..............................................................
Σάμουελ Μπέκετ (1906 - 1989)
Σάμουελ Μπέκετ (1906 - 1989)
·
Αποσπάσματα από το μυθιστόρημα
του
Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989) «Μερσιέ και Καμιέ» (μτφ. Άρης Μπερλής, εκδ.
«Ύψιλον», 2006) μέρος α'.
Σελ.67-72
από το κεφάλαιο IV
Το χωράφι απλωνόταν
μπροστά τους. Τίποτα δεν φύτρωνε εκεί, δηλαδή τίποτα χρήσιμο για τον άνθρωπο. Ούτε ήταν σαφές εκ πρώτης όψεως
το ενδιαφέρον που θα μπορούσε να έχει για τα ζώα. Τα
πουλιά ίσως έβρισκαν εκεί κανένα σκουλήκι. Η άγονη έκτασή του οριζόταν από έναν
καχεκτικό φράχτη ξερών κολοβωμένων δέντρων και πλεμάτια βατομουριών, που είναι
καλές ίσως για συλλογή λίγων βατόμουρων την εποχή που ωριμάζουν. Γαϊδουράγκαθα
και τσουκνίδες, κατάλληλα ίσως για ζωοτροφή όταν σπανίζει ο σανός, διεκδικούσαν
το έδαφος από μια ψυχρή πρασινάδα. Πέρα από τον φράχτη υπήρχαν κι άλλα χωράφια,
παρόμοια στην όψη, που περιφράσσονταν από όχι λιγότερο παρόμοιους φράχτες. Πώς
πήγαινε κανείς από ένα χωράφι στο άλλο; Από τους φράχτες ενδεχομένως. Ένα
ιδιότροπο κατσίκι, σηκωμένο στα πίσω πόδια, τα μπροστινά σε ένα κούτσουρο, είχε
χώσει τη μουσούδα του στις βατομουριές αναζητώντας τρυφερούς κλώνους. Πότε-πότε
έκανε πίσω λίγα θυμωμένα βήματα, στεκόταν ακίνητο, κι ύστερα ίσως ένα μικρό
πήδημα στον αέρα, προτού ξαναγυρίσει στον φράχτη. Θα συνεχίσει έτσι γύρω-γύρω
το χωράφι; Ή θα βαρεθεί;
Κάποια μέρα κάποιος θα το πουλήσει. Μετά θα
έρθουν οι εργολάβοι. Ή ένας παπάς με την αγιαστούρα, κι άλλος ένας αγρός θα
γίνει κοιμητήριο. Όταν έρθει ξανά η ευμάρεια.
Ο Καμιέ διάβαζε το σημειωματάριό του. Έσκιζε
τα μικρά φύλλα ένα-ένα καθώς τα διάβαζε, τα τσαλάκωνε και τα πέταγε μακριά. Με
παρατηρεί, είπε, χωρίς λέξη. Έβγαλε ένα μεγάλο φάκελο από την τσέπη του, και
από μέσα έβγαλε και πέταξε τα εξής: κουμπιά, δύο δείγματα τριχών σώματος ή
μαλλιών, ένα κεντημένο μαντήλι, μερικά κορδόνια (η σπεσιαλιτέ του), μια
οδοντόβουρτσα, ένα περίεργο κομμάτι λάστιχο, μια καλτσοδέτα, διάφορα δείγματα
υφασμάτων. Και τον φάκελο, όταν τον άδειασε, τον πέταξε. Και τη μύτη μου να
σκάλιζα το ίδιο θα του έκανε, είπε, δεν δίνει δυάρα. Σηκώθηκε, ωθούμενος από
ενδοιασμούς που τον τιμούν, και μάζεψε τα τσαλακωμένα φύλλα, εκείνα τουλάχιστον
που η πρωινή αύρα δεν τα είχε παρασύρει μακριά, ή δεν ήσαν κρυμμένα σε μια
πτυχή του εδάφους ή πίσω από μια συστάδα γαϊδουράγκαθων. Τα φύλλα που μάζεψε τα
έσκισε και τα πέταξε. Ωραία, είπε, νιώθω πιο ελαφρύς τώρα. Γύρισε στον Μερσιέ.
Ελπίζω να μην κάθεσαι στο υγρό χορτάρι, είπε.
Κάθομαι στο μισό του παλτού μας, είπε ο
Μερσιέ, το τριφύλλι δεν πιάνει χαρτωσιά μπροστά του.
Πρωινή αιθρία, είπε ο Καμιέ, κακό σημάδι.
Επί τη ευκαιρία, είπε ο Μερσιέ, τι κάνει ο
καιρός;
Κοίτα μόνος σου, είπε ο Καμιέ.
Πες μου εσύ καλύτερα, είπε ο Μερσιέ.
Μια ωχρή ψυχρή κηλίδα, είπε ο Καμιέ,
εμφανίστηκε στην ανατολή, υποθέτω ο ήλιος. Κατά καλή τύχη, είναι διαλείπων,
χάρη σε μια σκοτεινάγρα από κάτι απορρίμματα που έρχονται από τη δύση και τον
κρύβουν. Κάνει κρύο, αλλά δεν βρέχει ακόμη.
Κάθισε, είπε ο Μερσιέ. Δεν μου διαφεύγει ότι
δεν είσαι ευαίσθητος στο κρύο όπως εγώ, αλλά προφυλάξου ούτως ή άλλως. Μην το
παρακάνεις, Καμιέ, τι θα παριστάνω εγώ αν αρπάξεις καμιά πνευμονία;
Ο Καμιέ κάθισε.
Έλα, σφίξου επάνω μου, είπε ο Μερσιέ, έτσι
ζεστά. Κοίτα, όπως εγώ, τύλιξε τα πόδια σου. Έτσι. Το μόνο που μας λείπει τώρα
είναι σφιχτά αυγά και ένα μπουκάλι μπύρα.
Νιώθω την υγρασία να ανεβαίνει στα σκέλια
μου, είπε ο Καμιέ.
Προτιμότερο από το να κατεβαίνει, είπε ο
Μερσιέ.
Φοβάμαι την κύστη μου, είπε ο Καμιέ.
Αυτό που σου λείπει είναι η αίσθηση των
αναλογιών, είπε ο Μερσιέ.
Δεν βλέπω τι σχέση έχει το ένα με το άλλο.,
είπε ο Καμιέ.
Όπως πάντα, είπε ο Μερσιέ, αδυνατείς να
συλλάβεις τη σχέση. Όταν φοβάσαι την κύστη, σκέψου το συρίγγιο. Και όταν
τρέμεις για το συρίγγιο, σκέψου τα συφιλιδικά έλκη. Αυτή η μέθοδος ισχύει
εξίσου για αυτό που αποκαλείται ευτυχία. Πάρε για παράδειγμα κάποιον που είναι
εντελώς απαλλαγμένος από τον πόνο, τον σωματικό και τον άλλο. Πού μπορεί να
βρει ανακούφιση; Ουδέν απλούστερο. Στη σκέψη της εκμηδένισης. Άρα λοιπόν, σε
κάθε περίπτωση, η φύση μάς κάνει να χαμογελάμε, αν όχι να γελάμε. Και τώρα, ας
δούμε τα πράγματα καταπρόσωπο.
Μετά από στιγμιαία σιωπή ο Καμιέ άρχισε να
γελάει. Ο Μερσιέ εν ευθέτω χρόνω γαργαλήθηκε επίσης. Συνέχισαν να γελούν μαζί
για πολύ ώρα, κρατώντας ο ένας τον άλλον από τους ώμους για να μη καταρρεύσουν.
Οποία αθώα ιλαρότης, είπε τελικά ο Καρμιέ.
Ε, τώρα ξέρεις τι εννοώ, είπε ο Μερσιέ.
Προτού προχωρήσουν, ρώτησαν και είπαν ο ένας
στον άλλο πώς ένιωθαν. ‘Ύστερα ο Μερσιέ είπε:
Τι ακριβώς έχουμε αποφασίσει; Θυμάμαι ότι
αποφασίσαμε κάτι στο τέλος, όπως κάνουμε πάντα, αλλά δεν θυμάμαι τι. Εσύ θα
ξέρεις ασφαλώς, γιατί είναι δικό σου σχέδιο αυτό που έχουμε θέσει σε εφαρμογή –
έτσι δεν είναι;
Και για μένα επίσης, είπε ο Καμιέ, ορισμένες
λεπτομέρειες έχουν ξεθωριάσει, όπως και κάποιοι λεπτοί συλλογισμοί. Αν λοιπόν
μπορώ κάπως να σε φωτίσω είναι ως προς
το τι σκοπεύουμε να κάνουμε, παρά ως το προς το γιατί θα επιχειρήσουμε να το
κάνουμε.
Είμαι πρόθυμος να επιχειρήσω οτιδήποτε, είπε
ο Μερσιέ, υπό την προϋπόθεση ότι το γνωρίζω.
Λοιπόν, είπε ο Καμιέ, η ιδέα είναι να
γυρίσουμε στην πόλη, με την άνεσή μας, και να μείνουμε εκεί όσο είναι αναγκαίο.
Αναγκαίο για τι πράγμα; είπε ο Μερσιέ.
Για να ανακτήσουμε τα υπάρχοντά μας, είπε ο
Καμιέ, ή να τα θεωρήσουμε οριστικά χαμένα.
Θα πρέπει να ήταν πλούσιοι σε λεπτές
αποχρώσεις, είπε ο Μερσιέ, οι συλλογισμοί που οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.
Φαίνεται ότι μας φάνηκε, είπε ο Καμιέ, αν
και δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά, ότι ο σάκος ήταν η ουσία του όλου ζητήματος
δεδομένου ότι περιέχει, ή περιείχε, πράγματα τα οποία μας είναι απολύτως
απαραίτητα.
Αλλά εξετάσαμε τα περιεχόμενα ένα-ένα, είπε
ο Μερσιέ, και τα θεωρήσαμε περιττά, ανεξαιρέτως.
Σωστά, είπε ο Καμιέ, και η αντίληψή μας περί
του περιττού δεν μπορεί να άλλαξε σε μια μέρα. Πόθεν λοιπόν η ανησυχία μας;
Πόθεν άραγε; είπε ο Μερσιέ.
Από τη διαίσθηση, είπε ο Καμιέ, αν θυμάμαι
καλά, ότι ο περί ου σάκος περιέχει κάτι το ουσιώδες για τη σωτηρία μας.
Αλλά ξέρουμε ότι δεν είναι έτσι, είπε ο
Μερσιέ.
Θυμάσαι την αδύναμη παρακλητική φωνή, είπε ο
Καμιέ, που μας τσαμπουνάει διάφορα από καιρού εις καιρόν για την προηγούμενη
ζωή μας;
Την μπερδεύω όλο και περισσότερο, είπε ο
Μερσιέ, με τη φωνή που προσπαθεί να με εξαπατήσει λέγοντάς μου ότι δεν είμαι
ακόμη νεκρός. Αλλά καταλαβαίνω τι εννοείς.
Θα πρέπει να είναι κάποιο σχετικό όργανο,
είπε ο Καμιέ, που τις τελευταίες εικοσιτέσσερις ώρες δεν έχει πάψει να
μουρμουρίζει, ο σάκος! ο σάκος! Οι τελευταίες μας εκμυστηρεύσεις το κατέστησαν
πλέον ή σαφές.
Δεν θυμάμαι τίποτα σχετικό, είπε ο Μερσιέ.
Εξ ου και η επιτακτική ανάγκη, είπε ο Καμιέ,
αν όχι να τον βρούμε, τουλάχιστον να ψάξουμε να τον βρούμε, όπως και το
ποδήλατο και την ομπρέλα.
Δεν καταλαβαίνω γιατί, είπε ο Μερσιέ. Γιατί
όχι μόνο τον σάκο, εφόσον αυτό που μας ενδιαφέρει είναι μόνο ο σάκος.
Κι εγώ δεν καταλαβαίνω γιατί, είπε ο Καμιέ,
γιατί ακριβώς. Αυτό που ξέρω είναι ότι χτες ξέραμε το γιατί, γιατί ακριβώς.
Όταν η αιτία μου διαφεύγει, είπε ο Μερσιέ,
αρχίζω να έχω μια ανησυχία.
Εδώ μόνο ο Καμιέ βράχηκε…
Σελ.80-81
…Περπάτησαν για λίγο σιωπηλοί, καθώς το
συνήθιζαν πότε-πότε.
Στην ανάγκη θα
πάρουμε δέκα μέρες, είπε ο Καμιέ.
Μεταφορικά μέσα; είπε ο Μερσιέ.
Αυτό που αναζητούμε δεν βρίσκεται κατ’ ανάγκην
πέρα από το υπερπέραν, είπε ο Καμιέ. Ας είναι λοιπόν το σύνθημά μας –
Που αναζητούμε; είπε ο Μερσιέ.
Δεν ταξιδεύουμε χάριν του ταξιδιού, αν δεν
κάνω λάθος, είπε ο Καμιέ. Μπορεί να είμαστε μουνιά, αλλά όχι μέχρι αυτού του
σημείου. Έριξε ένα παγερό βλέμμα στον Μερσιέ. Μην πνίγεσαι, είπε. Αν θες να
πεις κάτι πέσ’ το.
Σκεφτόμουν να πω κάτι, είπε ο Μερσιέ, αλλά
κατόπιν ωρίμου σκέψεως θα το κρατήσω για τον εαυτό μου.
Εγωίσταρε, είπε ο Καμιέ.
Συνέχισε εσύ, είπε ο Καμιέ.
Το σύνθημά μας ας είναι, είπε ο Μερσιέ.
Α, ναι, είπε ο Καμιέ, lente, lente, και περίσκεψη, με παρεκκλίσεις
δεξιά και αριστερά και αιφνίδιες αναστροφές της πορείας. Και βέβαια να μη
διστάζουμε να σταματάμε, για μέρες ή ακόμη και εβδομάδες. Έχουμε όλη τη ζωή
μπροστά μας, το υπόλειμμα δηλαδή.
Πώς είναι τώρα ο καιρός τώρα, είπε ο Μερσιέ,
αν κοιτάξω ψηλά θα πέσω.
Όπως πάντα, είπε ο Καμιέ, με την εξής μικρή
διαφορά, ότι αρχίζουμε να τον συνηθίζουμε.
Σαν να ένιωσα σταγόνες στα μάγουλά μου, είπε
ο Μερσιέ.
Μην το βάζεις κάτω, είπε ο Καμιέ, φτάνουμε
στον σταθμό των καταραμένων, βλέπω το καμπαναριό.
Δόξα τω Θεώ, είπε ο Μερσιέ, τώρα μπορούμε να
ξεκουραστούμε κάπου.
σελ.
85-88, κεφάλαιο V
…Μπροστά στο τζάκι,
στο ανάμικτο φως της λάμπας και της μολυβένιας μέρας, στριφογύριζαν απαλά πάνω
στο χαλί, τα γυμνά σώματά τους μπλεγμένα, ψηλαφώντας και χαϊδεύοντας με την
ηδυπαθή αβρότητα χεριών που φτιάχνουν μιαν ανθοδέσμη, ενώ η βροχή κροτάλιζε στα
τζάμια. Τι ωραία που θα ‘ταν! Το βραδάκι η Ελένη έφερε μερικές μπουκάλες κρασί
ανωτέρας ποιότητος και το κατανάλωσαν ασμένως ωσότου αποκοιμήθηκαν. Άντρες
λιγότερο αποφασισμένοι ενδεχομένως να μην είχαν αντισταθεί στον πειρασμό να τα
παρατήσουν. Αλλά το πρωί της άλλης μέρας τους βρήκε πάλι στο δρόμο, με μόνη
τους σκέψη το στόχο που είχαν θέσει. Σε λίγες ώρες θα ήταν νύχτα, σούρουπο,
λίγες ακόμη μολυβένιες ώρες και θα νύχτωνε, δεν είχαν λοιπόν ούτε λεπτό για
χάσιμο. Κι ωστόσο, το πλήρες σκότος, πλήρες παρεκτός τα φανάρια του δρόμου, όχι
μόνο δεν θα εμπόδιζε την αποστολή τους αλλά θα την διευκόλυνε, σε γενικές
γραμμές. Διότι στην περιοχή που σκόπευαν τώρα να πάνε, και δεν ήξεραν καν τον
δρόμο, θα ήταν ευκολότερο να φτάσουν νύχτα παρά μέρα, διότι τη μοναδική φορά
που πήγαν εκεί κάποτε, τη μία και μόνη, δεν ήταν μέρα, όχι, αλλά νύχτα,
σούρουπο. Έτσι μπήκαν σε ένα μπαρ, διότι στα μπαρ οι Μερσιέ αυτού του κόσμου,
και οι Καμιέ, το βρίσκουν λιγότερο κουραστικό να περιμένουν να νυχτώσει. Ως
προς τούτο είχαν και έναν άλλον, αν και λιγότερο σοβαρό λόγο, τουτέστιν το
όφελος που θα προέκυπτε, στο διανοητικό επίπεδο επίσης, από το να βρεθούν ξανά
στην ίδια εκείνη ατμόσφαιρα που είχε κάνει τόσο ασταθή τα πρώτα τους βήματα.
Στρώθηκαν λοιπόν αμέσως στη συζήτηση. Διακυβεύονται πάρα πολλά, είπε ο Καμιέ,
και πρέπει να λάβουμε τις δέουσες προφυλάξεις. Έτσι με ένα σμπάρο κατέβασαν δύο τρυγόνια, ίσως και τρία.
Διότι επωφελήθηκαν από αυτήν την ανάπαυλα για να κουβεντιάσουν ελεύθερα ετούτο
και το άλλο, εποικοδομητικά. Διότι στα μπαρ είναι που οι Μερσιέ αυτού του
ουράνιου πλανήτη, και οι Καμιέ, μπορούν να κουβεντιάσουν με τη μεγαλύτερη
ελευθερία και να έχουν το μεγαλύτερο όφελος.
Τελικά ένα άπλετο φως έλουσε τη διάνοιά τους, πλημμυρίζοντας ιδιαίτερα
τις ακόλουθες συλλήψεις.
1.Η έλλειψη χρημάτων είναι κακό πράγμα. Αλλά
μπορεί να αποδειχθεί καλό.
2.Ό,τι χάθηκε χάθηκε.
3. Το ποδήλατο είναι μέγα καλό και πρώτο.
Αλλά μπορεί να αποδειχθεί επικίνδυνο, αν χρησιμοποιηθεί κακώς.
4. Το ότι είναι μπατίρηδες μπορεί να
αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού.
5. Υπάρχουν δύο ανάγκες: η ανάγκη που έχεις
και η ανάγκη να την έχεις.
6. Η διαίσθηση οδηγεί σε απερισκεψίες.
7. Ό,τι ξερνάει η ψυχή δεν χάνεται ποτέ.
8. Τσέπες που καθημερινώς αδειάζουν όλο και
περισσότερο είναι ικανές να κλονίσουν την πιο αμετάκλητη απόφαση.
9. Το αντρικό παντελόνι χρειάζεται αλλαγή,
ιδιαίτερα το μπροστινό άνοιγμα που θα πρέπει να μετατοπιστεί στον καβάλο και να
σχεδιαστεί έτσι ώστε να ανοίγει σαν καταπακτή, επιτρέποντας στους όρχεις,
ασχέτως της βρωμερής λειτουργίας της ούρησης, να παίρνουν αέρα απαρατήρητοι. Τα
σώβρακα κατά συνέπεια θα πρέπει να μετατραπούν αναλόγως.
10. Αντίθετα με την επικρατούσα άποψη,
υπάρχουν μέρη στη φύση από τα οποία ο Θεός φαίνεται να είναι απών.
11. Τι θα έκανε κανείς χωρίς γυναίκες; Θα
εξερευνούσε άλλους διαύλους.
12. Ψυχή: άλλη μια κακιά λέξη.
13. Τι μπορεί να λεχθεί για τη ζωή που δεν
έχει ειπωθεί; Πολλά. Ότι ο κώλος της είναι τρύπιος, για παράδειγμα.
Αυτές οι παρατηρήσεις δεν θόλωσαν το στόχο
που είχαν μπροστά τους. Ωστόσο, καθώς περνούσε η ώρα, τους φάνηκε, με ολονέν
και μεγαλύτερη σαφήνεια, ότι τον στόχο αυτό θα έπρεπε να τον επιδιώξουν με
ηρεμία και ψυχραιμία. Και επειδή ήσαν ακόμη αρκετά ήρεμοι και ψύχραιμοι, τόσο
ώστε να αντιληφθούν ότι δεν ήσαν πια, έφτασαν χωρίς δυσκολία στην ευτυχή απόφαση
να αναβάλουν κάθε ενέργεια για την επόμενη μέρα ή και την μεθεπόμενη, αν
κρινόταν αναγκαίο. Γύρισαν λοιπόν με εξαιρετική διάθεση στο διαμέρισμα της
Ελένης και πέσανε για ύπνο χωρίς πολλά. Και ακόμη και την άλλη μέρα απείχαν από
τις ευχάριστες παρεκτροπές των βροχερών πρωινών, τόσο ανυπόμονοι ήσαν να
ξεκινήσουν για να αναμετρηθούν με τις μελλούμενες δοκιμασίες.
σελ.
92-93
…Ρώτα ένα διαβάτη την ώρα, θα σ’ την πετάξει
στην τύχη και θα συνεχίσει το δρόμο του. Αλλά, ηρέμησε, δεν κάνει τόσο λάθος
αυτός που κάθε τόσο συμβουλεύεται το ρολόι του, το βάζει σύμφωνα με την επίσημη
ώρα του αστεροσκοπείου, κάνει τους υπολογισμούς του, διερωτάται πώς θα τα
προλάβει όλα ωσότου η ατέλειωτη μέρα φτάσει στο τέλος της. Ή, με μια
βαριεστημένη θυμωμένη χειρονομία, λέει την ώρα που τον βασανίζει, την ώρα που
ήταν πάντα και πάντα θα είναι, την ώρα που συνδυάζει τις χάρες του πολύ αργά με
τις ομορφιές του πολύ νωρίς, την ώρα του Ποτέ! χωρίς το πια ενός ακόμη φρικτού
κορακιού. Αλλά όλη τη μέρα έτσι είναι, από το πρώτο τικ μέχρι το τελευταίο τακ,
ή μάλλον από το τρίτο μέχρι το προ-προτελευταίο, λαμβανομένου υπόψη του χρόνου
που χρειάζεται, το ταμ-ταμ μέσα του, που χτυπά για να μπεις στο όνειρο κι
ύστερα χτυπά πάλι για να σε βγάλει. Και στο μεταξύ όλα είναι ακουστά, κάθε
σπόρος του κεχριού που πέφτει, κοιτάζεις πίσω και να, εκεί είσαι, μέρα με τη
μέρα λίγο κοντύτερα, η ζωή όλη λίγο κοντύτερα. Η χαρά με κουταλάκια αλάτι, σαν
νερό, όταν εσύ πεθαίνεις από δίψα, και μια ωραία μικρή αγωνία σε ομοιοπαθητικές
δόσεις, τι άλλο θες; Μια καρδιά στη θέση της καρδιάς; Έλα τώρα, έλα. Αλλά
αντιθέτως, ρώτα τον διαβάτη από πού πάνε και θα σε πάρει από το χέρι και θα σε
οδηγήσει, περνώντας από γραφικά τοπία, στο ακριβές μέρος. Είναι μια μεγάλη
γκρίζα καζάρμα, μισοτελειωμένη, ανεπίδεκτη ολοκλήρωσης, με δυο πόρτες, για
αυτούς που μπαίνουν κι αυτούς που βγαίνουν, και στα παράθυρα πρόσωπα που
κοιτάζουν έξω ερευνητικά. Τα ‘θελες και τα ‘παθες...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου