..............................................................
· «Γριά Γη»
του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) από τις «ΠΡΟΖΕΣ 1945-1980» (μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδ. Πατάκη, 7η έκδοση 2013)
Γριά γη, όχι άλλα ψέματα, σ’ έχω δει, εγώ
ήμουν, με του αλλουνού τα μάτια τα παραληρηματικά, πολύ αργά. Θα
είσαι πάνω μου, θα είσαι εσύ, θα είμαι εγώ, θα είμαστε εμείς, ποτέ δεν ήταν
εμείς. Τώρα πια δεν αργεί, πώς καρφώνω το
βλέμμα πάνω σου, και ποια άρνηση, πώς με αρνείσαι, εσύ η τόσο απαρνημένη. Είναι
η χρονιά με τις χρυσόμυγες, δεν θα είναι και η επόμενη, ούτε η μεθεπόμενη,
κοίτα να τις χορτάσεις. Έρχομαι σπίτι σούρουπο, εκείνες αρχίζουν να πετούν,
ξαμολιούνται από τη μικρή βελανιδιά και φτεροκοπούν μακριά χορτασμένες, μέσα στις
σκιές. Έρχομαι, πιάνομαι από το κλαδί, σηκώνομαι όρθιος και μπαίνω μέσα. Τρία χρόνια στη γη, από κείνα που διαφεύγουν
από τους τυφλοπόντικες, έπειτα φαγοπότι φαγοπότι, για δέκα μέρες, δεκαπέντε και
το σούρουπο πάντα το πέταγμα. Προς το ποτάμι, ίσως να κατευθύνονται προς το
ποτάμι. Ανάβω το φως, έπειτα το σβήνω, ντροπιασμένος, στέκομαι καρφωμένος
μπροστά από το παράθυρο, τα παράθυρα, από το ένα στο άλλο πηγαίνοντας,
ακουμπώντας στα έπιπλα. Κοιτώ για μια στιγμή τον ουρανό, τους διαφορετικούς
ουρανούς, έπειτα αλλάζουν σε πρόσωπα, αγωνίες, αγάπες, αγάπες διαφορετικές,
ευτυχία επίσης, ναι, δυστυχώς, υπήρχε κι αυτό. Στιγμές ζωής, της δικής μου επίσης,
μεταξύ άλλων, δεν το αρνούμαι, όλα καμωμένα κι ειπωμένα. Ευτυχία, ποια ευτυχία,
αλλά και ποιους θανάτους, ποιες αγάπες, γνώρισα τότε, έπειτα ήταν πολύ αργά.
Αχ, να αγαπάς στα τελευταία σου και να τους βλέπεις στα δικά τους, της τελευταίας
στιγμής αγαπημένοι, και να είσαι ευτυχής, γιατί έτσι, δίχως λόγο. Όχι αλλά
τώρα, τώρα, στάσου απλώς ακίνητος, όρθιος μπροστά από ένα παράθυρο, το ένα χέρι
στον τοίχο, το άλλο να σφίγγει το πουκάμισο, και κοίτα τον ουρανό, βλέμμα
επίμονο, αλλά όχι αγκομαχητά και σπασμοί, θάλασσα μικρού παιδιού, άλλοι
ουρανοί, ένα άλλο σώμα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου