Κυριακή 21 Ιουλίου 2019

"Επιτύμβιον" διήγημα του Τόλη Καζαντζή (1938-1991) από διηγημάτων "Ενηλικίωση" (εκδ. "ΝΕΦΕΛΗ", γ'έκδοση, 1995)

..............................................................









Τόλης Καζαντζής (1938-1991)




Επιτύμβιον

Πέθανες - κι έγινες και συ: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Τριάντα έξι στέφανα σε συνοδέψανε, τρεις λόγοι αντιπροέδρων,
Εφτά ψηφίσματα για τις υπέροχες υπηρεσίες που προσέφερες.

Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το 'ξερα τι κάθαρμα ήσουν

Τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα
Κοιμού εν ειρήνη, δε θα 'ρθώ την ησυχία σου να ταράξω
(Εγώ, μια ολόκληρη ζωή μες στη σιωπή θα την εξαγοράσω
Πολύ ακριβά κι όχι με τίμημα το θλιβερό σου το σαρκίο).
Κοιμού εν ειρήνη. Ως ήσουν πάντα στη ζωή: ο καλός,
Ο λαμπρός άνθρωπος, ο οικογενειάρχης, ο πατριώτης.
Δε θα 'σαι ο πρώτος ούτε δα κι ο τελευταίος.

                                               ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ 


   Κανείς δεν ξέρει πώς αρχίζει μια ιστορία. Ούτε και στην ιστορία του Ερμόλαου Παγανά μπορείς να βάλεις εύκολα κάποιο σημείο για αρχή. Ίσως μάλιστα να του πέφτει και πολύ να καθόμαστε να ψάχνουμε ατέλειωτα μέσα στο παρελθόν για την ερμηνεία της σύνθετης προσωπικότητάς του. Είναι ενδεχόμενο, δηλαδή, να χρειαστεί ένα ατέλειωτο ψάξιμο μέσα στο οικογενειακό του δέντρο για να μπορέσουν να δικαιολογηθούν ένα σωρό πράγματα. Πάντως στην Κατοχή, σε ηλικία σαράντα τριών ετών, βρέθηκε να ξέρει άπταιστα γερμανικά και αρκετά καλά ιταλικά. Κανονικά, λοιπόν, δε θα 'πρεπε ν' αρχίζαμε απ' τη μέρα που μπήκανε οι Γερμανοί στη Θεσσαλονίκη, γιατί σ' αυτό ακριβώς το χρονικό σημείο, και πριν καλά-καλά προλάβουνε οι Γερμανοί να ολοκληρώσουν την παρέλασή τους, ο Ερμόλαος είχε κιόλας αναλάβει τη διεύθυνση του γραφείου επιτάξεων. Ας την αρχίσουμε όμως από δω την ιστορία του, γιατί αν μπλέξουμε σε κάποια ερωτήματα, σε κάτι "πώς" και "πότε κιόλας" είναι βέβαιο πως άκρη δε θα βγει. Το γεγονός, πάντως, είναι ένα: Ότι δεν είναι παίξε γέλασε το να 'σαι επί Κατοχής προϊστάμενος ενός τέτοιου γραφείου κι αυτό ίσως δικαιολογεί όλον εκείνο το ζήλο του, να γίνει κάτοχος δύο ξένων γλωσσών, τόσο μεγάλος και σε τόσο ανύποπτο χρόνο. Και τι ήταν μέχρι τότε υ Ερμόλαος; απλός υπάλληλος των Σ.Ε.Κ. με τρία και μισό. Όμως, ας βολέψουμε τις απορίες μας λέγοντας πως αυτό ήταν τυχαίο, γιατί αλλιώς θα τα μπλέξουμε. Μπλέκουμε, βέβαια, και με τα "τυχαία", γιατί αυτά τα "τυχαία" πληθαίνουνε στη βιογραφία του με καταπληκτική, με απίστευτη πρόοδο. Όμως είπαμε: Ή θα απομονώσουμε κάποιο σημείο κι από κει θ' αρχίσουμε την ιστορία του, ή, μ' αυτά και μ' εκείνα, η ιστορία ούτε θ' αρχίσει ούτε, φυσικά, θα τελειώσει ποτέ.
   Το πιο ενδιαφέρον, πάντως, κομμάτι της ζωής του ήταν η θητεία του στο γραφείο επιτάξεων. Το πώς δηλαδή τα κατάφερε με τη μεθοδικότητα, τη διορατικότητα και την ψυχραιμία που τον διέκριναν, όχι μονάχα να γλιτώσει εκ των υστέρων το ντουφέκι, που πιθανόν του άξιζε, μα, αντίθετα, να γίνει παμψηφεί μετά την απελευθέρωση, πρόεδρος του συλλόγου "αγωνιστών εθνικής ανατάσεως". Το πράγμα ήταν απλούστατο τώρα που το σκεφτόμαστε εκ των υστέρων. Γιατί προσωπικά διηύθηνε μόνο τα "ντου" που γινότανε στα μαγαζιά και στα πλουσιόσπιτα των Εβραίων. Κι όχι υπερβολές. Έμπαινε μέσα σαν άνθρωπος χορτάτος κι αντί "να κάνει γιούργια στον ταβλά με τα κουλούρια", που λένε, σουλατσάριζε επίσημα και τάχατες αδιάφορα μέσα στη σάλα κι έδειχνε με τρόπο στο Σωτήρη, τον έμπιστό του, Θεός σχωρέσ' τον, τον καθαρίσανε αργότερα κάπου στο Διοικητήριο, κι αυτός αμέσως φερμάριζε τον πίνακα ή το χαλί και το 'παιρνε παραμάσκαλα κι αυτό ήταν όλο κι όλο. Κι ύστερα ποιος να προσέξει πως λείπει κάτι απ' το σπίτι;  Ποιος μπορεί να πάρει χαμπάρι το σφάχτη, που ρίχνοντας το σφχτάρι στο καρότσι, κάνει ένα "χραπ" με τη χαντζάρα του και ρίχνει σαν ταχυδακτυλουργός μέσα στο σακουλάκι του τον εκλεκτό βραδινό κρασομεζέ; Έτσι κι οι Γερμανοί. Μπαίνανε στα παλάτια της οδού Βασιλίσσης Όλγας και μένανε ξεροί με την αρχοντιά κι άντε να προσέξουνε ύστερα ένα λεκέ στον τοίχο απ' τον πίνακα που ξεκρεμάστηκε. Άσε πια τους φουκαράδες τους Εβραίους. Αυτοί, κοντά εξήντα χιλιάδες νοματαίοι φύγανε και μόλις δύο χιλιάδες, κι ούτε, γυρίσανε και βρήκαν μόνο τα ντουβάρια απ' τα σπίτια τους κι είπανε κι από πάνω "Δόξα τω Θεώ".
   Εδώ θα μπορούσε να σταματήσει η εξέλιξη του ήρωά μας. Δηλαδή, παρά τις εξαιρετικά λεπτολόγες πρόνοιές του, από κάπου έπρεπε να τη βρει. Δεν μπορεί... Δε λέω, βέβαια πώς θα τον καθαρίζανε. Τέτοιο κακό ήταν σχεδόν αδύνατο να του συμβεί. Θα μπορούσε όμως, βρε αδερφέ, όπως τόσοι και τόσοι άλλοι λιγότερο σημαντικοί απ' αυτόν, να 'τρωγε σα δωσίλογος καμιά βαρβάτη ποινή, να δημευόταν και η περιουσία του κι ύστερα να 'παιρνε κι αυτός μαζί με τους άλλους αμνηστία, την περιουσία του πίσω κι από πάνω, σαν ηθική αποκατάσταση, κάποιο σημαντικό αξίωμα. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν έγινε κι η ιστορία του θα μπορούσε ν' αρχίσει από δω. Γιατί, όπως είπαμε, φρόντιζε πάντα για τα μετέπειτα. Με τις γνωριμίες του, δηλαδή, στ' ανώτατα γερμανικά κλιμάκια, έσωσε, με το αζημίωτο, πολλούς μαυραγορίτες, προετοιμάζοντας ταυτόχρονα και τους μεταπελευθερωτικούς του προστάτες. Προστάτες ισχυρούς, που γίνανε μετά την Κατοχή σημαντικοί οικονομικοί και, φυσικά, κοινωνικοί παράγοντες του τόπου. Κι ακόμη, έστελνε, τάχα στα κρυφά, κουβέρτες και τρόφιμα στα νοσοκομεία και στα ορφανοτροφεία .Και να δεις που οι Γερμανοί το ξέρανε κι ήτανε κι από πάνω κι ευχαριστημένοι. Γιατί, μόνον κοινός νους χρειαζότανε για να συλλάβεις τη δέουσα μέθοδο κι αυτόν ο Ερμόλαος τον διέθετε και με το παραπάνω. Λοιπόν, ζητάγανε, να πούμε, οι Γερμανοί πεντακόσιες κουβέρτες; Έστελνε ο Ερμόλαος και μάζευε απ' τα νοσοκομεία χίλιες κι απ' αυτές έδινε στους Γερμανούς εξακόσιες, διακόσιες έβγαζε στη "μαύρη" για πάρτη του κι έστελνε στα κρυφά κι από την πίσω πόρτα τις διακόσιες που απέμεναν στα ίδια νοσοκομεία. Και δεν έφτανε αυτό. Διατηρούσε μυστικές επαφές και με τους αντάρτες, δεξιούς κι αριστερούς. Κι έστελνε, ας πούμε, μήνυμα πως αύριο ξεκινάνε δύο φορτηγά με άλευρα για την Κοζάνη και την στήνανε οι αντάρτες στην Καστανιά κι ύστερα γράφανε τον Ερμόλαο στις δέλτους των αντιστασιακών. Κι όλ' αυτά στα κρυφά. Στα επικίνδυνα, άλλοι μπροστά κι ο Ερμόλαος μόνον αν ήτανε να βγει στον αφρό. Θα μπορούσες εδώ να υποθέσεις πως τελειώνει η ιστορία του. Πως ο άνθρωπος, αφού πήδηξε του κόσμου τα παλούκια και δεν του χώθηκε κανένα στα πισινά, αναγνωρίστηκε μετά, με το σπαθί του, σαν αληθινός πατριώτης, σαν άνθρωπος που έσωσε ζωές βάζοντας το κεφάλι του στο ντουρβά. Πάνω σ' αυτό, θα ΄χε, αν χρειαζότανε, χίλιους μάρτυρες που θα 'τανε πρόθυμοι να παλαμιάσουνε σαράντα Ευαγγέλια για χάρη του. Κι όλ' αυτά, εκτός απ' το παράσημο του "φοίνικος" που πήρε, θα δικαιολογούσανε και την ανάθεση κάποιας θέσεως με σοβαρές διαχειρίσεις, απ' αυτές που απαιτούν χαρακτήρα αδαμάντινο. Το να περιμένεις να την πατήσει θα 'ταν μάλλον παράλογο. Να μπει δηλαδή μπροστά, παντιέρα σ' αριστερούς, δεξιούς και τα λοιπά, πράγμα που δε θα 'τανε δύσκολο ούτε και παράξενο. Αντίθετα. Από τον πρώτο κιόλας χρόνο της Κατοχής, άρχισε τη συστηματική εκμάθηση των αγγλικών. Δάσκαλός του, ένας Εβραίος, ο καλύτερος δάσκαλος των αγγλικών, ο κύριος Πέπο, που ο Ερμόλαος τον πήρε και τον έκρυψε στο σπίτι του σώζοντάς τον απ' τους φούρνους. Έτσι είχε, για χρόνια ολόκληρα, τζάμπα δάσκαλο και δούλο αφοσιωμένο, που όταν ήρθαν οι Εγγλέζοι, βγήκε στους δρόμους και φιλούσε εκεί που είχε πατήσει ο σωτήρας του.
   Βγήκε κι ο Ερμόλαος με δάκρυα χαράς, πλάι στο δεσπότη και καλωσόρισε στα άπταιστα αγγλικά του τους Εγγλέζους. Λες γι' αυτό να ενθουσιάστηκε ο Εγγλέζος διοικητής και τον προσκάλεσε απ' τους πρώτους στο επίσημο γεύμα της Απελευθερώσεως; Ας πούμε, τέλος πάντων, γι' αυτό κι εδώ θα υπέθετε κανείς πως θ' άρχιζε μια νέα, ειρηνική καριέρα. Μια λαμπρή πολιτική, ίσως, καριέρα, όπου ο Ερμόλαος θα 'παιζε το ρόλο του θεμελιωτή της Δημοκρατίας. Δε συνέβη όμως κάτι τέτοιο. Από το ρόλο του πολιτικού ή του κομματικού παράγοντα, προτιμότερος κι ασφαλέστερος για έναν εθνικό άνδρα είναι ο ρόλος του κοινωνικού παράγοντα. Σαν πρόεδρος όμως εθνικών οργανώσεων και αγαθοεργών ιδρυμάτων, εκτός απ' τις καθόλου ευκαταφρόνητες μηνιαίες αποζημιώσεις, τα λεγόμενα "σύμβολα" και τις λεγόμενες"νόμιμες προμήθειές" του, διατηρούσε, όπως ήταν φυσικό, και τις καλές επαφές του με τους εκάστοτε αρμοδίους. Κι έτσι, κάποτε-κάποτε, να έτσι, για να γίνεται κουβέντα, έδινε και τις ανεκτίμητες πληροφορίες του για πρόσωπα και πράματα. Και όλα αυτά μέχρι που γέρασε εκτιμώμενος βαθύτατα σα στυλοβάτης της κοινωνίας μας. Η άσβεστη όμως δίψα του για μάθηση και ποιος ξέρει ποιοι άλλοι υπολογισμοί του, τον οδήγησαν για μια ακόμη φορά στα θρανία. Μαθητή  της σχολής "Βαλκανικών γλωσσών". Και κει τελειόφοιτο, τον βρήκε ο θάνατος. Στο σπίτι του δε βρέθηκε δεκάρα. Μια επιστολή μονάχα από κάποια ελβετική τράπεζα, που μιλούσε για την κεφαλαιοποίηση των τόκων κάποιου υπ' αριθμόν τάδε λογαριασμού. Αυτή τη βούτηξε με τρόπο ένα συντετριμμένο  ανεψάκι του, από πεθαμένη, χρόνια τώρα, αδερφή του και τράβηξε γραμμή για κάποιον δικηγόρο, που μαζί, το ίδιο απόγεμα, την ώρα που γινόταν η κηδεία, πετούσαν για Γενεύη. Βρέθηκαν ακόμη κάτι βιβλία εκμαθήσεως ξένων γλωσσών, που τα πήρανε για το τίποτα οι παλιατζήδες. Κάτι έπιπλα, καναγκαιρίσια, τα πήρε η παλιά, η πιστή του οικονόμος, η κυρία Άννα, που για κάτι άλλους ρόλους της στο σπίτι του Ερμόλαου, άσχετους με την οικοκυρική, πολλά, κατά καιρούς, διαδίδονταν.
   Έτσι, το "δημοσία δαπάνη" που κηδεύτηκε, έπιασε τόπο και με το παραπάνω κι ο επικήδειος του Λαυρέντη Περπερίδη, αντιπροέδρου του συλλόγου "αγωνιστών εθνικής ανατάσεως", μεστός επιχειρημάτων για το ηθικό και εθνικό μεγαλείο του εκλιπόντος, πάλλονταν κυριολεκτικά από ενθουσιασμό και συγκίνηση. Ήταν, λοιπόν, λιγάκι δύσκολο ν' αντιληφθείς τη χαρά του Λαυρέντη, που επιτέλους, έλειψε το "κάθαρμα" και θα γινόταν αυτός πρόεδρος. Μια προσδοκία που τελικά πραγματοποιήθηκε. Γι' αυτόνα όμως θ' άξιζε τον κόπο να διηγηθούμε μια άλλη φορά την ιστορία του. Γιατί ένας πρόεδρος μιας τόσο σημαντικής οργανώσεως θα πρέπει να 'χει μια σταδιοδρομία ανάλογη με του Ερμόλαου. Μόνο που κι εδώ, κατ' ανάγκην, δε θα 'χουμε ευδιάκριτες αφετηρίες. Θα πρέπει, λοιπόν, αναγκαστικά ν' αρχίσουμε από κάποιο σημείο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: