........................................................
Τα άσπρα και τα μαύρα κρίνα*
Βασιλιάς και βασίλισσα είχανε μια
κόρη που όταν έφτασε σε ηλικία γάμου ήθελαν να την παντρέψουν. Ανοίξανε το
παλάτι, κάνανε χορούς και γιορτές και καλέσανε όλα τα πριγκιπόπουλα από τα
γειτονικά βασίλεια για να διαλέξει η κόρη τους τον άντρα της. Όμως κανένας δεν
της άρεσε.
-
Τι θα γίνει με σένα κόρη μου; Σου φέραμε τόσα βασιλόπουλα
και πριγκιπόπουλα, το ένα ομορφότερο από τ’ άλλο. Κανένα δεν σ’ αρέσει;
-
Εγώ θέλω το πριγκιπόπουλο από την μακρινή την
πολιτεία που είναι πέρα από τη θάλασσα. Αυτόν θέλω να παντρευτώ!
-
Μα αυτός δεν θέλει να παντρευτεί. Όσα προξενιά
του πάνε, τα γυρίζει πίσω. Καμμιά δεν του αρέσει! Πολύ δύσκολος άνθρωπος.
-
Εγώ αυτόνε θέλω. Στείλτε προξενιά να μου τον
φέρετε!
Δώρα στο πριγκιπόπουλο, πρόσκληση
να έρθει στο παλάτι να στεφανωθεί την πριγκιποπούλα. Αυτός δε δέχεται τα
προξενιά και τους γυρίζει πίσω τα δώρα που του φέρανε.
-
Αν δεν με στεφανωθεί, εγώ θα φαρμακωθώ!
-
Δώστε της αυτό να φαρμακωθεί!
-
Να ξαναπάτε πίσω και να του πείτε ότι θα
μαχαιρωθώ!
-
Τούτο και
τούτο, η πριγκίπισα θα μαχαιρωθεί!
-
Δώστε της αυτό να μαχαιρωθεί! (μικρό μαχαίρι με
αλαβάστρινη λαβή)
Απαρηγόρητη η βασιλοπούλα. Να της
ναυλώσουν καράβι να πάει να τονε βρει. Της κάνουν το χατίρι. Ταξίδι μεγάλο που
κράτησε πολύ. Χώρες μακρινές, βασίλεια λίγο και πολύ πλούσια, άγνωστοι
άνθρωποι. Ταξίδευε, ταξίδευε… μια παραλία εξωτική με πυκνή βλάστηση. Φοίνικες,
χουρμαδιές, καρυδιές και αμμόλοφοι ανθισμένοι με κρίνα άσπρα και μαύρα που
μύριζαν και μοσκοβολούσαν. Σταματάει το καράβι, κόβει ένα μαύρο κρίνο, το
μυρίζει, και γίνεται αμέσως μαύρη. Τάχασε. Δεν ξέρει τι να κάνει. Μυρίζει ένα
άσπρο και ξαναγίνεται άσπρη. Μαζεύει άσπρα και μαύρα κρινάκια, σακουλάκι,
συνεχίζει το ταξίδι της. Φτάνει στο μακρινό βασίλειο πέρα από τη θάλασσα.
Μυρίζει ένα μαύρο, γίνεται μαύρη. Το βασιλόπουλο έλειπε. Δουλειές, πόλεμος;
Βασίλευε η αδελφή του, στη θέση του. Ζητάει να την πάρει στη δούλεψή της.
-
Ξέρεις να καθαρίζεις; - Όχι
-
Ξέρεις να μαγειρεύεις; - Όχι
-
Ξέρεις να κάνεις τις δουλειές; - Όχι
-
Τότε, τι να σε κάνω; Τίποτα δεν ξέρεις;
-
Ξέρω να φτιάχνω κεντήματα. Ουρανό,
ηλιοβασιλέματα, ποτάμια, ρυάκια, κάμπους με λουλούδια! Αλλά όχι με κλωστές. Με
υλικά που είναι αληθινά, χρυσές χάντρες, κοράλλια, πετράδια…
-
Και τι ζητάς από μένα για να φτιάξεις αυτά τα
αριστουργήματα;
-
Θα με κλείσεις σ’ ένα δωμάτιο και θα μου φέρνετε
μόνο το φαΐ μου. Να μη βλέπει κανείς και θα δουλεύω μόνη μου. Κι όποιος
ρωτήσει. Θα του λέτε ότι είναι μια μαύρη από χώρα μακρινή και δουλεύει για την
αφεντιά σας.
Της δίνει ό,τι ζήτησε. Κεντήματα,
φορέματα για τη βασίλισσα, πίνακες με ουρανούς με αστέρια που λάμπανε, ήλιους
και φεγγάρια τη νύχτα και την ημέρα, όλα σαν να ήτανε αληθινά.
Η βασίλισσα ξετρελάθηκε. Τρόμαζε
όταν σκεφτότανε ότι κάποια μέρα η δούλα θα έφευγε και θα έμενε χωρίς την
υπηρέτρια που ήταν τόσο χρυσοχέρα. Εκείνη δούλευε ακούραστα, κλεισμένη μέσα στο
δωμάτιό της μέρες μήνες, αρκετό καιρό.
Κάποια μέρα γίνονταν
προετοιμασίες στο παλάτι. Τι να συμβαίνει άραγε;
-
Θέλω να βάλεις τα δυνατά σου γιατί σήμερα
έρχεται ο αδελφός μου. Να μου φτιάξεις τα καλύτερα κεντήματα για να στολίσω το
παλάτι για να τον υποδεχτώ που λείπει καιρό και έρχεται από ταξίδι μακρινό.
Βάζει τα δυνατά της. Κανείς να
μην την ενοχλήσει. Κανείς να μην μπει στο δωμάτιό της. Η ημέρα του χορού.
Υπηρέτες-φαγητά σε βασιλιάδες, πρίγκιπες και πριγκίπισσες, βασιλόπουλα και
βασιλοπούλες από τα γειτονικά βασίλεια. Με τα κεντήματα ξετρελάθηκαν. Ποια είναι
αυτή που τα φτιάχνει; Θέλουμε να τη γνωρίσουμε.
-
Α, δε γίνεται. Είναι πολύ παράξενη. Δε θέλει να
δει κανέναν, θέλει να μείνει μόνη της.
Έρχεται το βασιλόπουλο. Αυτός κι
αν ξετρελάθηκε.
-
Θέλω να την γνωρίσω.
-
Δε δέχεται κανένα!
-
Τη διατάζω!
-
Δε δέχεται!
ΑΠΕΣΤΑΛΜΕΝΟΙ: Μα καλή μου, μα
χρυσή μου… Αυτή όχι δεν έρχομαι!
Έρωτας χωρίς να την έχει δει,
γιατί έβλεπε την ψυχή που έβαζε στους πίνακές της, που ήσαν τόσο ζωντανοί πού
όσοι τους βλέπανε, βλέπανε την ψυχή τ’ αλλουνού μέσα.
Μήνυμα: - Αν δεν βγει να με δει,
εγώ θα φαρμακωθώ
-
Δώστε του το να φαρμακωθεί!
-
Αν δεν μ’ ανταμώσει, θα μαχαιρωθώ!
-
Δώστε του το να μαχαιρωθεί!
Αυτός δεν ήξερε τι να κάμει… Ας
βγει να τη δώ, ό,τι και νάναι ό,τι χρώμα κι αν έχει, εγώ θα την παντρευτώ.
Τότε πια η βασιλοπούλα δέχτηκε ν’
ανταμώσουνε. Μυρίζει τ’ άσπρα κρινάκια κι έρχεται πάλι στο χρώμα της,
πεντάμορφη βασιλοπούλα. Με φόρεμα το καλύτερο, κεντημένο από την ίδια, γαλάζιο
τ’ ουρανού τη μέρα, μπλέ τ’ ουρανού τη νύχτα με ήλιο και φεγγάρι κι αστέρια
συναντάει το βασιλοπουλο.
Φυσικά αυτός ξετρελάθηκε. Όπως
ήταν η ψυχή στα έργα της, ήταν κι η μορφή της. Γάμοι ήρθαν κι οι δικοί της από
το μακρινό βασίλειο και τα τελειώσανε. Και ζήσανε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.
Αυτοί στ’ αγκαθάκια κι εμείς στα μπαμπάκια.
*: από τα "παραμύθια της Πελοποννήσου" συλλογή της Ζωής Σπυροπούλου, εκδόσεις "Κέδρος", 2004
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου