.......................................................
"Καθημερινή",
Πώς μας έφαγε ο λύκος
Υπάρχει ασυναρτησία στην τέχνη; Οχι, αν
λάβει κανείς υπόψη του τον Πολ Βαλερί: «Η ασυναρτησία μιας ομιλίας
εξαρτάται από εκείνον που την ακούει. Μου φαίνεται ότι το πνεύμα είναι
φτιαγμένο έτσι που να μην μπορεί να είναι ασυνάρτητο γι’ αυτό το ίδιο»,
έχει γράψει ο Γάλλος ποιητής και φιλόσοφος. Ομως έζησε περίπου μέχρι τα
μέσα του 20ού αιώνα (πέθανε το 1945) και δεν πρόλαβε να δει το
«παράξενο» που βαφτίζεται και «ανατρεπτικό» να θεωρείται με περισσή
ευκολία (και άγνοια) πρωτοπορία, να το υποδεχόμαστε ως «ενδιαφέρον» και
συχνά «διασκεδαστικό».
Είναι περίεργη και κλονισμένη εποχή αυτή που ζούμε. Οχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλη την Ευρώπη – για να περιοριστούμε στα περισσότερο οικεία εδάφη. Παρακολουθούμε λοιπόν συχνά στο θέατρο απόπειρες από ομάδες που προσπαθούν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο (ή μη λόγο), να μεταφέρουν εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις, να μοιραστούν δημόσια την απώθηση, την αηδία ή απλώς την αμφιθυμία που γεννά η εποχή. Να καταγράψουν τον ακραίο κυνισμό, τη βιαιότητα, τη βαρβαρότητα και, ενδεχομένως, τη γελοιότητα συμπεριφορών και κοινωνικών συμβάσεων. Αρκεί όμως η πρόθεση για να γεννηθεί το καινούργιο; Τη σκοτεινή τελευταία τετραετία, της ελληνικής κρίσης, αναδύθηκαν -και αναδύονται- πολλές νεανικές απόπειρες στην εγχώρια θεατρική σκηνή. Μιλήσαμε πολύ για άνθηση, για αξιοζήλευτη δημιουργική αντίσταση και μοναχικές διαδρομές. Αν όμως ο έπαινος και μόνον ο έπαινος υποκαταστήσει την κρίση και το κριτήριο του τι είναι πρωτοπορία και τι απλώς εκτόνωση, άδειασμα, κινδυνεύουμε να μπερδέψουμε την παρακμή με την αναγέννηση.
Θα σταθούμε στο πιο πρόσφατο παράδειγμα. Στο έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων. Το παραμύθι των αδελφών Γκριμ σε μια ενήλικη εκδοχή. «Ο λύκος θα μας φάει όλους, έτσι κι αλλιώς» είναι η άποψη και το μότο μιας αδιαμφισβήτητα ταλαντούχου καλλιτέχνιδος (για να θυμηθούμε μόνο τον μονόλογο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α). Τι συμβαίνει και η «Κοκκινοσκουφίτσα» της βουλιάζει στην κοινοτοπία, τα κλισέ, την μπαναλιτέ, την ασημαντότητα ενώ με όλη τη δύναμή της θέλει να σαρκάσει, να επιτεθεί, να προκαλέσει; Γιατί μια συγγραφέας-αντίβαρο της κρίσης γίνεται σύμπτωμά της; Γιατί χάνει τ’ αυγά και τα πασχάλια ενώ προσπαθεί να στριφογυρίσει το νυστέρι στο τραύμα, να «αυθαδιάσει» στα στερεότυπα, να φωνάξει «κουράστηκα να ακούω και να βλέπω τα ίδια και τα ίδια»; Να «σκοτώσει» τη μητέρα, να συναντηθεί με τον εφιάλτη, τον λύκο, τον επιδειξία, τον αδελφό που δεν έχει, τη γιαγιά-τέρας; Η Λένα Κιτσοπούλου θέλει να βγάλει τη γλώσσα στην αφόρητη επανάληψη, στο ανούσιο τελετουργικό της καθημερινότητας. Απλώς, όμως, τα αναμασάει. Και χειρότερα: με τον μανδύα της αντισυμβατικότητας. Μόνο που η αποδόμηση θέλει στιβαρούς κανόνες για να μην κατρακυλήσει στον χαβαλέ και η αντι-θεατρικότητα (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει) σκηνοθετική άποψη και όχι, απλώς, σκηνική αταξία. Εύκολα και αδούλευτα (έτσι μοιάζει τουλάχιστον), η «Κοκκινοσκουφίτσα» από προϊόν μιας οξυδερκούς πένας μετατρέπεται σε προϊόν μιας θλιβερής παρακμής.
Λίγη έχει σημασία αν ο κόσμος γελάει και χειροκροτεί και η παράσταση, από αυτήν την άποψη, θεωρείται επιτυχημένη. Σε, ελεγχόμενο ή όχι, πανικό και ανισορροπία δεν βρίσκονται μόνο οι καλλιτέχνες αλλά και το κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι ριζικές αλλαγές δεν συμβαίνουν μόνο στην τέχνη ή στην κοινωνία αλλά και στο συντακτικό των κριτηρίων. Και έτσι, μέσα στη διασάλευση, εν μέσω τρικυμίας, «κανείς δεν έζησε καλά και κανείς δεν θα ζήσει καλύτερα».
Είναι περίεργη και κλονισμένη εποχή αυτή που ζούμε. Οχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για όλη την Ευρώπη – για να περιοριστούμε στα περισσότερο οικεία εδάφη. Παρακολουθούμε λοιπόν συχνά στο θέατρο απόπειρες από ομάδες που προσπαθούν να αρθρώσουν έναν διαφορετικό λόγο (ή μη λόγο), να μεταφέρουν εικόνες, συναισθήματα, σκέψεις, να μοιραστούν δημόσια την απώθηση, την αηδία ή απλώς την αμφιθυμία που γεννά η εποχή. Να καταγράψουν τον ακραίο κυνισμό, τη βιαιότητα, τη βαρβαρότητα και, ενδεχομένως, τη γελοιότητα συμπεριφορών και κοινωνικών συμβάσεων. Αρκεί όμως η πρόθεση για να γεννηθεί το καινούργιο; Τη σκοτεινή τελευταία τετραετία, της ελληνικής κρίσης, αναδύθηκαν -και αναδύονται- πολλές νεανικές απόπειρες στην εγχώρια θεατρική σκηνή. Μιλήσαμε πολύ για άνθηση, για αξιοζήλευτη δημιουργική αντίσταση και μοναχικές διαδρομές. Αν όμως ο έπαινος και μόνον ο έπαινος υποκαταστήσει την κρίση και το κριτήριο του τι είναι πρωτοπορία και τι απλώς εκτόνωση, άδειασμα, κινδυνεύουμε να μπερδέψουμε την παρακμή με την αναγέννηση.
Θα σταθούμε στο πιο πρόσφατο παράδειγμα. Στο έργο της Λένας Κιτσοπούλου «Κοκκινοσκουφίτσα – Το πρώτο αίμα» που παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων. Το παραμύθι των αδελφών Γκριμ σε μια ενήλικη εκδοχή. «Ο λύκος θα μας φάει όλους, έτσι κι αλλιώς» είναι η άποψη και το μότο μιας αδιαμφισβήτητα ταλαντούχου καλλιτέχνιδος (για να θυμηθούμε μόνο τον μονόλογο Μ.Α.Ι.Ρ.Ο.Υ.Λ.Α). Τι συμβαίνει και η «Κοκκινοσκουφίτσα» της βουλιάζει στην κοινοτοπία, τα κλισέ, την μπαναλιτέ, την ασημαντότητα ενώ με όλη τη δύναμή της θέλει να σαρκάσει, να επιτεθεί, να προκαλέσει; Γιατί μια συγγραφέας-αντίβαρο της κρίσης γίνεται σύμπτωμά της; Γιατί χάνει τ’ αυγά και τα πασχάλια ενώ προσπαθεί να στριφογυρίσει το νυστέρι στο τραύμα, να «αυθαδιάσει» στα στερεότυπα, να φωνάξει «κουράστηκα να ακούω και να βλέπω τα ίδια και τα ίδια»; Να «σκοτώσει» τη μητέρα, να συναντηθεί με τον εφιάλτη, τον λύκο, τον επιδειξία, τον αδελφό που δεν έχει, τη γιαγιά-τέρας; Η Λένα Κιτσοπούλου θέλει να βγάλει τη γλώσσα στην αφόρητη επανάληψη, στο ανούσιο τελετουργικό της καθημερινότητας. Απλώς, όμως, τα αναμασάει. Και χειρότερα: με τον μανδύα της αντισυμβατικότητας. Μόνο που η αποδόμηση θέλει στιβαρούς κανόνες για να μην κατρακυλήσει στον χαβαλέ και η αντι-θεατρικότητα (ό,τι κι αν αυτό σημαίνει) σκηνοθετική άποψη και όχι, απλώς, σκηνική αταξία. Εύκολα και αδούλευτα (έτσι μοιάζει τουλάχιστον), η «Κοκκινοσκουφίτσα» από προϊόν μιας οξυδερκούς πένας μετατρέπεται σε προϊόν μιας θλιβερής παρακμής.
Λίγη έχει σημασία αν ο κόσμος γελάει και χειροκροτεί και η παράσταση, από αυτήν την άποψη, θεωρείται επιτυχημένη. Σε, ελεγχόμενο ή όχι, πανικό και ανισορροπία δεν βρίσκονται μόνο οι καλλιτέχνες αλλά και το κοινό. Το πρόβλημα είναι ότι ριζικές αλλαγές δεν συμβαίνουν μόνο στην τέχνη ή στην κοινωνία αλλά και στο συντακτικό των κριτηρίων. Και έτσι, μέσα στη διασάλευση, εν μέσω τρικυμίας, «κανείς δεν έζησε καλά και κανείς δεν θα ζήσει καλύτερα».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου