Τρίτη 13 Ιουλίου 2010

"Εθνικά" όνειρα και "εθνικές" ντροπές... ("Καθημερινή", 11/7/2010)

Yποθέσεις
 
Άθλημα, θέαμα, εμπόρευμα: το ποδόσφαιρο


                                     Tου Παντελή Μπουκάλα


Τελειώνουν λοιπόν σήμερα τα ματς, απονέμεται το κύπελλο του πρωταθλητή κόσμου, μαζεύονται και οι τελευταίες σημαίες και αδειάζουν οι πλατείες στις μεγαλουπόλεις της οικουμένης όπου συνέρρεε το πλήθος για να παρακολουθήσει τους εθνικούς του εκπροσώπους μαχόμενους σε έναν παγκόσμιο πόλεμο που παρά τον ειρηνικό του χαρακτήρα προκαλεί αισθήματα ανάλογης ποιότητας, ενίοτε και οξύτητας, με όσα προκαλούν οι ένοπλες αναμετρήσεις. Οι μονίμως κερδισμένοι άρχισαν ήδη να μετρούν τα οφέλη τους (η FIFA σίγουρα, καθώς και η Αντίντας με την περίεργη μπάλα της, τη μόνη ώς τώρα ικανή να εκθέτει ταυτόχρονα και επιθετικούς και τερματοφύλακες με τα παράδοξα φάλτσα της), η δε Αφρική θα περιμένει μία ακόμα τετραετία για να ελπίσει ότι κάποια ομάδα της θα προχωρήσει στους ημιτελικούς και πολύ περισσότερο χρόνο για να δει τις πληγές της όχι βέβαια να γιατρεύονται αλλά να κινούν απλώς το σταθερότερο ενδιαφέρον της πλούσιας και τόσο φιλάνθρωπης Δύσης. Οσο για τα εντυπωσιακά γήπεδα της Νότιας Αφρικής, όσα τουλάχιστον δεν θα δοθούν για χρήση στις ομάδες του ράγκμπι, δημοφιλούς εκεί (σχεδόν αποκλειστικά στους λευκούς, αντίθετα με το ποδόσφαιρο), θα απογίνουν ό, τι απέγιναν και οι δικές μας σπάταλες ολυμπιακές γιγαντοκατασκευές· ιδού ένα επιπλέον πεδίο εξαγωγής τεχνογνωσίας...
Δεν ανέτρεψαν τις μαζικές παραδοχές ούτε κλόνισαν τις υπάρχουσες «υποθέσεις εργασίας» όσα συνέβησαν στον μήνα του Μουντιάλ, όσον αφορά το ποδόσφαιρο ως άθλημα, ως θέαμα και ως εμπόρευμα, και μάλιστα πολιτικό. Ως άθλημα φαίνεται να κόβει όλο και βαθύτερα τις ρίζες του με τις εικόνες εκείνες που σημάδεψαν τη μνήμη όσων έτυχε να γεννηθούν στην προ τηλεοράσεως εποχή ή έστω στην εποχή της ασπρόμαυρης, όταν ένα ολόκληρο χωριό διέθετε έναν και μόνο δέκτη. Η διαβόητη «φυσική κατάσταση», που μάλλον δεν είναι απόρροια αποκλειστικά της πολλής προπόνησης και της καλής ζωής των αθλητών, αλλά έχει και τη συνδρομή της χημειοφαρμακευτικής επιστήμης, νόμιμης και πονηρής, μπορεί άνετα πια να υπερκεράσει τη δεξιοτεχνία και να της επιβληθεί κατά κράτος. Το ασφυκτικό πρέσινγκ εξουδετερώνει και τους ικανότερους βιρτουόζους, ακόμα κι αν έχουν πάψει και αυτοί να είναι της κατηγορίας των ντελικάτων.
Δεν φταίει λοιπόν ο Μέσι που δεν είναι Μεσσίας· φταίμε όσοι εξακολουθούμε να περιμένουμε μεσσίες, στο ποδόσφαιρο ή οπουδήποτε αλλού, και δεν δίνουμε τη σημασία που πρέπει στο γεγονός ότι οι καταμετρητές της στατιστικής υπηρεσίας δεν αριθμούν τακουνάκια, ψαλίδια και «ποδιές», αλλά τα χιλιόμετρα που καλύπτει κάθε παίκτης στη διάρκεια του αγώνα. Και μάλλον δεν θα πρέπει να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι στην τηλεοπτική ή ραδιοφωνική περιγραφή των παιχνιδιών υποχωρεί η μεταφορική χρήση λέξεων που παραπέμπουν σε κάποια μορφή τέχνης («γράφει», «ζωγραφίζει», «κεντάει»), ενώ διευρύνεται η χρήση ρημάτων από την περιοχή της γεωργικής μηχανολογίας («οργώνει», «αλωνίζει»). Ελάχιστα ήταν τα γκολ «ποιήματα» τούτη τη φορά, όσα έχει λόγο κανείς να τα θυμάται και να τα κουβεντιάζει και σε πέντε μήνες. Και το ομορφότερο από αυτά, εκείνο του Βραζιλιάνου Λουίς Φαμπιάνο στο παιχνίδι με την Ακτή Ελεφαντοστού που πέρασε την μπάλα πάνω από δύο αντιπάλους του, δεν έπρεπε καν να μετρήσει, αφού ο Θεός έβαλε δύο φορές το χέρι του για να πάει καλά το κοντρόλ. Οσο για τα γκολ από φάουλ, που η επίτευξή σους δείχνει ποιοι παίκτες έχουν την τέχνη να ορίζουν τη διαδρομή της μπάλας, ήταν στατιστικώς ασήμαντα. Και μάλλον δεν ευθύνεται μόνο η Αντίντας γι’ αυτό, αν κρίνουμε και από το γεγονός ότι ο Μαραντόνα (που έγινε στόχος της αυτάρεσκης ειρωνείας όλων των ηθικοδιδασκάλων της ποδοσφαιρολογίας) σε είκοσι σχετικές προσπάθειές του, έστω στη χαλαρή προπόνηση, σημάδεψε το γάμα στις δεκαπέντε. Παίκτες σαν τον Κριστιάνο Ρονάλντο, που την ώρα που ετοιμάζεται να σουτάρει έχει το νου του στο πώς να σκηνοθετήσει το σώμα του για να γράψει θεαματικότερα στις κάμερες, αφού αυτό του υπαγορεύουν να κάνει οι διαφημιστικές εταιρείες, δεν έχουν τύχη.
Το ποδόσφαιρο χρωστάει πολλά, περισσότερα από οποιοδήποτε άλλο σπορ, στην παγκοσμιοποίηση και τη λογική της, αλλά την πληρώνει και πολύ ακριβά, τουλάχιστον όσον αφορά το θόλωμα ή και την απόσβεση των γνωρισμάτων που έδιναν την ταυτότητα και τον τίτλο της σχολής σε κάποιες εθνικές ομάδες. Η πιο ευρωπαϊκή Βραζιλία όλων των εποχών, ως προς την αντίληψη του παιχνιδιού και τη συγκρότησή της, ένα αντίγραφο δηλαδή, αναμενόμενο ήταν ότι κάποια στιγμή, σε όντως δύσκολο ματς, θα έχανε από το πρωτότυπο, από κάποια ομάδα που έχει θητεύσει στο ευρωπαϊκό στυλ για πολύ περισσότερο χρόνο, εν προκειμένω την Ολλανδία, που της αρκούν δύο μπαλαδόροι, ο Ρόμπεν και ο Σνάιντερ, και γύρω γύρω μηχανάκια. Και ενώ αυτή ήταν η πιο λευκή Ολλανδία των τελευταίων διοργανώσεων (και δεν ξέρω αν η λευκότητά της συναρτάται και με την ακμή των ξενοφοβικών ακροδεξιών στη συγκεκριμένη χώρα), η γερμανική εθνική ομάδα εμφανίστηκε πιο μεικτή από οποιαδήποτε άλλη φορά, γεγονός που της πρόσφερε αγωνιστική ποιότητα, όπως αναγνώρισε ο Φραντς Μπεκενμπάουερ: οι ένδεκα από τους εικοσιτρείς παίκτες της αποστολής είναι αλλογενείς, ανάμεσά τους και ο Γκανέζος Μπόατεγκ, ο αδερφός του οποίου αγωνίζεται στην Εθνική της Γκάνας.
Η «πολυπολιτισμικότητα» της γερμανικής Εθνικής μπορεί να οδήγησε πολλούς (υποθέτω όχι μόνο στην Ελλάδα) να χαίρονται στη σκέψη τού τι θα πάθαινε ο Χίτλερ αν έβλεπε «μολυσμένη» την αρία φυλή του, δεν εγγυάται πάντως ότι η ενσωμάτωση των «ανωνύμων» ξένων στον γερμανικό ιστό, και όχι των διασήμων, θα είναι ευχερέστερη από ό, τι υπήρξε η ενσωμάτωση των ομοεθνών «παριών» από την πρώην Ανατολική Γερμανία. Το ποδόσφαιρο ενώνει για να χωρίσει. Ενώνει προσωρινά, με καταλύτη τα διεγερμένα συναισθήματα, αλλά πολύ γρήγορα επανακάμπτει η πραγματικότητα για να επιβάλει τα όριά της, όσα απορρέουν από τις δεδομένες οικονομικές, πολιτικές και ιδεολογικές ανισότητες, που κανένας «εθνικός θρίαμβος» δεν κατορθώνει να τις άρει. Το γεγονός πάντως ότι πλέον ποντάρουν αγρίως στο ποδόσφαιρο για να το εκμεταλλευτούν και πολιτικοί ηγέτες που μέχρι χθες θα τα καταδίκαζαν όλα τούτα σαν τριτοκοσμικά ή υπαρκτοσοσιαλιστικά· το γεγονός επίσης ότι στη Γαλλία συστήνονται κοινοβουλευτικές επιτροπές για να ερευνήσουν την κακή πορεία της Εθνικής, ενώ στην Ιταλία οι θεωρούμενες σοβαρές εφημερίδες μιλούν για «εθνική ντροπή» με επιπολαιότητα ταιριαστή σε κίτρινα φύλλα, υποδεικνύει με έναν επιπλέον τρόπο την ήττα της πολιτικής ως τέχνης που διαχειρίζεται την πραγματικότητα και δεν προσφεύγει στη συνταγογράφηση ψυχοτρόπων αντιδότων. Είναι «εθνική ντροπή» για τη Γαλλία και την Ιταλία ο αποκλεισμός των ομάδων τους και όχι ο διορισμός υπουργού (από τον Σίλβιο Μπερλουσκόνι) για να αποφύγει τη Δικαιοσύνη ή το σχέδιο του Νικολά Σαρκοζί να αγοράσουν οι φίλοι του την εφημερίδα «Λε Μοντ» και να του την προσφέρουν χειραγωγημένη;

Δεν υπάρχουν σχόλια: