..............................................................
Η κίτρινη εσάρπα
Το διήγημα έγραψε ο Κώστας Θ. Καλφόπουλος
("Ανοιχτό βιβλίο" - "Εφημερίδα των Συντακτών", 30.6.2019)
Στην Αντιγόνη, στον Μισέλ
Εκείνο
το καλοκαίρι μπορώ να πω πως το θυμάμαι σαν τώρα. Ηταν ένας Αύγουστος
ιδιαίτερα θερμός, και δεν εννοώ τις θερμοκρασίες της εποχής ή τον απόηχο
από τη δολοφονία του Ρόμπερτ Κένεντι και τα γεγονότα που ακολούθησαν.
Κάναμε για τελευταία φορά διακοπές στη Βούλα (από την επόμενη χρονιά θα
παραθερίζαμε πια στη Γλυφάδα, σε δικό μας διαμέρισμα) και επί πλέον, ο
πατέρας μου μου είχε χαρίσει ένα ζευγάρι κιάλια για να βλέπω καλύτερα τα
αεροπλάνα που περνούσαν λίγο πάνω από το σπίτι μας για να προσγειωθούν
στο Ελληνικό.
Κι έτσι, είχα βρει μια
καινούργια ασχολία, παρακολουθώντας συστηματικά σχεδόν την κίνηση στους
αιθέρες, μετατρέποντας το μπαλκόνι μας στον δικό μου Πύργο Ελέγχου. Ολα
αυτά, όμως, ίσως δεν θα είχαν καμία σημασία αν δεν συνέβαινε κάτι
αναπάντεχο.
Λίγο πριν βραδιάσει, ακούστηκε
ένας τρομακτικός θόρυβος από κάποιο αεριωθούμενο, που έκανε να τρίζουν
τα τζάμια, κι έτρεξα αμέσως να προλάβω να το δω. Ηταν ένα τεράστιο
μεταγωγικό της Αμερικανικής Πολεμικής Αεροπορίας, με τέσσερις τουρμπίνες
και τα διακριτικά USAF.
Οπως απομακρυνόταν
για τη Βάση, τυχαία, δεν ξέρω πώς -ειλικρινά, δεν ξέρω!-, χαμήλωσα κι
έστρεψα τα κιάλια έναν γύρο κι έτσι έπεσα πάνω στην απέναντι
μονοκατοικία. Ηταν ένα παλιό, πέτρινο, διώροφο σπίτι, πνιγμένο στην
πλούσια βλάστηση, καταμεσής σε έναν τεράστιο αφρόντιστο κήπο. Το νόμιζα
ακατοίκητο. Πράγματι, στο ισόγειο τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά. Στον
πάνω όροφο, όμως, μια μπαλκονόπορτα ήταν ορθάνοικτη και οι διάφανες
κουρτίνες ανέμιζαν στο ελαφρύ μελτεμάκι που ερχόταν από την θάλασσα,
αποκαλύπτοντας το εσωτερικό του σπιτιού.
Κοιτάζοντας
φευγαλέα, είδα κοντά στην τζαμαρία ένα ολόγυμνο γυναικείο σώμα, σαν
σμιλεμένο, τυλιγμένο με μια μεγάλη αραχνοΰφαντη κίτρινη εσάρπα, που
κάλυπτε από το μπούστο μέχρι τους γοφούς ένα λαξευτό κορμί, χωρίς να
κρύβει καμία λεπτομέρεια.
Η περιέργεια νίκησε
και τον τελευταίο φόβο μήπως με κάνουν τσακωτό οι δικοί μου. Ηταν ένα
πρωτόγνωρο, ονειρικό θέαμα, έτσι όπως εκείνη η ξανθιά, χυμώδης γυναίκα,
σαν τη Σαλώμη πριν ρίξει το τελευταίο της πέπλο, μπαινόβγαινε στη μικρή
βεράντα της κουζίνας ή πηγαινοερχόταν στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα. Δεν
μπορούσα να καταλάβω αν αυτή η σαγηνευτική γυναίκα είχε επιστρέψει πριν
λίγο από τη θάλασσα, ετοιμαζόταν να ντυθεί ή απλώς περιφερόταν έτσι στο
σπίτι.
Εμφανιζόταν και χανόταν σε διάφορα
δωμάτια, πότε σαν σκιά και πότε σαν οπτασία, λες και έπαιζε κρυφτό μαζί
μου, σίγουρη πάντως ότι κανένα αδιάκριτο βλέμμα δεν την παρακολουθούσε.
Πρώτη φορά, έστω και μέσα από τα κιάλια, έβλεπα μια τόσο ωραία γυναίκα,
μια θεϊκή ομορφιά, πότε την εικόνα της και πότε τη σκιά της. Το είδωλό
της ερχόταν σ’ εμένα τόσο κοντά, που αν άπλωνα το χέρι μου θα μπορούσα
να την αγγίξω στην άλλη άκρη των φακών. Ηταν τόσο εκθαμβωτικό το θέαμα,
που, περιέργως πώς, ούτε που μου πέρασε κάποια πονηρή σκέψη από το
μυαλό.
Αρχισε να νυχτώνει. Τώρα πια μπορούσα
να παρακολουθώ το απέναντι σπίτι χωρίς καμιά προφύλαξη. Κάποια στιγμή
την άκουσα να τραγουδάει «Ah! je ris de me voir si belle en ce miroir»*,
ενώ ενδιάμεσα ακουγόταν από μέσα μια μπάσα ανδρική φωνή να τραγουδά
επαναλαμβανόμενα «Να ζήσεις χίλια χρόνια!», κι ήταν σα να παρακολουθούσα
σκηνές μιας ιδιωτικής αυτοσχέδιας όπερας, από ένα ζευγάρι που τελούσε
εν ευθυμία. Ξαφνικά, το φως έσβησε κι οι τελευταίες νότες κύλησαν στο
σκοτάδι, σαν να έπεφτε η αυλαία στη σκηνή. Λίγο μετά, όμως, μου φάνηκε
πως άκουσα κάποιους υπόκωφους θορύβους ανάμεσα σε αγκομαχητά και
λαχανιάσματα, κάτι σαν πάλη, και πνιχτές φωνές στο σκοτάδι, ξανά
αναστεναγμούς, κάποια αντικείμενα ή γυαλιά να σπάνε ενδιάμεσα, σαν
βουβός, αλλά άγριος τσακωμός ακούγονταν όλα αυτά στο βαθύ σκοτάδι. Αυτή η
αναταραχή πάντως δεν κράτησε πολύ. Στην κουζίνα άναψε για λίγο ένα
αδύναμο φως, σαν από χαραμάδα πόρτας που μισάνοιξε, δεν είδα όμως την
ημίγυμνη γυναικεία φιγούρα, παρά την ανδρική σιλουέτα, που χάθηκε μόλις
το φως έσβησε. Υστερα, η μονοκατοικία βυθίστηκε στο σκοτάδι και τη
σιωπή.
Την επόμενη μέρα επιστρέψαμε άρον άρον
στην Αθήνα. Στην εφημερίδα που έφερνε ο πατέρας μου σπίτι έψαχνα
μανιωδώς για κάποιο «Εγκλημα σε μονοκατοικία της Βούλας». Μάταια όμως.
Εκείνες τις μέρες έγραφαν κυρίως για την απόπειρα δολοφονίας κατά του
Παπαδόπουλου και, λίγο μετά, για την εισβολή των δυνάμεων του Συμφώνου
της Βαρσοβίας στην Τσεχοσλοβακία. Ομως, πουθενά κάτι σχετικό με εκείνο
το μοιραίο βράδυ...
Το καλοκαίρι για μένα είχε
τελειώσει, μαζί του κι οι διακοπές στη Βούλα. Το μυστήριο της
μονοκατοικίας θα παρέμενε άλυτο. Κι όμως, εγώ ήμουν σίγουρος πως υπήρξα
ένας σιωπηλός «αυτόπτης μάρτυς» ενός εγκλήματος. Από τότε, όποτε ακούω
κάποιον να εκθειάζει κάποιο «αστυνομικό», σκέφτομαι πως εγώ είδα με τα
μάτια μου ό,τι οι άλλοι αναζητούν στα βιβλία και τις ταινίες. Κάτι σαν
τον «Σιωπηλό μάρτυρα» του Χίτσκοκ. Μόνο που τότε δεν είχα βρει ακόμα τη
δική μου Γκρέις Κέλι. Κι ούτε ποτέ τη βρήκα.
*«Α!
Γελώ, όταν με βλέπω τόσο όμορφη σ’ αυτόν τον καθρέφτη…», άρια από τη
γνωστή όπερα του Γκουνό, «Φάουστ». Αγαπημένο κομμάτι της αοιδού Μπιάνκα
Κασταφιόρε, ηρωίδας στις περιπέτειες του Τεντέν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου