Παρασκευή 2 Ιουλίου 2010

Λόγια, ήχοι και εικόνες από το "Εγώ δε φοβάμαι" - το βιβλίο του Νικολό Αμανίτι και την ταινία του Γκαμπριέλε Σαλβατόρες.

...Εκείνη τη χρονιά τα στάχυα ήτανε ψηλά. Στο τέλος της άνοιξης είχε βρέξει πολύ, και στα μισά του Ιουνίου τα φυτά ήταν περισσότερο θαλερά παρά ποτέ. Φύτρωναν πυκνά πυκνά, γεμάτα καρπό, έτοιμα για το θέρο. 
   Όλα ήταν καλυμμένα με σιτάρι. Οι χαμηλοί λόφοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλο σαν κύματα ενός χρυσού ωκεανού. Μέχρι το βάθος του ορίζοντα σιτάρι, ουρανός, τριζόνια, ήλιος και ζέστη.
... Στην Άκουα Τραβέρσε οι μεγάλοι δεν έβγαιναν απ' το σπίτι πριν τις έξι το βράδυ. Κλείνονταν μέσα με τα παραθυρόφυλλα κλειστά. Μονάχα εμείς εξορμούσαμε στα πυρακτωμένα και εγκαταλειμμένα χωράφια.
   Η αδελφή μου η Μαρία ήταν πέντε χρόνων και με ακολουθούσε με την ξεροκεφαλιά ενός αδέσποτου που μόλις βγήκε από το άσυλο.
   "Θέλω να κάνω ό,τι κάνεις κι εσύ", έλεγε πάντα.
   Και η μαμά της έδινε δίκιο.
   "Είσαι ή δεν είσαι ο μεγαλύτερος αδελφός;"
   Και δεν υπήρχαν δικαιολογίες, αναγκαζόμουν να τημ παίρνω μαζί μου.
   Κανένας δεν σταμάτησε να τη βοηθήσει.
   Φυσικό, αφού επρόκειτο για αγώνα.

   "Γραμμή για το λόφο. Χωρίς στροφές. Απαγορεύεται ο ένας πίσω από τον άλλο. Απαγορεύονται οι στάσεις. Όποιος φτάσει τελευταίος θα τιμωρηθεί". Έτσι είχε αποφασίσει το Κρανίο, κάνοντάς μου τη χάρη: "Εντάξει, η αδελφή σου δεν συμμετέχει. Είναι πολύ μικρή".
   "Δεν είμαι πολύ μικρή!" διαμαρτυρήθηκε η Μαρία. "Θέλω να λάβω κι εγώ μέρος στον αγώνα!"
   Κι ύστερα έπεσε.
   Κρίμα, ήρθα τρίτος.
   Πρώτος ήρθε ο Αντόνιο. Όπως πάντα.
   Ο Αντόνιο Νατάλε, ο επονομαζόμενος Κρανίο. Γιατί τον φώναζαν Κρανίο δεν θυμάμαι...
   


...."Γιατί δεν βγαίνεις από εκείνη την κουβέρτα;" τον ρώτησα και μαζεύτηκα κοντά του.
   "Δεν μπορώ, είμαι τυφλός..."
   "Πώς είσαι τυφλός;"
   "Τα μάτια μου δεν ανοίγουν. Θέλω να τ' ανοίξω, αλλά παραμένουν κλειστά. Στο σκοτάδι βλέπω. Στο σκοτάδι δεν είμαι τυφλός. Ξέρεις, μου το είχαν πει ότι θα ξαναγύριζες".
   "Ποιος;"
   "Οι αρκουδίτσες-πλύστρες".
   "Φτάνει πια μ' αυτές τις αρκουδίτσες-πλύστρες! Ο μπαμπάς μου είπε ότι δεν υπάρχουν. Διψάς;"
   "Ναι".
   "Έλα κοντά".
   Σήκωσε την κουβέρτα.
   Έκανα ένα μορφασμό.
   "Εκεί κάτω;"
   Σιχαινόμουνα λιγάκι. Όμως έτσι θα μπορούσα να δω αν είχε ακόμα τ' αυτιά του στη θέση τους.
   Άρχιζε να μ' αγγίζει.
   "Πόσων χρόνων είσαι;"
   Μου περνούσε τα δάχτυλα απ' τη μύτη, το στόμα, τα μάτια. Είχα παραλύσει.
   "Εννιά.Κι εσύ;"
   "Εννιά".
   "Πότε γεννήθηκες;"
   "Στις 12 Σεπτεμβρίου. Κι εσύ;'
   "Στις 20 Νοεμβρίου".
   "Πώς σε λένε;"
   "Μικέλε. Μικέλε Αμιτράνο. Εσύ τι τάξη πας;"
   "Τετάρτη. Κι εσύ;".
   "Τετάρτη".
   "Στην ίδια".
   "Στην ίδια".
   "Διψάω".
   Του έδωσα το μπουκάλι. Ήπιε.
   "Ωραίο. Θέλεις;"
   Ήπια κι εγώ....
   
.



..Όταν ήμουνα μικρός, ονειρευόμουν πάντοτε τέρατα. Και τώρα που μεγάλωσα κάθε τόσο μου συμβαίνει, όμως δεν καταφέρνω πια να τα ξεγελάσω.
   Δεν περίμεναν παρά ν' αποκοιμηθώ για ν' αρχίσουν να με τρομάζουν.
   Μέχρι που μια νύχτα επινόησα ένα σύστημα για να μη βλέπω άσχημα όνειρα. Βρήκα ένα μέρος όπου φυλάκιζα εκείνα τα παραμορφωμένα και τρομαχτικά όντα για να κοιμάμαι ήσυχος.
   Χαλάρωνα και περίμενα να βαρύνουν τα βλέφαρα και μια στιγμή πριν αποκοιμηθώ, ακριβώς εκείνη τη στιγμή, τα φανταζόμουνα να προχωρούν, όλα μαζί, σε μια ανηφόρα. Όπως στην λιτανεία της Παναγίας του Λουτσινιάνο.
...Η μάγισσα Διπλομάγισσα, καμπουριασμένη και ζαρωμένη. Ο λυκάνθρωπος στα τέσσερα, με άσπρες οπλές και ξεσκισμένα ρούχα. Ο μαύρος καβαλάρης, μια σκιά που γλιστρούσε σαν φίδι ανάμεσα στις πέτρες. Ο Λάζαρος, ένας πτωματοφάγος που τον κατασπάραζαν τα έντομα, τυλιγμένος σ' ένα σύννεφο μυγών. Ο δράκος, ένας γίγαντας με μικρά μάτια κι ένα καρύδι στο λαιμό,τεράστια παπούτσια κι ένα σακί στους ώμους γεμάτο παιδάκια. Οι τσιγγάνοι, ένα είδος αλεπούδων που περπατούσαν με πόδια κότας. Ο άντρας-στεφάνι, ένας τύπος με φόρμα μπλε ελεκτρίκ κι ένα φωτοστέφανο που μπορούσε να το πετάει μακριά. Ο άντρας-ψάρι, που ζούσε στα βάθη της θάλασσας και κρατούσε τη μάνα του στους ώμους. Το παιδί-χταπόδι, που είχε γεννηθεί με πλοκάμια αντί για χέρια και πόδια.
  Προχωρούσαν όλοι μαζί. Σ' ένα ακαθόριστο μέρος. Ήταν τρομαχτικοί. Και πράγματι κανένας δεν σταματούσε να τους κοιτάξει. 
     Κάποια στιγμή εμφανιζόταν ένα λεωφορείο με χρωματιστά κουδουνάκια και φωτάκια. Στην οροφή υπήρχε ένα μεγάφωνο που διαλαλούσε: ''Κυρίες και κύριοι, ανεβείτε  στο λεωφορείου του πόθου! Ανεβείτε σ' αυτό το υπέροχο λεωφορείο που θα σας πάει όλους στο τσίρκο χωρίς να ξοδέψετε ούτε μία λιρέτα! Σήμερα τσίρκο δωρεάν! Ανεβείτε! Ανεβείτε!''
   Τα τέρατα, ευτυχισμένα για την αναπάντεχη ευκαιρία, ανέβαιναν στο λεωφορείο. Σ' αυτό το σημείο φανταζόμουν ότι μια μεγάλη τομή άνοιγε διάπλατα την κοιλιά μου  κι εκείνα έμπαιναν μέσα όλα στη σειρά.
   Τα βλαμμένα, νόμιζαν ότι πήγαιναν στο τσίρκο. Εγώ έκλεισαν την πληγή κι αυτά την πάθαιναν. Τώρα έφτανε ν' αποκοιμηθώ με τα χέρια στην κοιλιά για να μη δω άλλα άσχημα όνειρα...


(μτφ. Χρίστος Ρομποτής, εκδόσεις Καστανιώτη)






























Δεν υπάρχουν σχόλια: