...............................................................
Μιλτιάδη Μαλακάση
Ένα γεύμα την παραμονήν των Χριστουγέννων
Ένα μουντό πρωινό χινοπωριάτικης ημέρας, παραμονές των Χριστουγέννων, εδώ και εικοσιπέντε τουλάχιστον χρόνια, ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λόγιος και συγγραφέας και άνθρωπος κολασίμων παθών, έπαιρνε τον καφέ του στο υπόστεγο του μικρού καφενειου της Δεξαμενής - στου κυρ-Γιάννη. Τον έπινε και εδιάβαζε την εφημερίδα, επισκοπώντας και από αταβισμό ζουλαπιού τα περίγυρα, οσμιζόμενος και την ατμόσφαιρα.
Ο Ευρυσθένης Τσανάκας! Τρομερό πρόσωπο, άνθρωπος πολυφαγάς, καυγατζής, χωρικός, θρασύδειλος, τύραννος και δούλος. Κακολόγος, κακόσουρτος, βραδύς, αλλά παρατηρητικός και συγγραφέας με κάποιο ταλέντο. Είναι πεθαμένος εδώ και είκοσι χρόνια το λιγότερο. Ύστερα από τόσον καιρό, και ο Θεός ακόμα θα τον συγχώρησε. Αλλά δεν πρόκειται περί αυτού. Ο Ευρυσθένης Τσανάκας, λοιπόν, εκείνο το πρωί, έκαμε την τύχη του. Όπως παραφύλαγε, ανασηκωμένος σε μια στιγμή, συνέλαβε με το μάτι του το ξεκομμένο γαλόπουλο που κατέβαινε από το Λυκαβηττό σαστισμένο και παραπατώντας. Εκαθόμουν ακριβώς αντίκρυ του και πααρκολουθούσα τη σκηνή. Ο Τσανάκας το ήξερε και με υπόβλεπε. Ήμαστε φίλοι, αλλά και εχτροί μαζί. Μ' αγαπούσε και δε με υπόφερε. Τον εκαυτηρίαζα εκεί που πονούσε και εφρύαζε. Και το πιο που τον λυσσούσε, ήτανε ο αφελής και παιγνιδιάρικος τρόπος μου.
Το γαλί, ωστόσο, κατέβαινε - έφτανε τώρα στο διάμεσο των δύο καφενείων, ήσαν τότε δύο τα καφενεία της Δεξαμενής, κι εκεί που κοντοστάθηκε αναποφάσιστο ακόμα, ο Ευρυσθένης Τσανάκας ευρέθηκε στο πλάι του. Είχε πάρει από κάτω ένα ξεροκάλαμο και διαγράφοντας ημικύκλιο, από τη μια μεριά του έκοψε με το σώμα του το δρόμο, ενώ από την άλλη, τάπα, τάπα, με τη βέργα, το 'φερνε προς το καφενείο. Συγχρόνως με λίγη ψίχα ψωμιού που έτριβε με το άλλο του χέρι, καθυσύχαζε το πουλερικό του που, αναθαρρεμένο έτσι, παρασύρονταν προς την κατεύθυνση που του έδινε ο Τσανάκας. Ήτανε δε αυτή μια παράγκα κολλημένη στο καφενείο, και που εφυλάγονταν τα καθίσματα του καλοκαιριού. Εκεί όταν το έφτασε, άνοιξε την πόρτα και αφού έσπρωξε το γαλί με το ξεροκάλαμο μέσα, την έσυρε πάλι προς αυτόν και την έκλεισε.
Εφώναξε τότε τον μικρό του καφενείου και του είπε, κοιτάζοντας και προς εμένα ύποπτα, αλλά κάπως εξευτελισμένα:
- Άκου, Θανάση, μες στην αποθήκη είναι ένα γαλόπουλο, αν το ζητήσει κανένας, το δίνεις. Αν όχι, το κρατείς κλεισμένο - το μεσημέρι εγώ θα γυρίσω από δω. Αγόρασέ του και λίγο καλαμπόκι και βάλε του σ' ένα πιάτο και νερό.
Γυρίζοντας σ' εμένα, πάμε; μου λέει, κατεβαίνεις ή θα καθίσεις εδώ;
- Κατεβαίνω του απάντησα και σηκώθηκα.
Επήραμε την οδό Πινδάρου σιωπηλοί για κάμποσα λεπτά και υποβλεπόμενοι.
Άξαφνα μου λέει: Ξέρεις τι γένεται αυτό το πουλί με πατάτες στο φούρνο; λουκούμι. Αν δεν το γυρέψουν ως το μεσημέρι, θα το κόψω. Θα πω του Παπαδιαμάντη και του Καρκαβίτσα να το φάμε το βράδυ. Η αφεντιά σου δεν ξέρω τι θα κάμεις. Θάρθεις;
- Βρε αδερφέ...
- Να χαθείς, γελοίε, με διέκοψε, και εχωρίσαμε.
Το απόγιομα ήρθε ο Παπαδιαμάντης και με βρήκε.
- Τι θα κάμουμε, μου είπε, το βράδυ θα πάμε;
- Πού;
- Στου κυρ-Γιάννη. Ο Τσανάκας, λέει, έχει ένα γαλόπουλο με πατάτες. Εγώ δεν τρώω κρέας σήμερα, αλλά αν θέλεις...
- Μα τι έγινε, του είπα, δεν το ζήτησε κανένας;
- Ποιο;
- Το γαλόπουλο. Τι δεν ξέρεις;
- Δεν ξέρω τίποτε.
- Βρε αδερφέ, αυτό το γαλόπουλο ο Τσανάκας το παραπλάνησε το πρωί ξεκομμένο, όπως είπε, από κοπάδι, και το 'κλεισε στου κυρ Γιάννη και το 'κοψε. Θέλεις τώρα να πάμε, δε θέλεις; Η γνώμη μου είναι να φάμε στους Πανταζή (ένα μπακάλικο στην οδό Αναγνωστοπούλου) και να τ' αφήσουμε αυτά.
- Δίχως άλλο, απάντησε ο Παπαδιαμάντης. Και επρόσθεσε: Αυτό μου έλειπε ν' αρτυθώ τέτοια μέρα σήμερα με πουλί κλεμμένο. Στου Πανταζή λοιπόν. Ελιές, ταραμά, χαλβά και για σένα κάτι ακόμα θα βρεθεί.
Αυτό και έγινε. Το βράδυ αντάμωσα με τον Παπαδιαμάντη στου Ζαχαράτου και ανεβήκαμε την οδό Αγχέσμου. Μιλούσαμε για το γαλόπουλο, για την πράξη αυτή του Τσανάκα, μισή κλοπή και μισή εύρημα, κατά τον Παπαδιαμάντη, που δεν την συγχωρούσε, το περισσότερο λόγω του νηστήσιμου της ημέρας.
- Τέτοια μέρα κρέας, επαναλάμβανε, και κλεμμένο...
Εφάγαμε ασκητικά οι δυο μας, χωρίς πολλές κουβέντες και χωρίς θόρυβο και μείναμε εκεί ως φτασμένα σχεδόν τα μεσάνυχτα. Εγώ εκάπνιζα κι εκείνος κουτσόπινε και εκάπνιζε. Ήτανε όμως στρυφνός και στα νεύρα του.
- Δεν είναι κρασί αυτό, μου έλεγε, Μιλτιάδη, είναι πετρέλαιο. Μόνο ο Καχριμάνης κι ο Κόπανος, κατά δεύτερο λόγο, επρόσθετε, τι τα θέλεις αυτά... Τους Πανταζήδες...
Το πρωί της άλλης ημέρας, ένα βροχερό και κρύο πρωινό, ελαφροί και σαν φοβισμένοι χτύποι στην πόρτα μου με ξύπνησαν. Θα ήταν 8ώ - 9 η ώρα.
- Ποιος; ρώτησα μισοκοιμισμένος.
- Εγώ, ο Αλέξαντρος.
- Ποιος;
- Ο Παπαδιαμάντης.
- Έφτασα, του αποκρίθηκα, σηκωνόμενος να του ανοίξω.
- Δεν είναι ανάγκη, εμουρμούρισε, ήρθα να σου πω, για να μην το μάθεις από τους άλλους, πως εγώ ψες το βράδυ που χωρίσαμε, πέρασα από του κυρ-Γιάννη.
- Τι;!
- Πέρασα απ' τα παιδιά και κάθησα και λίγο μαζί τους. Ήθελα να ξεπλύνω το στόμα μου από κείνο το παλιόκρασο του Πανταζή.
- Και να πάρεις και μεζέ, βέβαια, είπα, ανοίγοντας την πόρτα μου.
- Σε ντρέπομαι, μου είπε χαμογελώντας ενώ μ' εκοίταζε. Δυο πατατούλες, επρόσθεσε.
- Κι από το γαλόπουλο, τίποτε; ρώτησα.
- Μου 'χαν φυλάξει το μερδικό μου και για να μη τους προσβάλλω, έφαγα και το σηκότι, είπε. Απ' το άλλο όμως, σου ορκίζομαι ούτε μπουκιά.
- Και ποιοι ήτανε; ρώτησα για να τον βγάλω που έβλεπα να βρίσκεται το περισσότερο, παρά για να μάθω γνωστά πράγματα.
- Ο Τσανάκας, ο Καρκαβίτσας, ο Πασαγιάννης κι ο κυρ-Γιάννης της Δεξαμενής.
- Κανένας άλλος;
- Κι... εγώ, είπε, χαμογελώντας, και έφυγε.
...........................................................
από το βιβλίο "Ύμνος στον Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη"-Χριστουγεννιάτικα αφηγήματα / επιλογή - επιμέλεια Θανάσης Θ. Νιάρχος (εκδόσεις Καστανιώτη, 2010)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου