..............................................................
Ιστορίες προσφύγων και η Ιστορία σαν πρόσφυγας
Ζωγραφική: Σπύρος Αγγελόπουλος. Γκαλερί Σκουφά. Εως 24/6.
Πόσοι άραγε από τους αναρίθμητους
πρόσφυγες ανά τον κόσμο να πληροφορήθηκαν πως η προχθεσινή ημέρα,
Παρασκευή, 20 Ιουνίου, ήταν αφιερωμένη στην ταπεινότητά τους, κατά το
ετήσιο έθιμο, που αποσκοπεί στην κάποια άμβλυνση των προσφυγικών
προβλημάτων αλλά και στον μετριασμό των τύψεων της λεγόμενης διεθνούς
κοινότητας και των ηγεσιών της; Και πόσοι να χάρηκαν μαθαίνοντας ότι,
σύμφωνα με πρόγραμμα της Υπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ, η τετριμμένη
ιστοριούλα κάποιου απ’ όλους αυτούς μπορεί να γίνει ευρύτερα γνωστή; Να
βρει δηλαδή τη θέση της στο διαδικτυακό οικουμενικό χωριό –ποιος ξέρει,
ακόμα και να μεταποιηθεί σε σενάριο για ταινία– αν έχει την τύχη να
αναλάβει τη διάδοσή της κάποιος διάσημος ηθοποιός, τραγουδιστής,
πολιτικός, δημοσιογράφος, ποδοσφαιριστής, ακτιβιστής των ανθρωπίνων
δικαιωμάτων; Ελάχιστοι. Μπορεί και κανένας από όλους αυτούς που,
κυνηγημένοι από το φάσμα του πολέμου –το φάσγανό του μάλλον–,
εγκαταλείπουν την εστία τους και μετακινούνται προς ένα από τα σημεία
του ορίζοντα, σαν κουκκίδες σε άλλη μία μαζικότατη οικουμενική
μετανάστευση. Και όχι τόσο επειδή ελπίζουν πως η ζωή τους θα γίνει
ανθρωπινότερη αλλά με την προσδοκία ότι ο θάνατός τους έστω θα είναι πιο
κοντά στα ανθρώπινα μέτρα.
Ελάχιστοι έχουν τον τρόπο ή την επιθυμία να τα μάθουν όλα τούτα, που όσο αναγκαία κι αν είναι, περισσότερο παρηγορούν όσους τα αποφασίζουν παρά τους αποδέκτες τους. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό. Αντίθετα, καθόλου σίγουροι δεν είμαστε ούτε καν για τον αριθμό των προσφύγων σήμερα, στα μισά του 2014, αφού πληθαίνουν κάθε μέρα, έτσι όπως πολλαπλασιάζονται οι πηγές πανικού· στις υπό διαρκή κρίση αφρικανικές και ασιατικές χώρες, ο πληθυσμός των οποίων υποχρεώνεται σε εσωτερική ή διακρατική εκτόπιση, προστέθηκε ήδη μία ευρωπαϊκή: η Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το σύνολο των προσφύγων ανήλθε στα 15 εκατομμύρια, των δε εκτοπισμένων είναι τρεις φορές μεγαλύτερο. Οι αριθμοί αυτοί ωστόσο αφορούν το 2012. Και αν ενάμισι ή δύο χρόνια δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την καθημερινότητα όσων κατοικούμε στις αργόρυθμες δυτικές δημοκρατίες μας, σαν κακοδιάθετοι υποδοχείς τού αλλότριου πόνου, αντιστοιχούν σε πυκνές δεκαετίες για τη ζωή των ανθρώπων που γεννιούνται κάπου στην Ασία ή την Αφρική: στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στο Αφγανιστάν, στη Νιγηρία, στο Σουδάν, στη Λιβύη, που έτσι όπως «εκδημοκρατίστηκε», έγινε κι αυτή παραγωγός φυγάδων. Οι πεντακόσιες μέρες βαραίνουν όσο πέντε χιλιάδες, επειδή στη διάρκειά τους έχουν προλάβει ν’ αρχίσουν καινούργιοι μικροί και μεγάλοι πόλεμοι, διακοινοτικοί, εμφύλιοι, διεθνείς, και να αγριέψουν όσοι ήδη γίνονταν ώς τότε, γιατί ο αχόρταγος πόθος της αντεκδίκησης δεν ικανοποιείται ποτέ. Που σημαίνει ότι ο θάνατος από τη μια, η ανάγκη της κατεπείγουσας φυγής από την άλλη, ξανάκαναν τη δουλειά τους. «Παράγοντας» (να ένα ρήμα αμέσως καταληπτό στις δυτικές δημοκρατίες) πολύ περισσότερους πρόσφυγες απ’ όσους μπορούμε να «καταναλώσουμε» (κι αυτό το ρήμα έχει επίσης άμεσο και καθαρό αντίκρισμα στην ακοή μας, κυρίως δε στο αξιακό μας σύστημα).
Μερικοί αριθμοί, μολαταύτα, όπως τους ανακοίνωσαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, για να καταδειχθεί –στην οικεία μας μαθηματική γλώσσα– το ασύλληπτο μέγεθος του προβλήματος: Κάθε μέρα, ένα πλήθος ανάμεσα στους δέκα και τους δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους (ένα Μεσολόγγι δηλαδή) φεύγει από το Νότιο Σουδάν, για να σωθεί από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Και: Κάθε λεπτό τρεις Σύροι εγκαταλείπουν την εστία τους, για να αθροιστούν στα 2,5 εκατομμύρια που έχουν ήδη προσφυγέψει στον Λίβανο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία και στο Ιράκ. Και αυτοί και οι εσωτερικά εκτοπισμένοι, που ξεπερνούν τα 4,5 εκατομμύρια, είναι θύματα του πολέμου ανάμεσα στην απολυταρχία του Ασαντ (ο οποίος πρόσφατα «επανεξελέγη» με ποσοστό κατά τι υπολειπόμενο του 100%) και στους αντικαθεστωτικούς, στο στρατόπεδο των οποίων ηγεμονεύουν από καιρό ακρότατοι τζιχαντιστές.
Είναι απίστευτα δύσκολο, αδύνατο μάλλον, να φανταστούμε εμείς της Δύσης, στην ασφάλειά μας, τη ζωή μιας οικογένειας Σύρων, που για να διασωθεί από τα πυρά και των δύο (αν δεν υπολογιστούν οι επίσης φονικοί φατριασμοί σε κάθε παράταξη) αντιμαχόμενων παρατάξεων δραπετεύει στο Ιράκ. Φτάνει εκεί εξαντλημένη, αφού έχει δώσει και τα τελευταία της χρήματα και ψευτοκοσμήματα στους «οδηγούς» που θα της δείξουν τα ασφαλή περάσματα. Με τα πολλά, και αφού σιγά σιγά λιγοστεύουν έως τη γυμνότητα τα ράκη της αξιοπρέπειας και της υπομονής της, εγκαθίσταται σ’ έναν μίζερο πλην ναυαγοσωστικό καταυλισμό, στα περίχωρα κάποιας πόλης. Οι γηγενείς, άνθρωποι με τις δικές τους βαριές δυσκολίες και οι οποίοι ενδέχεται να νιώθουν και αυτοί μέλλοντες πρόσφυγες, μετά βίας τούς ανέχονται· καθόλου περίεργο, αν θυμηθούμε ποια άθλια υποδοχή γεύτηκαν εδώ, από το κράτος και τον κόσμο, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, ομογενείς μεν, οβελιστέοι «τουρκόσποροι» δε.
Σε λίγο ή σε πολύ, ο εφιάλτης ξαναβάζει μπροστά τη μηχανή του: Πάλι σφαίρες από παντού, πάλι επίγειες ή ουράνιες βόμβες από εχθρούς και «φίλους», πάλι θάνατος. Πάλι τρόμος. Και πάλι αναγκαστική φυγή. Από τη Συρία στο Ιράκ και από το Ιράκ... Προς τα πού να κινηθεί άραγε η οικογένεια αυτή τη φορά; Πόσες αντοχές πρέπει να διαθέτουν ή να επινοούν τα μέλη της, ώστε να κατορθώνουν να τα βγάλουν πέρα με τη μία απόδραση πάνω στην άλλη; Και ποια η μοίρα τους αν φτάσουν στην Ευρώπη, γδαρμένοι από αυτούς που εντελώς λαθεμένα αποκαλούμε δουλέμπορους; Δούλοι τάχα όσοι προσφυγεύουν αναζητώντας ένα ψίχουλο ελευθερίας;
Στην Ελλάδα ξέρουμε τι τους περιμένει: Σκόρπιες Μανωλάδες παντού, ρατσιστική βία και χορήγηση ασύλου σε ποσοστό που προσβάλλει αυτό που οι ίδιοι παρουσιάζουμε εν επάρσει σαν θεμέλιο της ηθικής κληρονομιάς μας: το σέβας προς τους ικέτες, τους προσφεύγοντες. Συνολικά η Ευρώπη δεν έχει σχέδιο ούτε για τους οικονομικούς μετανάστες ούτε για τους πολιτικούς και πολεμικούς πρόσφυγες. «Πρόγραμμά» της είναι η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υψώσει αδιάβατα τείχη σε στεριά και θάλασσα, ώστε να μείνει έξω η «βάρβαρη μάζα» και να διέρχονται μόνο οι οικονομικά χρήσιμοι. Να μείνει δηλαδή έξω η Ιστορία. Γιατί τα κύματα όσων εκδιώκουν η απόλυτη ανέχεια και ο απόλυτος φόβος είναι τα κύματα της Ιστορίας. Ετσι όπως γράφεται ερήμην των δικών μας προθέσεων και υπολογισμών.
Ελάχιστοι έχουν τον τρόπο ή την επιθυμία να τα μάθουν όλα τούτα, που όσο αναγκαία κι αν είναι, περισσότερο παρηγορούν όσους τα αποφασίζουν παρά τους αποδέκτες τους. Μπορούμε να είμαστε σίγουροι γι’ αυτό. Αντίθετα, καθόλου σίγουροι δεν είμαστε ούτε καν για τον αριθμό των προσφύγων σήμερα, στα μισά του 2014, αφού πληθαίνουν κάθε μέρα, έτσι όπως πολλαπλασιάζονται οι πηγές πανικού· στις υπό διαρκή κρίση αφρικανικές και ασιατικές χώρες, ο πληθυσμός των οποίων υποχρεώνεται σε εσωτερική ή διακρατική εκτόπιση, προστέθηκε ήδη μία ευρωπαϊκή: η Ουκρανία.
Σύμφωνα με τον ΟΗΕ, το σύνολο των προσφύγων ανήλθε στα 15 εκατομμύρια, των δε εκτοπισμένων είναι τρεις φορές μεγαλύτερο. Οι αριθμοί αυτοί ωστόσο αφορούν το 2012. Και αν ενάμισι ή δύο χρόνια δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία για την καθημερινότητα όσων κατοικούμε στις αργόρυθμες δυτικές δημοκρατίες μας, σαν κακοδιάθετοι υποδοχείς τού αλλότριου πόνου, αντιστοιχούν σε πυκνές δεκαετίες για τη ζωή των ανθρώπων που γεννιούνται κάπου στην Ασία ή την Αφρική: στο Ιράκ, στην Παλαιστίνη, στο Αφγανιστάν, στη Νιγηρία, στο Σουδάν, στη Λιβύη, που έτσι όπως «εκδημοκρατίστηκε», έγινε κι αυτή παραγωγός φυγάδων. Οι πεντακόσιες μέρες βαραίνουν όσο πέντε χιλιάδες, επειδή στη διάρκειά τους έχουν προλάβει ν’ αρχίσουν καινούργιοι μικροί και μεγάλοι πόλεμοι, διακοινοτικοί, εμφύλιοι, διεθνείς, και να αγριέψουν όσοι ήδη γίνονταν ώς τότε, γιατί ο αχόρταγος πόθος της αντεκδίκησης δεν ικανοποιείται ποτέ. Που σημαίνει ότι ο θάνατος από τη μια, η ανάγκη της κατεπείγουσας φυγής από την άλλη, ξανάκαναν τη δουλειά τους. «Παράγοντας» (να ένα ρήμα αμέσως καταληπτό στις δυτικές δημοκρατίες) πολύ περισσότερους πρόσφυγες απ’ όσους μπορούμε να «καταναλώσουμε» (κι αυτό το ρήμα έχει επίσης άμεσο και καθαρό αντίκρισμα στην ακοή μας, κυρίως δε στο αξιακό μας σύστημα).
Μερικοί αριθμοί, μολαταύτα, όπως τους ανακοίνωσαν οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα, για να καταδειχθεί –στην οικεία μας μαθηματική γλώσσα– το ασύλληπτο μέγεθος του προβλήματος: Κάθε μέρα, ένα πλήθος ανάμεσα στους δέκα και τους δεκαπέντε χιλιάδες ανθρώπους (ένα Μεσολόγγι δηλαδή) φεύγει από το Νότιο Σουδάν, για να σωθεί από τις εμφύλιες συγκρούσεις. Και: Κάθε λεπτό τρεις Σύροι εγκαταλείπουν την εστία τους, για να αθροιστούν στα 2,5 εκατομμύρια που έχουν ήδη προσφυγέψει στον Λίβανο, στην Ιορδανία, στην Τουρκία και στο Ιράκ. Και αυτοί και οι εσωτερικά εκτοπισμένοι, που ξεπερνούν τα 4,5 εκατομμύρια, είναι θύματα του πολέμου ανάμεσα στην απολυταρχία του Ασαντ (ο οποίος πρόσφατα «επανεξελέγη» με ποσοστό κατά τι υπολειπόμενο του 100%) και στους αντικαθεστωτικούς, στο στρατόπεδο των οποίων ηγεμονεύουν από καιρό ακρότατοι τζιχαντιστές.
Είναι απίστευτα δύσκολο, αδύνατο μάλλον, να φανταστούμε εμείς της Δύσης, στην ασφάλειά μας, τη ζωή μιας οικογένειας Σύρων, που για να διασωθεί από τα πυρά και των δύο (αν δεν υπολογιστούν οι επίσης φονικοί φατριασμοί σε κάθε παράταξη) αντιμαχόμενων παρατάξεων δραπετεύει στο Ιράκ. Φτάνει εκεί εξαντλημένη, αφού έχει δώσει και τα τελευταία της χρήματα και ψευτοκοσμήματα στους «οδηγούς» που θα της δείξουν τα ασφαλή περάσματα. Με τα πολλά, και αφού σιγά σιγά λιγοστεύουν έως τη γυμνότητα τα ράκη της αξιοπρέπειας και της υπομονής της, εγκαθίσταται σ’ έναν μίζερο πλην ναυαγοσωστικό καταυλισμό, στα περίχωρα κάποιας πόλης. Οι γηγενείς, άνθρωποι με τις δικές τους βαριές δυσκολίες και οι οποίοι ενδέχεται να νιώθουν και αυτοί μέλλοντες πρόσφυγες, μετά βίας τούς ανέχονται· καθόλου περίεργο, αν θυμηθούμε ποια άθλια υποδοχή γεύτηκαν εδώ, από το κράτος και τον κόσμο, οι Μικρασιάτες πρόσφυγες, ομογενείς μεν, οβελιστέοι «τουρκόσποροι» δε.
Σε λίγο ή σε πολύ, ο εφιάλτης ξαναβάζει μπροστά τη μηχανή του: Πάλι σφαίρες από παντού, πάλι επίγειες ή ουράνιες βόμβες από εχθρούς και «φίλους», πάλι θάνατος. Πάλι τρόμος. Και πάλι αναγκαστική φυγή. Από τη Συρία στο Ιράκ και από το Ιράκ... Προς τα πού να κινηθεί άραγε η οικογένεια αυτή τη φορά; Πόσες αντοχές πρέπει να διαθέτουν ή να επινοούν τα μέλη της, ώστε να κατορθώνουν να τα βγάλουν πέρα με τη μία απόδραση πάνω στην άλλη; Και ποια η μοίρα τους αν φτάσουν στην Ευρώπη, γδαρμένοι από αυτούς που εντελώς λαθεμένα αποκαλούμε δουλέμπορους; Δούλοι τάχα όσοι προσφυγεύουν αναζητώντας ένα ψίχουλο ελευθερίας;
Στην Ελλάδα ξέρουμε τι τους περιμένει: Σκόρπιες Μανωλάδες παντού, ρατσιστική βία και χορήγηση ασύλου σε ποσοστό που προσβάλλει αυτό που οι ίδιοι παρουσιάζουμε εν επάρσει σαν θεμέλιο της ηθικής κληρονομιάς μας: το σέβας προς τους ικέτες, τους προσφεύγοντες. Συνολικά η Ευρώπη δεν έχει σχέδιο ούτε για τους οικονομικούς μετανάστες ούτε για τους πολιτικούς και πολεμικούς πρόσφυγες. «Πρόγραμμά» της είναι η ψευδαίσθηση ότι μπορεί να υψώσει αδιάβατα τείχη σε στεριά και θάλασσα, ώστε να μείνει έξω η «βάρβαρη μάζα» και να διέρχονται μόνο οι οικονομικά χρήσιμοι. Να μείνει δηλαδή έξω η Ιστορία. Γιατί τα κύματα όσων εκδιώκουν η απόλυτη ανέχεια και ο απόλυτος φόβος είναι τα κύματα της Ιστορίας. Ετσι όπως γράφεται ερήμην των δικών μας προθέσεων και υπολογισμών.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου