ΜΙΑ ΑΠΟ τις μεγαλύτερες ηθοποιούς της εποχής μας, η Ελεν Μπέρνστιν, είχε αναλάβει, κάποια στιγμή, τον ρόλο της ζητιάνας στο θέατρο. Αποφάσισε λοιπόν να βάλει τα πιο φθαρμένα ρούχα της και να σταθεί στη γωνιά μιας κεντρικής λεωφόρου της Νέας Υόρκης απλώνοντας το χέρι στους περαστικούς, για να αντλήσει εμπειρίες από την πραγματική ζωή. Στην αυτοβιογραφία της «Μαθήματα για να γίνω ο εαυτός μου» περιγράφει πως βρέξει- χιονίσει έμενε ακίνητη σε εκείνη τη γωνιά παρακολουθώντας τους πολυάσχολους περαστικούς και τις αντιδράσεις τους. Το πιο συγκλονιστικό, αφηγείται, ήταν μια κοινή στάση: Ολοι, και εκείνοι που δεν της έδιναν ελεημοσύνη αλλά κυρίως εκείνοι που της έδιναν, δεν την κοίταζαν ποτέ στα μάτια.
«Για τον άνθρωπο που στέκεται στη γωνιά, αφημένος στον οίκτο των άλλων, το χειρότερο δεν είναι ότι δεν έχει χρήματα.
Είναι ότι κανείς δεν θέλει να τον κοιτάξει στα μάτια, να τον αναγνωρίσει, να δει ποιος μπορεί να είναι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από αυτό».
Μάτια, λοιπόν. Βλέμμα, ύφος. Μάτια. Σε μια παρέα προχθές, ένας παρατηρητικός διαπίστωνε πως «βρε παιδιά, έχει αλλάξει ο τρόπος που κοιτάμε». Σαν να έχουμε υψώσει τοίχους προς τα έξω, λέει. Και σαν να έχουμε γκρεμίσει τοίχους, κοινώς καταρρεύσει, προς τα μέσα. Πηγαίνουμε από μέρα σε μέρα, σαν ταξιδιώτες από σταθμό σε σταθμό πάνω στο τρένο του κορμιού μας, περνώντας δίπλα από χειρονομίες και πρόσωπα σαν δίπλα από τοπία- πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά. Από τοπία και τόπους γεμάτη είναι αυτή η ζωή- ένας λέγεται χώρα, άλλος μακριά κι ένας άλλος λέγεται ποιος ξέρει πού διάολο βρίσκομαι.
ΣΕ ΑΥΤΑ τα υψώματα των βλεμμάτων που αναζητούν και ψάχνονται είμαστε πολλοί.
Μέρες καλοκαιριού και αναμονής.
Παγιδευμένοι σε φόβους για επερχόμενους κατακλυσμούς, επιτάξεις, δεσμεύσεις και κατασχέσεις ζωών ολόκληρων στον βωμό μιας ανάπτυξης που φαντάζει εκεί μακριά στο μέλλον, σχεδόν εκτός θέματος. Σ΄ έναν ινδιάνικο καταυλισμό στο Νιου Μέξικο, πριν από αρκετά χρόνια, ο σαμάνος της φυλής μάς είχε βάλει να τον κοιτάμε επί πολλή ώρα βαθιά στα μάτια «για να χαιρετιστούν οι ψυχές μας εκεί παλιά» μπας και αποκτήσουμε επαφή στο σήμερα. Η ομιχλώδης οδηγία του ήταν «να πνιγούμε στο παιδικό μας βλέμμα». Δεν τα καταφέραμε, γιατί έχουμε μάθει από κεκτημένη ταχύτητα να μην αφηνόμαστε σε αυτό που μας ξεπερνά. Κι έτσι γυρίσαμε πίσω με το ίδιο βλέμμα, αυτό της εντελώς ιδιωτικής χρήσης.
Βουτηγμένοι στη ζέστη και δίπλα στη θάλασσα οι αισθήσεις μας, αποδεκατισμένες από τις χειμωνιάτικες μάχες, γίνονται πιο πρόθυμες για γαλήνη. Το βλέμμα όμως δείχνει πολλές φορές να αντιστέκεται- «να γεύεται τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας», που λέει και ο ποιητής. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στην απόλυτη παράδοση και τη σθεναρή αντίσταση οδεύουμε μέσα σε αυτό το καλοκαίρι της αμφιβολίας. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε χαράδρες ανασφάλειας και σκαρφαλώματα ψυχραιμίας, ανάμεσα σε μοναχικές διαπιστώσεις και ομαδικά ξεφαντώματα, με μάτια που αναζητούν άλλα βλέμματα για να ξαποστάσουν μοιάζει να βλέπουμε κι εμείς το όνειρο του Τσανγκ Τσου: τον μύθο με τον σοφό που ονειρεύεται ότι είναι πεταλούδα και όταν ξυπνά δεν ξέρει αν είναι σοφός που ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα ή πεταλούδα που τώρα ονειρεύεται ότι είναι σοφός.
«Για τον άνθρωπο που στέκεται στη γωνιά, αφημένος στον οίκτο των άλλων, το χειρότερο δεν είναι ότι δεν έχει χρήματα.
Είναι ότι κανείς δεν θέλει να τον κοιτάξει στα μάτια, να τον αναγνωρίσει, να δει ποιος μπορεί να είναι. Δεν υπάρχει τίποτα πιο σκληρό από αυτό».
Μάτια, λοιπόν. Βλέμμα, ύφος. Μάτια. Σε μια παρέα προχθές, ένας παρατηρητικός διαπίστωνε πως «βρε παιδιά, έχει αλλάξει ο τρόπος που κοιτάμε». Σαν να έχουμε υψώσει τοίχους προς τα έξω, λέει. Και σαν να έχουμε γκρεμίσει τοίχους, κοινώς καταρρεύσει, προς τα μέσα. Πηγαίνουμε από μέρα σε μέρα, σαν ταξιδιώτες από σταθμό σε σταθμό πάνω στο τρένο του κορμιού μας, περνώντας δίπλα από χειρονομίες και πρόσωπα σαν δίπλα από τοπία- πάντα ίδια και πάντα διαφορετικά. Από τοπία και τόπους γεμάτη είναι αυτή η ζωή- ένας λέγεται χώρα, άλλος μακριά κι ένας άλλος λέγεται ποιος ξέρει πού διάολο βρίσκομαι.
ΣΕ ΑΥΤΑ τα υψώματα των βλεμμάτων που αναζητούν και ψάχνονται είμαστε πολλοί.
Μέρες καλοκαιριού και αναμονής.
Παγιδευμένοι σε φόβους για επερχόμενους κατακλυσμούς, επιτάξεις, δεσμεύσεις και κατασχέσεις ζωών ολόκληρων στον βωμό μιας ανάπτυξης που φαντάζει εκεί μακριά στο μέλλον, σχεδόν εκτός θέματος. Σ΄ έναν ινδιάνικο καταυλισμό στο Νιου Μέξικο, πριν από αρκετά χρόνια, ο σαμάνος της φυλής μάς είχε βάλει να τον κοιτάμε επί πολλή ώρα βαθιά στα μάτια «για να χαιρετιστούν οι ψυχές μας εκεί παλιά» μπας και αποκτήσουμε επαφή στο σήμερα. Η ομιχλώδης οδηγία του ήταν «να πνιγούμε στο παιδικό μας βλέμμα». Δεν τα καταφέραμε, γιατί έχουμε μάθει από κεκτημένη ταχύτητα να μην αφηνόμαστε σε αυτό που μας ξεπερνά. Κι έτσι γυρίσαμε πίσω με το ίδιο βλέμμα, αυτό της εντελώς ιδιωτικής χρήσης.
Βουτηγμένοι στη ζέστη και δίπλα στη θάλασσα οι αισθήσεις μας, αποδεκατισμένες από τις χειμωνιάτικες μάχες, γίνονται πιο πρόθυμες για γαλήνη. Το βλέμμα όμως δείχνει πολλές φορές να αντιστέκεται- «να γεύεται τον απαγορευμένο καρπό της προσδοκίας», που λέει και ο ποιητής. Και κάπως έτσι, ανάμεσα στην απόλυτη παράδοση και τη σθεναρή αντίσταση οδεύουμε μέσα σε αυτό το καλοκαίρι της αμφιβολίας. Κάπως έτσι, ανάμεσα σε χαράδρες ανασφάλειας και σκαρφαλώματα ψυχραιμίας, ανάμεσα σε μοναχικές διαπιστώσεις και ομαδικά ξεφαντώματα, με μάτια που αναζητούν άλλα βλέμματα για να ξαποστάσουν μοιάζει να βλέπουμε κι εμείς το όνειρο του Τσανγκ Τσου: τον μύθο με τον σοφό που ονειρεύεται ότι είναι πεταλούδα και όταν ξυπνά δεν ξέρει αν είναι σοφός που ονειρεύτηκε ότι ήταν πεταλούδα ή πεταλούδα που τώρα ονειρεύεται ότι είναι σοφός.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου