Τετάρτη 7 Ιουλίου 2010

"...από το πράμα στο θάμα..."



(Α) ...Χρόνια μετά σκάλωσα σε μια φράση που μου είχε πει στην Πράγα. Μια φράση που ξεπήδησε από τη μνήμη μου σχετικά πρόσφατα, λες και όλον αυτόν τον καιρό τελούσε εν υπνώσει, στα ριζά των νευροδιαβιβαστών, περιμένοντας την κατάλληλη στιγμή για να αναδυθεί στην επιφάνεια, τη στιγμή που θα ήμουν ευάλωτος.
   "Δεν με βλέπεις", μου είχε πει, λίγα δευτερόλεπτα αφότου είχα τελειώσει θριαμβευτικά, απολύτως βέβαιος πως είχαμε μοιραστεί την κορύφωση.
   "Τι εννοείς;" απάντησα ασθμαίνοντας ακόμη, τροπαιούχος αθλητής που τίποτα δεν έμοιαζε ικανό να τον πτοήσει.
   "Όταν κάνουμε έρωτα, δεν με βλέπεις", επανέλαβε εκείνη. Όχι μελαγχολικά ή θυμωμένα - μια ουδέτερη διαπίστωση. Πώς κοιτάζει κανείς έξω από το τζάμι ένα φθινοπωρινό πρωινό κι από το στόμα του βγαίνουν φράσεις αφηρημένες, φθαρμένες, μα βαθιά ριζωμένες στην κοινή εμπειρία; Για δες αγάπη μου. Σταμάτησε η βροχή...(σ.25)

(Β) ...Οι μπαμπάδες του Σαββατοκύριακου...Νέα φρούτα. Μια βόλτα στα πάρκα, στις παιδικές χαρές και στους παιδότοπους να κάνεις, τους εντοπίζεις με σχετική ευκολία. Ο ενθουσιασμός τους είναι συνήθως υπερβολικός, τα δίνουν όλα καθώς μυούν το γιο στα μυστικά του ποδοσφαίρου ή την κόρη στις μελλοντικές της αγάπες. Αισθάνονται ενοχές, λελογισμένα όμως, κι αυτό τους κάνει ζωηρούς, αεικίνητους, εφευρετικούς.
   Καμιά σχέση με τους φουλ τάιμ μπαμπάδες, που έχουν μπουχτίσει και λιγάκι, και κυκλοφορούν ατημέλητοι λες και βγήκαν από το σπίτι για να πετάξουν τα σκουπίδια...  (σ.47-48)

από τη νουβέλα του Κώστα Κατσουλάρη "Ο Άντρας Που Αγαπούσε Τη Γυναίκα μου" (εκδ. "Ελληνικά Γράμματα")




.......................................................................................................................................................


(Α) ...Το πιο κοντινό στην αορατότητα είναι η βύθιση στα βιβλία. Ο κόσμος τους είναι αόρατος, άρα, αν καταφέρεις να τρυπώσεις εκεί μέσα και να ζήσεις εκείνη τη ζωή, τη ζωή του βιβλίου, μπορείς να  κρύψεις τα περισσότερα. Σχεδόν τα πάντα. Μπορεί να πρέπει να σφουγγαρίσεις μετά το φαγητό - πόσο σιχαίνομαι το σφουγγαρόπανο, πόσο δυσάρεστο και ενοχλητικά ορατό είναι! -, αμέσως μετά όμως κάποιος σε προσφωνεί "μιλέδη". Μιλέδη! Τι υπέροχο! Όλα τα βιβλία έχουν κι από μία. Που κάθεται και κεντά θλιμμένη στη γωνιά του παλατιού με τις υπέροχες τζαμαρίες, που κάνει τσάρκα με το ομπρελίνο της στις θαυμαστές αλέες, που δίνει το πρώτο της παράνομο φιλί στην απόμερη σέρα, την ώρα που ο δειλός φθινοπωρινός ήλιος χαϊδεύει με τις ακτίνες του τα σπάνια ροδοπέταλα... Μιλέδη, αλέα, ρεντιγκότα, σέρα... Τι θα πουν άραγε αυτές οι λέξεις; Δεν θέλω να ξέρω. Θέλω να είναι κρυφές και μυστικές, η κρυφή, μυστική πόρτα που οδηγεί από τον εφιάλτη στο όνειρο, από το πράμα στο θάμα. Εκεί θα μείνω... (σ.42-43)


(Β)...Ακόμα και η επιστροφή στο σπίτι από τη σκηνή του χωρισμού δεν έχει τίποτα το λογοτεχνικό. Δεν μεσολαβεί καμιά μεγάλη απόσταση, δεν βρέχει καταρρακτωδώς, δεν λυσσομανά ο άνεμος. Από την Έβγα περνάω τον δρόμο και βρίσκομαι απέναντι. Στην είσοδο της πολυκατοικίας. Στον έκτο όροφο η κυρία Κάκια έχι ετοιμασίες. Έρχονται Χριστούγεννα. Και δεν μπορώ να κλάψω. Δεν θα μάθει ότι κάποιος με χώρισε, παρ' όλη την καλλιγραφία και την ορθογραφία μου. Δεν θα μάθει ότι κάποιος με χώρισε, επειδή την άκουσα και πέρασα στην Αθήνα. Δεν θα μάθει πόσο βαρετή με έσπρωξε να γίνω. Χωρίς λάθη. Χωρίς παρεκκλίσεις.
Με μια μαμά που δεν υπάρχει ελπίδα να μην είναι δική μου...(σ.61-62)


(Γ)...Περιεργάζομαι τους τοίχους. Κάτι αφίσες μισοσκισμένες, ένα μίζερο-σαν-σαλονάκι, ένα γραφείο. Η Άννα με βάζει μα καθίσω. "Θες καφέ;" Καφέ πίνουν οι μεγάλοι, σκέφτομαι πριν πω το "ναι". Η Άννα ανάβει τσιγάρο. "Θες τσιγάρο;" Κάνω ότι δεν άκουσα. Δεν υπάρχει φωτιά επαναστατική χωρίς καπνό, σκέφτομαι. Αλλά δεν παίρνω τσιγάρο. "Θα πάρεις σκουλαρίκια;" "Σκουλαρίκια; Γιατί;" "Γιατί τα πουλάμε, για να έχει λεφτά η Οργάνωση". "Δεν έχω λεφτά για σκουλαρίκια". Δεν έχω λεφτά γενικώς. "Πρέπει να ενισχύσουμε την Οργάνωση. Πώς θα βγάλει λεφτά; Άμα δεν έχεις λεφτά για σκουλαρίκια, ν' αγοράσεις τον Θούριο". "Τι είναι ο Θούριος;" Του Ρήγα Βελεστινλή; "Καλά, δεν ξέρεις τον Θούριο και θες να γίνεις αριστερή;" Δεν θέλω να γίνω αριστερή για ν' αγοράζω σκουλαρίκια στην Οργάνωση. Θέλω απλώς να γίνει μια επανάσταση που να με συμπεριλάβει. Μια επανάσταση που να φτάσει μέχρι την Αριστοτέλους, να σκαρφαλώσει στον έκτο και να απαγορεύσει τις απαγορεύσεις. Τα "μη" και τα "όχι". Το ξύλο και τον τρόμο. Τον τρόμο.
   Πίνω τον καφέ, ενώ περιεργάζομαι την άνεση με την οποία κινείται η Άννα. Τη θαυμάζω. Είναι τόσο σίγουρη για την αριστερότητά της. Εγώ δεν είμαι σίγουρη για τίποτα. Δεν μου αρέσει ο καφές. Δεν άναψα τσιγάρο. Δεν ξέρω τον Θούριο. Δεν έχω λεφτά για κομμουνιστικά σκουλαρίκια. Δεν έχω καν τρυπημένα αυτιά. Η Αριστερά μπορεί λοιπόν να κοιμάται ήσυχη. Δεν θα της χαλάσω το ίματζ. Θα εντα χτώ, αν μπω στο Πολυτεχνείο, πολλά χρόνια μετά. Σ' αυτούς που άρχισαν την επανάσταση χωρίς εμένα...(σ.79-81)


από τη νουβέλα της Μαργαρίτας Φρανέλη "Μαμά, Κι Εγώ Δεν Σ' Αγαπώ" (εκδόσεις Πατάκη)

Δεν υπάρχουν σχόλια: