή, με καύσωνα. Συμπλήρωνε κι η μάνα, ο μήνας έβγαινε.

Οι περισσότεροι παράγγελναν κοτόπουλο κεμπάπ, σουβλάκια και πατάτες τηγανητές. Γίγαντες και ρεβύθια οι συνταξιούχοι. Μπριάμ οι χορτοφάγοι.

Έμαθε τις πιο γρήγορες διαδρομές. Ήταν ευγενικός κι αυτό μετρούσε στους παλιούς που άφηναν φιλοδώρημα. Γυρνούσε σπίτι, ξεραινόταν στον καναπέ. Έβγαινε ο ήλιος και συνέχιζε τον ύπνο στο κρεβάτι του.

Δώδεκα ώρες στη δουλειά ήταν πολλές, αλλά είχαν μεγαλώσει και οι ανάγκες. Η αγορά είχε πεθάνει κι αυτοί που είχαν χρήμα δεν το ξόδευαν. Γκρίνιαζαν λίγο παραπάνω οι πελάτες, δεν είχαν την υπομονή να περιμένουν. Ήταν κι εκείνοι που δεν άνοιγαν την πόρτα, του φώναζαν να αφήσει τη σακούλα στο χαλάκι, δύο τρεις είχαν πετάξει εκεί το μισόφραγκο.

-Είναι από τους τυχερούς, έχει ακόμη δουλειά, έλεγε τώρα ο θείος στο τηλέφωνο.

Τα ίδια έλεγε το αφεντικό. Οι δώδεκα ώρες έγιναν δεκατέσσερις, πώς να εμπιστευτεί καινούριους στον χαμό;

Χθες τους παράγγειλε κοτόσουπα μια γιαγιά. Μόνη στο σπίτι, του άνοιξε με το νυχτικό, άσπρα μαλλιά, κοιτούσε σαν χαμένη. Ο Σώτος στάθηκε στο χαλάκι προσοχή.

-Να την σερβίρετε στο πιάτο και να πετάξετε το κουτί, την συμβούλεψε. Και το ψωμί είναι φρέσκο, να το φάτε.

Η γιαγιά έγνεψε ευχαριστώ. Του άφησε στο χέρι τα λεφτά.

-Είσαι καλό παιδί. Να προσέχεις, τον σταύρωσε πριν κλείσει την πόρτα.



Money makes the world go round

Ήταν φτωχός και έκανε λεφτά. Δεν πάτησε επί πτωμάτων, ό,τι κατάφερε με το μυαλό και τον κόπο του, καμάρωνε γι’ αυτό. Μα αν δεν μεγαλώσεις, θα σε φάνε. Ανοίχτηκε λοιπόν, δάνεια και χρηματιστήριο. Μόνο για τη δουλειά μιλούσε, ήταν η ζωή του. Παλιός κομουνιστής, είχε περάσει χρόνια στην αφισοκόλληση, μετά εργοδότης από τους καλούς. Ήξερε πώς να ξεσηκώνει τους δικούς του, να λέει τις λέξεις που χτυπάνε στην καρδιά. Όσο ξοδεύεις τόσο σου έρχονται, το πίστευε και το τηρούσε, πάντα στο νου του είχε να κάνει το καλό. Πίστευε στο θεό, έκανε το σταυρό του, φύλαγε τα ρούχα του.

Είχε περάσει φουρτούνες, μύριζε σαν άγριο θηρίο το κακό. Διάβαζε τα σημάδια πιο νωρίς από τους άλλους. Tου άρεσε να πιάνουν τόπο τα πράγματα, έτσι έλεγε η μάνα του. Έμαθε στα σαράντα τα αγγλικά των μπίζνεσμαν, για να συνεννοείται με τους Ευρωπαίους.

Και τώρα αυτό. Να κατεβάσουν όλοι τα ρολά, να κάνουν παύση, πού ακούστηκε; Ούτε στον πόλεμο τέτοιο κακό.

Η οικονομία είναι σαν τη Γη. Αδύνατον να σταματήσει να γυρίζει.



Μετράει τους ανθρώπους

Την βάφτισαν Νερατζούλα από τη γιαγιά. Είναι δασκάλα στο δημοτικό και η μάνα της έχει άνοια. Πληρώνει μια Ουκρανή να την προσέχει, ίδρωσε να τη βρει. Η μάνα είναι ο μόνος άνθρωπος που έχει. Αυτό την κάνει κάποιες μέρες να κλαίει. Οι άλλοι γκρινιάζουν, εκείνη χαίρεται με τη δουλειά. Με τρόμο σκέφτεται τη σύνταξη που έρχεται.

Εδώ και τρεις μέρες δεν κλείνει τον υπολογιστή, θέλει να καταλάβει πώς λειτουργεί η πλατφόρμα. Διαβάζει οδηγίες, κάνει χίλια λάθη και πάλι ξεκινάει από την αρχή. Στο μάθημα φοράει ροζ φόρμα και ζακέτα ασορτί, φαίνεται στην οθόνη. Γράφει και διορθώνει εργασίες, στέλνει μηνύματα στους μαθητές, φατσούλες και αυτοκόλλητα που τους αρέσουν.

Η Ουκρανή τηλεφωνεί διαρκώς, δυσκόλεψαν τα πράγματα με τη μάνα. Φωνάζει και ζητάει να βγει. Η Τζούλια περνάει κάθε μέρα από το πατρικό, γυρνάει στο σπίτι ράκος. Ύστερα σκέφτεται πως κάνει αυτό που πρέπει και λέει στον εαυτό της να σταματήσει να σκέφτεται. Βάζει ένα ποτήρι κρασί, τρώει το ρύζι από το ψυγείο. Μιλάει στα φυτά της στο μπαλκόνι. Δεν την παρηγορούν τα βιβλία, θέλει να βλέπει μόνο τηλεόραση. Μετράει τους ανθρώπους όχι με βάση τα μηνύματα που στέλνουν, αλλά με το αν τελικά παίρνουν τηλέφωνο.



Έβλεπε την Ελλάδα από μακριά

Ο Γιάννης ζούσε στο Παρίσι από τα δεκαοκτώ. Εκεί σπούδασε, εκεί δούλευε, εκεί έφτιαξε το σπίτι του. Σχέδιο της μαμάς, για να γλιτώσει τις Πανελλαδικές και τον στρατό. Πέρασε ζόρια και βαρβάτη μοναξιά, δέκα χρόνια στην πρέσα, στο τέλος έβαλε τα πράγματα σε μια σειρά. Στην πολυεθνική τον πήραν δοκιμαστικά. Είχε καλές ιδέες και τα μυαλά στο κεφάλι του, τα πήγαινε καλά.

Τη μέρα που έγινε η επίθεση στο Μπατακλάν έμεινε στο γραφείο, να τελειώσει ένα πρότζεκτ. Αλλιώς θα ήταν κι αυτός εκεί. Έκανε μήνες να γυρίσει η καρδιά στη θέση της. Έβλεπε τον στρατό στους δρόμους, κράνος αντί για πρόσωπο, το όπλο στα χέρια, όχι το πιστολάκι της αστυνομίας, στρατός σημαίνει στρατός.

Ρωτούσε η μαμά τι κάνεις και η απάντηση ήταν καλά. Πολύ καλά. Είμαστε ασφαλείς.

Το Παρίσι ήταν η πόλη του. Αν τον ρωτούσες, τώρα στα σαράντα, ένιωθε Γάλλος. Ερχόταν στην Ελλάδα κάθε Αύγουστο, διακοπές στο νησί. Έκανε μπάνια, ξάπλωνε στον ήλιο, έπινε κρασί στο σεληνόφως. Κι έφευγε προτού να βαρεθεί.

Στην εταιρεία κράτησαν τα στελέχη και έστειλαν τους υπόλοιπους στο σπίτι τους. Έδωσε μάχη για το τμήμα του και κάπως φρέναρε τις απολύσεις. Πάγωνε η ψυχή του στην τηλεδιάσκεψη, όλο και κάποιος έλειπε από τη σύνδεση, έπαψε να ρωτάει πώς και τι. Όλοι τους ήταν άνθρωποι που ήξερε. Και τώρα ήταν στην εντατική.

Σκέφτηκε να επιστρέψει, αλλά δεν πρόλαβε. Η απαγόρευση τον βρήκε στο Παρίσι κι έμεινε εκεί.

-Ποιος να μας τό ’λεγε, γελούσε στην οθόνη του υπολογιστή. Ποιος να μας τό ’λεγε πως θα ερχόταν η μέρα που θα παρακαλάμε να γυρίσουμε.

-Να πάρεις κι αύριο, ακούς; Να σε βλέπω, να ξέρω ότι είσαι καλά, έλεγε και ξανάλεγε η μάνα.



*Σημείωση: Πολύ πρόσφατα κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα της Σοφίας Νικολαΐδου «VOR Πέρα από τον νόμο» (εκδόσεις Μεταίχμιο, 2021).

Δεν υπάρχουν σχόλια: