.............................................................
Σάμουελ Μπέκετ (1906 -1989)
Σάμουελ Μπέκετ (1906 -1989)
· Κείμενα για το τίποτα -1
Από τις «Πρόζες 1945 – 1980» του Σάμουελ Μπέκετ (1906-1989)
(μτφ. Εριφύλη Μαρωνίτη, εκδόσεις ΠΑΤΑΚΗ, ζ’ έκδοση 2013)
Ξαφνικά, όχι, τελικά, επιτέλους, δεν
μπορούσα άλλο, δεν μπορούσα να συνεχίσω. Κάποιος είπε, Δεν μπορείτε να μείνετε
εδώ.
Δεν μπορούσα να μείνω εκεί και δεν μπορούσα να συνεχίσω. Θα
περιγράψω το μέρος, είναι άνευ σημασίας. Η κορυφή, ισόπεδη, ενός βουνού, όχι,
λόφου, αλλά τόσο άγρια, τόσο άγρια, αρκετά. Βάλτος, ρείκια μέχρι το γόνατο,
δυσδιάκριτοι κατσικόδρομοι, χαντάκια αυλακωμένα σε βάθος από τις βροχές. Βαθιά
μέσα σ’ ένα από δαύτα βρισκόμουν ξαπλωμένος, στην απανεμιά. Θέα λαμπρή, αν
εξαιρέσεις την ομίχλη που έκρυβε τα πάντα, κοιλάδες, λίμνες, πεδιάδα και
θάλασσα. Και πώς να συνεχίσω, δεν θα έπρεπε να είχα αρχίσει, όχι, έπρεπε ν’
αρχίσω. Κάποιος είπε, πιθανόν ο ίδιος, Τι σας έπιασε και ήρθατε; Μπορούσα να
είχα μείνει στη φωλιά μου, κουρνιασμένος και στεγνός, δεν μπορούσα. Η φωλιά
μου, θα την περιγράψω, όχι, δεν μπορώ. Είναι απλό, δεν μπορώ να κάνω τίποτα
πλέον, αυτό σκέφτεστε. Λέω στο σώμα, Σηκώνομαι μαζί σου τώρα, και το νιώθω να
παλεύει, σαν γερασμένο παλιάλογο πεσμένο στον δρόμο, να μην παλεύει άλλο, να
παλεύει ξανά, μέχρι που τα παρατάει. Λέω στο κεφάλι, Άφησέ το ήσυχο, κάτσε
ήσυχο, του κόβεται η ανάσα, έπειτα λαχανιάζει χειρότερα από κάθε άλλη φορά. Εγώ
δεν ασχολούμαι με τούτες τις λογομαχίες, δεν θα έπρεπε να με απασχολούν, δεν
έχω τίποτε ανάγκη, ούτε να συνεχίσω ούτε να μείνω εκεί που βρίσκομαι, στ’
αλήθεια όλα το ίδιο μου κάνουν, θα έπρεπε να απομακρυνθώ απ’ όλα, μακριά από το
σώμα, μακριά από το κεφάλι, άσ’ τους να τα βρουν μεταξύ τους, άσ’ τους να
διακόψουν, εγώ δεν μπορώ, θα έπρεπε να διακόψω εγώ. Α, ναι, φαίνεται πως
είμαστε περισσότεροι από ένας, όλοι κουφοί, ούτε καν, μαζί για μια ζωή. Κάποιος
άλλος είπε, ή ο ίδιος, ή ο πρώτος, έχουν όλοι την ίδια φωνή, τις ίδιες ιδέες,
Δεν είχατε παρά να μείνετε σπίτι σας. Σπίτι. Ήθελαν να πάω σπίτι. Στην κατοικία
μου. Αλλά παρά την ομίχλη, με καλή όραση, μ’ ένα τηλεσκόπιο, μπορούσα να το δω
από εδώ . Δεν είναι ακριβώς κούραση, δεν είμαι ακριβώς κουρασμένος, παρά την
ανάβαση. Ούτε είναι ότι θέλω να μείνω εδώ. Είχα ακούσει να λένε, πρέπει να είχα
ακούσει να λένε για τη θέα, τη θάλασσα στο βάθος σαν σφυρήλατο μολύβι, το
λιβάδι το χρυσό αποκαλούμενο και το χιλιοτραγουδισμένο, τις διπλές κοιλάδες, τις
παγωμένες λίμνες, την πόλη μέσα στην καταχνιά της, όλοι μιλούσαν γι’ αυτά. Μα
ποιοι είναι τέλος πάντων αυτοί οι άνθρωποι; Με ακολούθησαν μέχρι εδώ πάνω,
προηγήθηκαν, ήρθαν μαζί μου; Εγώ είμαι χωμένος βαθιά στην τρύπα τη σκαμμένη από
τους αιώνες, αιώνες βρωμερού καιρού, μπρούμυτα με το πρόσωπο στη γη τη σκοτεινή
τη μουλιασμένη στα λιμνάζοντα κιτρινωπά νερά που αργά καταπίνει. Από πάνω μου,
παντού τριγύρω, είναι σαν νεκροταφείο. Δεν μπορώ να υψώσω εκεί το βλέμμα, τι
κρίμα, μπορεί και να μην έβλεπα τα πρόσωπά τους, τα πόδια τους μονάχα,
βυθισμένα στα ρείκια. Εκείνοι με βλέπουν, και τι μπορούν να δουν από μένα; Ίσως
και να μην έχει απομείνει κανένας, ίσως και να έφυγαν όλοι, απαυδισμένοι.
Αφουγκράζομαι κι ακούω τις ίδιες σκέψεις, εννοώ τις ίδιες πάντα, παράξενο.
Σκέψου ότι στην κοιλάδα τυφλώνει ο ήλιος μέχρι τα ξέφτια του ουρανού. Πόσο
καιρό είμαι εγώ εδώ, τι ερώτηση, έχω συχνά αναρωτηθεί. Και συχνά μπόρεσα ν’
απαντήσω. Μια ώρα, έναν μήνα, έναν χρόνο, έναν αιώνα, εξαρτάται τι εννοούσα με
το εδώ, και το εγώ, και το είμαι, και εκεί δεν έψαξα ποτέ για βαθιά νοήματα,
εκεί δίχως μεγάλη ποικιλία, μονάχα το εδώ φαινόταν καμιά φορά να ποικίλλει. Ή είπα,
δεν μπορεί να είμαι εδώ πολύ καιρό, δεν θα το είχα αντέξει. Ακούω τα ορτύκια,
σημάδι ότι η μέρα τελειώνει, η νύχτα πέφτει, γιατί έτσι συμβαίνει με τα ορτύκια,
όλη μέρα σιωπηλά, κρώζουν έπειτα όταν πυκνώνει το σκοτάδι, είναι ο τρόπος των
άγριων τούτων πλασμάτων και τόσο βραχύβιων, αν συγκριθούν μαζί μου. Και εκείνη
η άλλη ερώτηση που επίσης γνώριζα καλά, Τι σας έπιασε και ήρθατε; δεν έχει
απάντηση, κι έτσι απάντησα, Για αλλαγή, ή, Δεν είμαι εγώ, ή Τυχαία, ή πάλι, Για
να δω, ή πάλι, έτη φωτός. Μοίρα, νιώθω εκείνο το άλλο να έρχεται, άσ’ το να ‘ρθει,
δεν θα με πιάσει στον ύπνο. Όλα είναι θόρυβος, βύζαγμα δίχως τελειωμό μαύρης
μουσκεμένης τύρφης, κύματα πλατιά από γιγάντιες φτέρες, γαλήνιοι κόλποι από
ρείκια, εκεί πνίγεται ο αέρας, η ζωή μου και τα παλιά της κουδουνίσματα. Ν’
αλλάξω, να δω, όχι, δεν υπάρχει τίποτα πλέον να δω, τα ‘χω δει όλα, έως ότου
θόλωσαν τα μάτια μου, ούτε να φύγω μακριά από το κακό, το κακό έχει γίνει, μια
μέρα έγινε το κακό, τη μέρα που τα πόδια μου μ’ έσυραν έξω γιατί έπρεπε να
τραβήξουν τους δικούς τους δρόμους, που αφέθηκα στους δρόμους τους και μ’
έσυραν εδώ, να τι μ’ έπιασε και ήρθα. Και τι να κάνω, κεφαλαιώδες, εισπνέω
εκπνέω και λέω, με λέξεις σαν τον καπνό, δεν μπορώ να συνεχίσω, δεν μπορώ να
μείνω, να δούμε τι συμβαίνει μετά. Και ως αίσθηση; Για τον Θεό δεν
παραπονιέμαι, είναι εντάξει εκείνος, ίσως έναν τόνο πιο κάτω, σαν θαμμένος σε
χιόνι, δίχως τη ζέστη, δίχως την υπνηλία, μπορώ και να παρακολουθώ καλά, όλες τις
φωνές, όλα τα μέρη, αρκετά καλά, με τρώει το κρύο, η υγρασία επίσης,
τουλάχιστον έτσι υποθέτω, Εγώ είμαι μακριά. Οι ρευματισμοί μου έτσι κι αλλιώς
δεν είναι παρά μια ανάμνηση, δεν πονούν περισσότερο απ’ ό,τι της μητέρας μου,
όταν την πονούσαν. Μάτι αδηφάγο υπομονετικό στο ωχρό πρόσωπο αρπαχτικού, ίσως
να είναι η ώρα. Είμαι εκεί πάνω και είμαι εδώ κάτω, υπό το ατενές μου βλέμμα,
καταποντισμένος, μάτια κλειστά, αυτί σκεπασμένο από την τύρφη που ρουφά,
είμαστε μ’ έναν νου, όλοι μ’ έναν νου, πάντα ήμασταν, κατά βάθος, αρέσουμε ο ένας
στον άλλο, λυπόμαστε ο ένας για τον άλλο, αλλά μέχρι εκεί, δεν μπορούμε να
κάνουμε τίποτα ο ένας για τον άλλο. Ένα πράγμα είναι τουλάχιστον βέβαιο, σε μια
ώρα θα είναι πάλι αργά, σε μισή ώρα θα είναι νύχτα, και πάλι δεν είναι, δεν
είναι βέβαιο, τι δεν είναι βέβαιο, απολύτως βέβαιο, πως η νύχτα στέκεται
εμπόδιο σε ό,τι η ημέρα επιτρέπει, για κείνους που ξέρουν πώς να καταπιαστούν,
που έχουν τη βούληση να καταπιαστούν, το σθένος να ξαναπροσπαθήσουν. Ναι, θα
νυχτώσει, η ομίχλη θα διαλυθεί, ξέρω την ομίχλη μου, κι ας βρίσκομαι σε
σύγχυση, θα δροσίσει ο αέρας και διάπλατος ο νυχτερινός ουρανός πάνω από το
βουνό, φωτισμένος, με τις Άρκτους, να καθοδηγήσουν για άλλη μια φορά τα βήματά
μου, ας περιμένουμε τη νύχτα. Όλα μπερδεύονται, καιροί και χρόνοι, αρχικά ήμουν
απλώς εδώ, τώρα είμαι ακόμα εδώ, σύντομα δεν θα είμαι ακόμα εδώ, αγκομαχώντας
στην ανηφορική πλαγιά, ή στις φτέρες του δάσους, είναι άγρια πεύκα, δεν
προσπαθώ να καταλάβω, ποτέ πια δεν θα ξαναπροσπαθήσω να καταλάβω, να τι
σκέφτεστε, προς το παρόν είμαι εδώ, πάντα ήμουν εδώ, πάντα θα είμαι, δεν θα
φοβηθώ άλλο τα μεγάλα λόγια, δεν είναι μεγάλα. Δεν θυμάμαι να έρχομαι, δεν
μπορώ να φύγω, όλη η μικρή μου συντροφιά, τα μάτια μου είναι κλειστά και
αισθάνομαι το υγρό φυτόχωμα τραχύ πάνω στο μάγουλό μου, μού ‘φυγε το καπέλο,
κάπου κοντά θα είναι, εκτός κι αν το πήρε ο αέρας, ήμουν συνδεδεμένος μαζί του.
Κάποτε είναι η θάλασσα, άλλοτε τα βουνά, συχνά ήταν το δάσος, η πόλη, η πεδιάδα
επίσης, και με την πεδιάδα είχα ερωτοτροπήσει, παντού για νεκρός παραδόθηκα,
από πείνα, από γηρατειά, δολοφονημένος, πνιγμένος, κι έπειτα δίχως αιτία, από
πλήξη, τίποτα σαν την τελευταία ανάσα για να κρατηθείς στη ζωή, κι έπειτα τα
δωμάτια, θάνατος από φυσικά αίτια, χωμένος στο κρεβάτι, ασφυκτιώντας μες στους εφέστιους
θεούς, και διαρκώς μουρμουρίζοντας, τα ίδια παλιά μουρμουρητά, τις ίδιες παλιές
ιστορίες, τις ίδιες παλιές ερωτήσεις και απαντήσεις, καμία κακία σ’ εμένα,
σχεδόν καμία, stultior
stultissimo,
κατάρες ποτέ, όχι και τόσο βλάκας, ή μάλλον ξεχνώ. Ναι, μέχρι τέλους, διαρκώς
μουρμουρίζοντας, για συντροφιά και για να ηρεμήσω, και πάντα όλος αυτιά, όλος αυτιά
για τις παλιές ιστορίες, σαν τότε που ο πατέρας με κάθιζε στα γόνατα και μου
διάβαζε εκείνη για τον Joe Breem ή
Breen,
τον γιο ενός φαροφύλακα, κάθε βράδυ ανελλιπώς, όσο κράτησε ο μακρύς χειμώνας.
Παραμύθι, ήταν ένα παραμύθι για παιδιά, όλα ανέβαιναν σ’ έναν βράχο, μέσα στην
καταιγίδα, η μητέρα ήταν πεθαμένη και οι γλάροι έπεφταν πάνω στο φως, ο Joe πήδηξε
στη θάλασσα, τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι, μ’ ένα μαχαίρι ανάμεσα στα δόντια, έκανε
ό,τι έπρεπε να γίνει και επέστρεψε, τίποτ’ άλλο δεν θυμάμαι απόψε, είχε αίσιο τέλος,
άρχιζε λυπητερά και τέλειωνε καλά, κάθε βράδυ, μια κωμωδία για παιδιά. Ναι,
ήμουν εγώ ο πατέρας εγώ ήμουν και ο γιος, έκανα ερωτήσεις στον εαυτό μου και τις
απαντούσα όσο καλύτερα μπορούσα, μού το έλεγα κάθε βράδυ ανελλιπώς, το ίδιο
παλιό παραμύθι πού ήξερα απέξω και δεν μπορούσα να πιστέψω, ή περπατούσαμε
μαζί, χέρι χέρι, βουβοί, καθένας βυθισμένος στον κόσμο του, ξεχασμένα τα χέρια
του ενός μέσα στα χέρια του άλλου. Έτσι τα έβγαλα πέρα μέχρι τώρα. Και μου
φαίνεται ότι πιάνει και σήμερα το βράδυ, με κρατώ αγκαλιά, κρατώ εμένα στην
αγκαλιά μου, δίχως πολλή τρυφερότητα, αλλά με πίστη, με πίστη. Τώρα να
κοιμηθούμε, σαν κάτω απ’ αυτή την αρχαία λάμπα, όλοι ζευγαρωμένοι,
εξουθενωμένοι μετά απ’ όσα είπαμε, όσα ακούσαμε, χαρές τόσες και μόχθο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου