Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

"Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης..." & [Το καράβι που το λένε «ΑΓΩΝΙΑ 013»] Του Παντελή Μπουκάλα ("Καθημερινή", 17 και 24/11/2013)

..............................................................
 
Σεφέρης, Ελύτης, Ρίτσος, Αναγνωστάκης...

Του Παντελή Μπουκάλα


Με τη μνήμη και τη σκέψη του κομμένη στα δύο, μισό Μικρασία - μισό Ελλάδα, και με τον νόστο στη γενέτειρα αδύνατο, λογικό ήταν να προσεγγίσει ο Γιώργος Σεφέρης τον ανθρώπινο βίο, ατομικό και συλλογικό, σαν περιπέτεια σε πέλαγος τρικυμισμένο και αφιλόξενο. Κανείς θεός δεν εγγυάται εκεί τη σωτηρία (έχει προλάβει άλλωστε να πει: «Πεθαίνουμε! Πεθαίνουν οι θεοί μας!...»). Και ο «αποθρώσκων καπνός» ίσως είναι από φωτιές πολέμου και καταστροφής, και όχι παρήγορο σημάδι από την εστία κάποιας γαλήνιας Ιθάκης. Φυσική ήταν επίσης η επιλογή του να ονομάσει Στράτη Θαλασσινό ένα από τα κύρια προσωπεία του και να δώσει τον τίτλο «Ημερολόγιο καταστρώματος» σε τρεις συλλογές του.
Λίγοι σκόρπιοι στίχοι του, σαν ψηφίδες μιας θαλασσογραφίας που τη βλέπω να μην επιδέχεται άλλα χρώματα από το μαύρο και το κόκκινο: «Περάσαμε κάβους πολλούς πολλά νησιά τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα». «Κι είναι η ζωή ψυχρή ψαρίσια. / - Ετσι ζεις; - Ναι! Τι θες να κάνω; / τόσοι και τόσοι είναι πνιμένοι / κάτω στης θάλασσας τον πάτο». «Μα τι γυρεύουν οι ψυχές μας ταξιδεύοντας / πάνω σε καταστρώματα κατελυμένων καραβιών». «Η θάλασσα που μας πίκρανε είναι βαθιά κι ανεξερεύνητη [...] Ξαναμπαρκάραμε με τα σπασμένα μας κουπιά». «Η θάλασσα· πώς έγινε έτσι η θάλασσα; [...] Μα μπορεί να κακοφορμίσει η θάλασσα;»
Συνεχίζω την αντιγραφή με το «Σπίτι κοντά στη θάλασσα», που κι αυτό ακόμα, ταραχή προκαλεί και στενοχώρια: «Τα σπίτια που είχα μου τα πήραν. Ετυχε / να ’ναι τα χρόνια δίσεχτα· πολέμοι χαλασμοί ξενιτεμοί». Ωσπου, στο ποίημα «Μνήμη Α΄» του «Ημερολογίου καταστρώματος, Γ΄» (1955), η επιγραφή «και η θάλασσα ουκ έστιν έτι», δάνειο από την «Αποκάλυψη» του Ιωάννη, υπαγορεύει τα εξής: «Ψιθύρισα· “Η μνήμη όπου και να την αγγίξεις πονεί, / ο ουρανός είναι λίγος, θάλασσα πια δεν υπάρχει, / ό,τι σκοτώνουν τη μέρα τ’ αδειάζουν με κάρα πίσω απ’ τη ράχη”». Και στο τελευταίο κείμενο των «Ποιημάτων» στον τόμο του «Ικαρου»: «Τώρα, / με το λιωμένο μολύβι του κλήδονα / το λαμπύρισμα του καλοκαιρινού πελάγου, / η γύμνια ολόκληρης της ζωής [...] φώναξε τα παιδιά να μαζέψουν τη στάχτη / και να τη σπείρουν. / Ο,τι πέρασε πέρασε σωστά». Η στωική κατάληξη θεμελιώνεται στη (σολωμικού ήθους) συμφιλίωση με τη γύμνια της ζωής.
Για τον Σεφέρη το πέλαγος, το Αιγαίο, δεν είναι ένας αθώος εξωιστορικός τόπος ευδίας και ευδαιμονίας, περίπου ελυτικός (λέω περίπου, γιατί το έργο του Ελύτη ήταν πολύ ουσιωδέστερο από την ακύμαντη γαλάζια ζωγραφιά με την οποία το ταύτισαν οι τουρίστες της ποίησης). Οπως δεν ήταν τόπος ανέφελος για τον Γιάννη Ρίτσο. Με πίκρα περισσότερο παρά με ειρωνική πρόθεση, στο ποίημα «Α. Β. Γ.» της συλλογής «Πέτρινος χρόνος» τού 1949 (γράφτηκε στη Μακρόνησο και πρωτοεκδόθηκε στο Βουκουρέστι το 1957) ο εξόριστος Ρίτσος επαναλαμβάνει τρεις φορές (ελαφρότατα παραλλαγμένη) την πρόταση «Α, ναι, μιλούσαμε κάποτε για μια ποίηση αιγαιοπελαγίτικη». Την τρίτη φορά μάλιστα οξύνει το σχόλιό του προσθέτοντας το «ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ - ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ – ΜΑΚΡΟΝΗΣΟΣ». Με την επιλογή των κεφαλαίων είναι σαν να χαράζει επιτύμβιο πάνω σε μια πέτρα του ξερονησιού-νέου Παρθενώνα. Σε αυτόν τον ενδολογοτεχνικό διάλογο (ή αγώνα λόγου) είχε προηγηθεί ο Μανόλης Αναγνωστάκης, με το «Καινούργιο τραγούδι» των «Εποχών» (1945): «Φτάνει πια η γαλάζια αιθρία του Αιγαίου με τα ποιήματα που ταξιδεύουν σ’ ασήμαντα νησιά για να ξυπνήσουν την ευαισθησία μας». Λέξεις-πρόκες...
Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο ποιητής με τη μικρασιατική καταγωγή δεν διάλεξε από τον «Αγαμέμνονα» του Αισχύλου μόνο το «έστιν θάλασσα - τίς δε νιν κατασβέσει;», που το απέδωσε με τη φράση «Τη θάλασσα τη θάλασσα, ποιος θα μπορέσει να την εξαντλήσει;» στο «Μυθιστόρημα». Επιπλέον, αναψηλάφησε και ενσωμάτωσε στο ποίημά του «Με τον τρόπο τού Γ.Σ.» (1936) και τη βαριά εικόνα της επιστροφής των Αργείων από την Τροία, οι οποίοι, πληρώνοντας τα κρίματά τους, έπεσαν σε ανελέητη φουρτούνα. Για να γεμίσει έτσι νεκρά κορμιά το πέλαγος. Θυμίζω τους τελευταίους στίχους του ποιήματος (ένας από τους οποίους συναγωνίζεται σε δημοτικότητα τους γνωμικούς καβαφικούς στίχους):
«Στο μεταξύ η Ελλάδα ταξιδεύει ολοένα ταξιδεύει / κι αν “ορώμεν ανθούν πέλαγος Αιγαίον νεκροίς” / είναι εκείνοι που θέλησαν να πιάσουν το μεγάλο καράβι με το κολύμπι / εκείνοι που βαρέθηκαν να περιμένουν τα καράβια που δεν μπορούν να κινήσουν / την ΕΛΣΗ τη ΣΑΜΟΘΡΑΚΗ τον ΑΜΒΡΑΚΙΚΟ. / Σφυρίζουν τα καράβια τώρα που βραδιάζει στον Πειραιά / σφυρίζουν ολοένα σφυρίζουν μα δεν κουνιέται κανένας αργάτης / καμιά αλυσίδα δεν έλαμψε βρεμένη στο στερνό φως που βασιλεύει / ο καπετάνιος μένει μαρμαρωμένος μες στ’ άσπρα και στα χρυσά. // Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει· / παραπετάσματα βουνών αρχιπέλαγα γυμνοί γρανίτες... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937».
Να πω πρώτα πόσο ωφελείται όποιος αγαπάει την ποίηση όταν (αντι)γράφει στίχους στη γραφομηχανή ή στον υπολογιστή. Στις δύο αισθήσεις, την όραση και την ακοή, που τον υπηρετούν όταν διαβάζει ένα ποίημα, προστίθεται μια τρίτη, η αφή: Οσο τα δάχτυλα αναζητούν ψηλαφητά το σωστό πλήκτρο, οι στίχοι, πέρα από τον ήχο και την εικόνα που ήδη διαθέτουν, αποκτούν και ύλη πια· είναι απτοί. Να θυμίσω έπειτα ότι το πασίγνωστο απόφθεγμα «η Ελλάδα με πληγώνει» στάθηκε αφορμή για να αναπτυχθεί ένας επιπλέον ενδοποιητικός διάλογος (έστω με τη μορφή μιας ανοιχτής, δημόσιας επιστολής, για την οποία δεν μάθαμε και δεν θα μάθουμε ποτέ τι ένιωσε ο κατεξοχήν παραλήπτης, ανώνυμος πλην ευδιάκριτος). Ο Αναγνωστάκης και πάλι, στο ποίημα «Θεσσαλονίκη, μέρες του 1969 μ.Χ.» της συλλογής «Ο στόχος», το μεγαλύτερο μέρος της οποίας δημοσιεύτηκε στην ομαδική αντιστασιακή έκδοση «Δεκαοχτώ Κείμενα» (1970): «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει, έλεγε κι ο Ποιητής / Η Ελλάδα με τα ωραία νησιά, τα ωραία γραφεία, τις ωραίες εκκλησιές / Η Ελλάς των Ελλήνων». Ενα χρόνο πριν ο Ποιητής, ο Σεφέρης, είχε γράψει το εξής δίστιχο, με τίτλο «Από βλακεία»: «Ελλάς· πυρ! Ελλήνων· πυρ! Χριστιανών· πυρ! / Τρεις λέξεις νεκρές. Γιατί τις σκοτώσατε;» Ο Αναγνωστάκης όμως δεν θα μπορούσε να το γνωρίζει, αφού το αντιχουντικό δίστιχο πρωτοδημοσιεύτηκε από τον Γ. Π. Σαββίδη, στο «Βήμα», μόλις στις 28.9.1974.
Θα συνεχίσουμε την επόμενη Κυριακή, πιάνοντας την αλληγορική εξεικόνιση μιας χώρας ως κλυδωνιζόμενου σκάφους στην πρωταρχή της: από τον μελικό Αλκαίο τον Μυτιληναίο.



Το καράβι που το λένε «ΑΓΩΝΙΑ 013»

Του Παντελή Μπουκάλα


Για τον κριτικό διάλογο που αναπτύσσεται κάποιες στιγμές ανάμεσα σε ποιητές έγραφα εδώ την περασμένη Κυριακή. Με αφορμή και την αντίδραση του Μανόλη Αναγνωστάκη στον πασίγνωστο στίχο του Γιώργου Σεφέρη «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει»· με αυτόν αρχίζει το ποίημά του «Με τον τρόπο τού Γ.Σ.» (1936), καθώς και η τελευταία παράγραφός του, που απολήγει στο επίσης γνωστό: «Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 937». Μάλλον λιγότερο γνωστό είναι το γεγονός ότι ο Σεφέρης το 1969 απέδωσε από τα αμερικανικά, «ελλείψει άλλης χειρός» όπως σημειώνει, το ποίημα «Θα φύγω απ’ το καράβι μου» του Αμερικανού γερουσιαστή Ευγένιου ΜακΚάρθυ, που απευθύνεται στον Ελληνα ποιητή και όπου ως μότο χρησιμοποιούνται οι στίχοι «Οπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει... Το καράβι που ταξιδεύει το λένε ΑΓ ΩΝΙΑ 1937». Ενα απόσπασμα: «Ξενιτεμένος / έξω από τη γλώσσα σου, μεταφρασμένος / απ’ το καράβι “Αγωνία 1937” / ανέβηκες βίαια στο καράβι μας, / με μια κραυγή για την Ελλάδα, Γιώργο Σεφέρη. // Με της Ελλάδας τις πληγές /μάς πλήγωσες. / Μας πλήγωσες· με το βαθύ βογκητό / γυναικών που ολόλυζαν μέσα στους αιώνες» (βλ. το «Τετράδιο Γυμνασμάτων Β΄» του Σεφέρη, «Ικαρος»).
Τον μελαγχολικό και ταυτόχρονα πικρόχολο σεφερικό στίχο για την τραυματική Ελλάδα τον χρησιμοποιούν πολλοί, είτε γνωρίζουν το πλαίσιό του είτε όχι. Και τον υιοθετούν και κάμποσοι όχι για να κρίνουν τίμια και τον εαυτό τους, σαν συνδιαμορφωτή της μοίρας του τόπου, αλλά μόνο και μόνο για να δικαιολογήσουν το ανάθεμα που εξαπολύει ο σνομπισμός τους κατά της ίδιας της πατρίδας τους, ανάξιας υποτίθεται ακόμα και να φέρει το όνομα Ελλάς.
Μάλλον δεν θα τον ευχαριστούσε τον Σεφέρη να βλέπει και ν’ ακούει το στίχο του σε χείλη και κείμενα ανθρώπων (πολιτικών, ιερωμένων, δημοσιογράφων, ακαδημαϊκών, καλλιτεχνών, οικονομικών παραγόντων και «παραγόντων» εν γένει), που πλήγωσαν την Ελλάδα με τις πράξεις ή το λόγο τους και κανένα δικαίωμα δεν έχουν να βγάζουν απ’ έξω την ουρά τους, με τη σοβαρότατη ευθύνη τους φορτωμένη πάνω της, αντέχει δεν αντέχει το βάρος της. Σίγουρα δεν θα τον ενθουσίαζε το γεγονός ότι η φράση του κατάντησε άλλοθι για απράγμονες και για αχρείους. Με τον ίδιο τρόπο που δεν θα ενθουσίαζε τον Διονύσιο Σολωμό η χρήση του Υμνου του ως εμβατηρίου κατά τη διάρκεια επιθέσεων εναντίον αδύναμων ανθρώπων και με στόχο τη στέρηση της δικής τους ελευθερίας. Και όπως δεν θα ενθουσιαζόταν ο Κ.Π. Καβάφης αν διαπίστωνε ότι το «Υπήρξεν έτι το άριστον εκείνο, Ελληνικός - / ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν» χρησιμοποιείται και από πατενταρισμένους ρατσιστές και νεοναζιστές.
Μας πληγώνει η Ελλάδα. Αλλά, αν το σκεφτούμε τίμια, στην ουσία μάς πληρώνει με το ίδιο νόμισμα. Μας αντιγυρίζει, ας μην το λησμονούμε, τις πληγές που προκαλούμε στο σώμα της, προσβάλλοντας την ιστορία και την κληρονομιά της, λεηλατώντας τη φύση της, απομυζώντας τους πόρους της, αδιαφορώντας εγωπαθώς για το πώς θα βρει ένα δρόμο που να ικανοποιεί τις ανάγκες των πολλών και όχι την απληστία των ολίγιστων (και με τις δύο έννοιές της η τελευταία λέξη, την αριθμητική και την ηθικοπνευματική). Να μη λησμονούμε επίσης ότι όσο μας πληγώνει, άλλο τόσο, όπου και να πάμε, στα βουνά ή στις θάλασσές της, στα χωριά ή στις πόλεις της, σε άτομα ή σε κοινότητες ανθρώπων, μας αποζημιώνει, έστω πληγωμένη· μας ευχαριστεί· μας δωρίζει την ομορφιά της, που ακόμη δεν χάθηκε όλη. Και μας διδάσκει την αντοχή της. Αντοχή αξιοθαύμαστη μέσα σε τόσες φουρτούνες, με καπετάνιους ατζαμήδες και με πλήρωμα (όλους εμάς) πότε βαριεστημένο ή λουφαδόρικο και πότε, όπως τώρα, εξουθενωμένο και απελπισμένο.
Νά το λοιπόν το σεφερικό σκάφος «ΑΓ ΩΝΙΑ 937» ως αλληγορική απεικόνιση της Ελλάδας. Που μετασχηματίστηκε (ή μετονομάστηκε) σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 940», «ΑΓ ΩΝΙΑ 946», «ΑΓΩΝΙΑ 967», και τώρα σε «ΑΓ ΩΝΙΑ 013». Το σχήμα, χώρα ίσον καράβι, στα όρια του προφανούς ή του αυτονόητου θα έλεγε κανείς, είναι πανάρχαιο. Το χρησιμοποίησε, τέλη του 7ου αιώνα π.Χ. - αρχές του 6ου, ο κορυφαίος λυρικός Αλκαίος, σε ένα από τα «στασιωτικά» ποιήματά του, ευθέως πολιτικά, που τα τραγουδούσαν στα συμπόσιά τους οι ομοϊδεάτες του. Ακολουθώντας και το πρότυπο των μεγαλύτερων αδελφών του, που μαζί με τον σοφό Πιττακό είχαν πρωταγωνιστήσει στην ανατροπή του τύραννου Μέλαγχρου, ο Αλκαίος ενεπλάκη στην οξύτατη κομματική και ταξική έριδα των Μυτιληναίων, για να συγκαταλεχθεί έτσι στους μάλλον λίγους ποιητές με έντονη πολιτική δράση. Παραθέτω το ποίημα:
«Ασυννέτημι των ανέμων στάσιν· / το μεν γαρ ένθεν κύμα κυλίνδεται, / το δ’ ένθεν· άμμες δ’ ον το μέσσον / νάι φορήμεθα σην μελαίνα // χείμωνι μόχθεντες μεγάλω μάλα· / περ μεν γαρ άντλος ιστοπέδαν έχει, / λαίφος δε παν ζάδηλον ήδη / και λάκιδες μέγαλαι κατ’ αύτο, // χόλαισι δ’ άγκονναι». Και στη μετάφραση του Γιάννη Δάλλα, από το βιβλίο του «Αρχαίοι λυρικοί - Β΄: Η αιολική και η ιωνική μονωδία» («Αγρα», 2004): «Τα ’χω χαμένα με τη λύσσα των ανέμων / σωστή ανταρσία, κύμα από δω κυλιέται, / κύμα από κει, / κι εμείς στη μέση / του μαύρου καραβιού πάμε κι ερχόμαστε, // σε τρικυμία μεγάλη παραδέρνοντας· / ώς τους αρμούς των καταρτιών η πλημμύρα, / κουρελιασμένα τα πανιά, / κι απάνω τους οι σχισματιές θεόρατες, λασκάρανε // και τα σκοινιά».
Για το καράβι της πατρίδας του μιλάει και νοιάζεται ο Αλκαίος. Για τη Θήβα σαν καράβι και για τον κυβερνήτη της, που πρέπει να μιλάει με φρόνηση τις κρίσιμες στιγμές, όσο κρατάει το τιμόνι γερά, δίχως ποτέ να κλείνει τα βλέφαρά του ο ύπνος, νοιάζεται ο Ετεοκλής στο ξεκίνημα των «Επτά επί Θήβας» του Αισχύλου: «Κάδμου πολίται, χρη λέγειν τα καίρια / όστις φυλάσσει πράγος εν πρύμνη πόλεως / οίακα νωμών, / βλέφαρα μη κοιμών ύπνω». Και στην «Αντιγόνη» του Σοφοκλή έρχεται η σειρά του Κρέοντα να παρομοιάσει τη Θήβα με πλοίο που οι θεοί το συντάραξαν με φουρτούνα μεγάλη μα ύστερα το ξανάφεραν σε θέση ασφαλή: «Ανδρες, τα μεν δη πόλεος ασφαλώς θεοί / πολλώ σάλω σείσαντες ώρθωσαν πάλιν».
Ακούμε και τους δικούς μας ηγέτες να μιλούν συχνά για την προστασία που παρέχουν στην κλυδωνιζόμενη χώρα μας τα ουράνια. Μακάρι. Αλλά, δυστυχώς, το «συν Αθηνά και χείρα κίνει» δεν ειπώθηκε δίχως λόγο. Ούτε και το νεότερο ηπειρώτικο «Αϊ-Νικόλα, βόηθα! – Κούνα κι εσύ το χέρι σου», ή «Αγιε Νικόλα, βόηθα με! – Σείσε και συ το πόδι σου» στην αιγαιοπελαγίτικη παραλλαγή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια: