H |
πιε την τελευταία γουλιά από το τσάι της.
Συγκράτησε με βία δυό δάκρυα που πήγαν να κυλήσουν απ’ τα μάτια της. Όλα κι όλα. Δε θ’ άλλαζε αυτή τη συνήθειά της επειδή ο αχαΐρευτος της είχε μαυρίσει την ψυχή. Κάθε τι στην ώρα του. Ξέπλυνε το φλιτζάνι και το απόθεσε στη βαμβακερή πετσέτα δίπλα στο νεροχύτη. Ήταν το τελευταίο απ’ τα προικιά της. Τ’ άλλα τα σπάσαν τα παιδιά. Πορσελάνη. Κινέζικη. Άμα το σήκωνες στο φως έβλεπες μία γκέισα στον πάτο.
Ο αδερφός της την είχε πει.
«Πρόσεχέ τον. Μην του αφήνεις τα λουριά. Εγώ τόνε βλέπω, άντρας είμαι. Παίζει το μάτι του».
«Τι παίζει το μάτι του, μπρε, άρρωστος άνθρωπος, κάθε μήνα τόνε τρέχουμε στους γιατρούς!»
«Άλλο αυτό. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι».
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξε την καρυδένια ντουλάπα. Έτριξαν οι μεντεσέδες. Διάλεξε το μπλε φόρεμα το ριχτό με τη νταντέλα στο λαιμό. Έβγαλε τη ρομπίτσα της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Η αλήθεια είναι ότι είχε παχύνει τελευταία, είχε παχύνει πολύ. Ε, τρία παιδιά μέσα σε έξι χρόνια δεν είναι και λίγο! Αλλά... αφέντρα στο σπίτι της, νοικοκυρά, αυτή κάνει το κουμάντο, ο αχαΐρευτος λείπει όλη μέρα, δεν ξέρει τι σημαίνει ξεσκάτισμα, δεν ξέρει τι σημαίνει φασίνα. Ποιος τους ράβει, ποιος τους κεντάει τα σεμενεδάκια, ποιος τις κουρτίνες; Τίποτα δεν εκτιμά, τίποτα.
Πάλι συγκράτησε ένα δεύτερο κύμα δακρύων.
Αμ' τα παιδιά; Όλα κι όλα. Τα έχει σε πειθαρχία στρατιωτική. Προχτές η Ευγενία, η μεγάλη, έκανε πάλι την κουτσουκέλα της. Τόνε ζηλεύει το μικρό - είναι κι όμορφο το πουλάκι μου -, ξέφυγε από την επιτήρηση της Μαριώς και τον βάρεσε στα μουλωχτά με το ασημένιο κηροπήγιο. Οχτώ ράμματα τον κάμανε στο νοσοκομείο. Του ξύρισαν οι γιατροί τις μπουκλίτσες του τις ξανθές και το καημένο μου έκλαιγε. Μέχρι να τελειώσουν με τα νοσοκομεία δεν είπε τίποτα. Αλλά μόλις γύρισαν πίσω - την είδε την κοντέσα, καθόταν σα βρεμένη γάτα πίσω από τη φούστα της Μαριώς – την λέει, για έλα να σε πω, κι αρπάζει τη ζώνη του αχαΐρευτου και σου την κάνει τόπι στο ξύλο. Άντε να ξανατολμήσει να πειράξει το Μιχαλάκη. Παιδί του πατέρα της.
Αναστέναξε.
Ρούφηξε την κοιλιά και τράβηξε το φερμουάρ του κορσέ. Το νταντελένιο μεσοφόρι κεντημένο με τα χεράκια της. Τώρα το φουστάνι. Ίσα που την χώρεσε. Που οι εποχές που έκανε ιππασία με τον αδερφό της στα λιβάδια της Αγγλίας. Περασμένα μεγαλεία. Τρεις γλώσσες, παρακαλώ. Και πιάνο. Και τραγουδούσε αηδόνι στα νιάτα της. Στα καλύτερα σχολεία την είχανε. Η μαμά η Μαλτέζα επέμενε το κορίτσι να πάρει καλή μόρφωση. Θεός σχωρέσ’ τη.
Μετά το θάνατό της ο πατέρας ερείπιο. Καλπάζουσα φυματίωση. Ζήτησε μετάθεση. Και βρέθηκαν στην Πρίγκηπο.
Λονδίνο, Πρίγκηπος, Ελλάδα… Παιχνίδια που σου παίζει η ζωή! Αλλά και τώρα τον είχαν τον τρόπο τους. Χρηματιστής ο αχαΐρευτος. Πετυχημένος. Χέζεται στον παρά. Μα τι να το κάμεις; Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα. Περίεργο μπακτσίσι η ζωή. Εκεί που είσαι δω και λες ορίζω τη ζήση μου, πάει, γένηκαν όλα καπνός κι είσαι αλλού, σκουπιδάκι στον αέρα.
Ο αδερφός της την είχε πει.
«Πρόσεχέ τον. Μην του αφήνεις τα λουριά. Εγώ τόνε βλέπω, άντρας είμαι. Παίζει το μάτι του».
«Τι παίζει το μάτι του, μπρε, άρρωστος άνθρωπος, κάθε μήνα τόνε τρέχουμε στους γιατρούς!»
«Άλλο αυτό. Πρώτα βγαίνει η ψυχή και μετά το χούι».
Πήγε στην κρεβατοκάμαρα και άνοιξε την καρυδένια ντουλάπα. Έτριξαν οι μεντεσέδες. Διάλεξε το μπλε φόρεμα το ριχτό με τη νταντέλα στο λαιμό. Έβγαλε τη ρομπίτσα της και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Η αλήθεια είναι ότι είχε παχύνει τελευταία, είχε παχύνει πολύ. Ε, τρία παιδιά μέσα σε έξι χρόνια δεν είναι και λίγο! Αλλά... αφέντρα στο σπίτι της, νοικοκυρά, αυτή κάνει το κουμάντο, ο αχαΐρευτος λείπει όλη μέρα, δεν ξέρει τι σημαίνει ξεσκάτισμα, δεν ξέρει τι σημαίνει φασίνα. Ποιος τους ράβει, ποιος τους κεντάει τα σεμενεδάκια, ποιος τις κουρτίνες; Τίποτα δεν εκτιμά, τίποτα.
Πάλι συγκράτησε ένα δεύτερο κύμα δακρύων.
Αμ' τα παιδιά; Όλα κι όλα. Τα έχει σε πειθαρχία στρατιωτική. Προχτές η Ευγενία, η μεγάλη, έκανε πάλι την κουτσουκέλα της. Τόνε ζηλεύει το μικρό - είναι κι όμορφο το πουλάκι μου -, ξέφυγε από την επιτήρηση της Μαριώς και τον βάρεσε στα μουλωχτά με το ασημένιο κηροπήγιο. Οχτώ ράμματα τον κάμανε στο νοσοκομείο. Του ξύρισαν οι γιατροί τις μπουκλίτσες του τις ξανθές και το καημένο μου έκλαιγε. Μέχρι να τελειώσουν με τα νοσοκομεία δεν είπε τίποτα. Αλλά μόλις γύρισαν πίσω - την είδε την κοντέσα, καθόταν σα βρεμένη γάτα πίσω από τη φούστα της Μαριώς – την λέει, για έλα να σε πω, κι αρπάζει τη ζώνη του αχαΐρευτου και σου την κάνει τόπι στο ξύλο. Άντε να ξανατολμήσει να πειράξει το Μιχαλάκη. Παιδί του πατέρα της.
Αναστέναξε.
Ρούφηξε την κοιλιά και τράβηξε το φερμουάρ του κορσέ. Το νταντελένιο μεσοφόρι κεντημένο με τα χεράκια της. Τώρα το φουστάνι. Ίσα που την χώρεσε. Που οι εποχές που έκανε ιππασία με τον αδερφό της στα λιβάδια της Αγγλίας. Περασμένα μεγαλεία. Τρεις γλώσσες, παρακαλώ. Και πιάνο. Και τραγουδούσε αηδόνι στα νιάτα της. Στα καλύτερα σχολεία την είχανε. Η μαμά η Μαλτέζα επέμενε το κορίτσι να πάρει καλή μόρφωση. Θεός σχωρέσ’ τη.
Μετά το θάνατό της ο πατέρας ερείπιο. Καλπάζουσα φυματίωση. Ζήτησε μετάθεση. Και βρέθηκαν στην Πρίγκηπο.
Λονδίνο, Πρίγκηπος, Ελλάδα… Παιχνίδια που σου παίζει η ζωή! Αλλά και τώρα τον είχαν τον τρόπο τους. Χρηματιστής ο αχαΐρευτος. Πετυχημένος. Χέζεται στον παρά. Μα τι να το κάμεις; Δεν μπορείς να τα ‘χεις όλα. Περίεργο μπακτσίσι η ζωή. Εκεί που είσαι δω και λες ορίζω τη ζήση μου, πάει, γένηκαν όλα καπνός κι είσαι αλλού, σκουπιδάκι στον αέρα.
Έβγαλε ένα-ένα τα τσιμπιδάκια απ’ τα μαλλιά της και τ’ άφηκε να πέφτουν μαλακά σε μικρά κουλεδάκια. Άσπρα, κάτασπρα. Απ’ τα εικοσπέντε της. Έβαλε και κραγιόνι κόκκινο της φωτιάς και μετά το σκούπισε, ίσα που να φαίνεται, αχνό. Και στα μάγουλα ελάχιστο κοκκινάδι. Δεν την άρεσαν τα πολλά φτιασιδώματα. Αυτά είναι για τις κοκότες του αχαΐρευτου. Φόρεσε και το βελουδένιο καπελίνο.
Όχι, πως δεν το ξερε. Το ξερε και το παράξερε. Χρόνια τώρα τον παρακολουθεί. Και τρίχες έχει βρει στο σακάκι του και ίχνη από κραγιόνια έχει βρει κι αρώματα μυρίζει στα πουκάμισά του. Όταν παίρνει τα ρούχα του για πλύσιμο κάθεται και τα εξετάζει πόντο-πόντο, τίποτα δεν την ξεφεύγει. Αλλά λέει. Άντρας είναι, θα του περάσει, θα το χορτάσει. Και κάνει τα στραβά μάτια.
Τώρα όμως είναι διαφορετικό. Ήρθε η φίλη της η Έλεν η Αμερικάνα η ζωντοχήρα, καθόντουσαν στο τραπέζι της κουζίνας, πίναν το τσαγάκι τους - το σέρβιρε με το καλό το τσαγερό της μάνας, έτσι έκανε πάντα με τις φίλες της - κι εκεί που τα λέγαν, περί ανέμων και υδάτων πέφτει η μπόμπα:
«Listen Emily, there is something I must tell you».
Listen Emily και Listεn Emily, τα ξεφούρνισε όλα. Ότι τον είδε τον αχαΐρευτο να βγαίνει από ένα σπίτι στην Κυψέλη, δίπλα τους δηλαδή, πέντε βήματα πιο κάτω, μαζί με την κοκότα του, σεινάμενη και λυγάμενη με τα στολίσματα και τις νταντέλες τις ακριβές, και να σου τον κρατάει, παρακαλώ, αλά μπρατσέτα. Και στρίψαν απ’ το χωματόδρομο, αλλά αυτή δεν τους ακολούθησε, ό,τι ήτανε να ιδεί το είδε.
Και ξανά μανά Listen Emily, έτσι κάνουν όλοι, όλα τα γουρούνια έχουν το ίδιο πρόσωπο, κι αυτή θα τον χώριζε, δεν τ’ ανέχεται κάτι τέτοια.
Όχι, πως δεν το ξερε. Το ξερε και το παράξερε. Χρόνια τώρα τον παρακολουθεί. Και τρίχες έχει βρει στο σακάκι του και ίχνη από κραγιόνια έχει βρει κι αρώματα μυρίζει στα πουκάμισά του. Όταν παίρνει τα ρούχα του για πλύσιμο κάθεται και τα εξετάζει πόντο-πόντο, τίποτα δεν την ξεφεύγει. Αλλά λέει. Άντρας είναι, θα του περάσει, θα το χορτάσει. Και κάνει τα στραβά μάτια.
Τώρα όμως είναι διαφορετικό. Ήρθε η φίλη της η Έλεν η Αμερικάνα η ζωντοχήρα, καθόντουσαν στο τραπέζι της κουζίνας, πίναν το τσαγάκι τους - το σέρβιρε με το καλό το τσαγερό της μάνας, έτσι έκανε πάντα με τις φίλες της - κι εκεί που τα λέγαν, περί ανέμων και υδάτων πέφτει η μπόμπα:
«Listen Emily, there is something I must tell you».
Listen Emily και Listεn Emily, τα ξεφούρνισε όλα. Ότι τον είδε τον αχαΐρευτο να βγαίνει από ένα σπίτι στην Κυψέλη, δίπλα τους δηλαδή, πέντε βήματα πιο κάτω, μαζί με την κοκότα του, σεινάμενη και λυγάμενη με τα στολίσματα και τις νταντέλες τις ακριβές, και να σου τον κρατάει, παρακαλώ, αλά μπρατσέτα. Και στρίψαν απ’ το χωματόδρομο, αλλά αυτή δεν τους ακολούθησε, ό,τι ήτανε να ιδεί το είδε.
Και ξανά μανά Listen Emily, έτσι κάνουν όλοι, όλα τα γουρούνια έχουν το ίδιο πρόσωπο, κι αυτή θα τον χώριζε, δεν τ’ ανέχεται κάτι τέτοια.
Μπρε, δεν κοιτάει το χάλι της που ‘χει γίνει σα λιμοξίφτερο από την αδυναμία κι έχουν σταφιδιάσει τα μούτρα της, είναι δεν είναι σαράντα πέντε, συνομήλικες! Το δικό της πρόσωπο είναι ακόμα σα φράπα, θα τηνέ πει η Αμερικάνα τι θα κάμει, που τις προάλλες κει που τα λέγανε - πάντα στο τραπέζι της κουζίνας - και τρώγανε σπόρια και δος του Listen Emily από δω και Listen Emily από κει, αντί να τσιμπολογήσει με το δάχτυλο τον πασατέμπο τσακώνει μία ζαβλακωμένη μύγα και τη χάφτει; Η μυγοχάφτισσα;
Πήρε το ομπρελίνο της κι έριξε μία τελευταία ματιά στον καθρέφτη του χωλ. Σοβαρή και κιμπάρισσα. Έτσι ήταν πάντα. Άσπρη σαν το γάλα, Χιονάτη μου, την έλεγε ο αχαΐρευτος στα νιάτα τους, τότε που την κουτούπωνε και χορτασμό δεν είχε. Εμ, πώς γίνηκαν τα τρία παιδιά, για; Με τον κρίνο;
Ακόμα τότε ζούσαν στα Πριγκηπονήσια κι η γειτόνισσα η Λελέκα, μεγάλος πούτανος, αντρού, ξεπεταγμένη απ’ τα μικράτα της, την είχε δώκει τρεις συμβουλές, άβγαλτο κοριτσούδι αυτή ακόμα, φρεσκοπαντρεμένη.
«Στην πράξη απάνω», λέει, «θα κάμεις τρία κουνήματα: οχτώ φορές περιστροφή, γύρω-γύρω τη λεκάνη, τρεις φορές πάνω-κάτω. Μετά ξανά. Οκτώ φορές γύρω–γύρω, τρεις πάνω-κάτω. Μετά δυό λοξά, δεξιά-αριστερά. Και μετά πάλε απ’ την αρχή. Αλλά πρέπει να μετράς. Μη χάσεις το μέτρημα! Να ιδείς πώς θα κάνει. Θα ξετρελαθεί! Να πώς θα τόνε κρατήσεις τον άντρα σου. Γύρω-γύρω, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά!»
Και γέλαγε πρόστυχα, μ’ αυτό το κακαριστό της γέλιο, πανάθεμά τη.
Λέγονται, μπρε, αυτά; Δε λέγονται. Ό,τι γίνεται μέσα στην κρεβατοκάμαρη του ζευγαριού μυστικό εφτασφράγιστο. Τι σε κόφτει εσένανε τι θα κάμω εγώ μ’ Εκείνον τον που με κοιμάται; Ούτε με τον εαυτό της καλά-καλά δεν τα μίλαγε αυτά τα λόγια, θα τα μιλήσει με τη Λελέκα, την ξεπετάχτρα; Ήμαρτον, Παναγία μου!
Πήρε τα κλειδιά απ’ το κομοδίνο. Φώναξε στο Μαριώ ότι φεύγει και λίγο κοντοστάθηκε. Άνοιξε το συρταράκι κι έβγαλε διπλωμένο το χαρτί: Βάρβογλη 6. Το τσαλάκωσε στο χέρι της κι άνοιξε την πόρτα. Η Έλεν είχε κάνει καλή δουλειά.
Έντεκα η ώρα το πρωί είναι μία ωραία ώρα. Απρίλης μήνας, πρώτη άνοιξη κι η φύση ευωδιάζει. Οι αθάνατοι με τους χλωρούς βλαστούς τους επιβλητικούς δεσπόζουν ανενόχλητοι στα χωράφια, κίτρινα λουλουδικά με λίγο μωβ σπαρμένα παντού χάνονται μέχρι τον ορίζοντα, η γαζία στην αυλή της κυρίας Νιόβης μοσκοβολά, άνθισαν τα πρώτα ρόδα, δροσερό και το αεράκι κι η κυρία Αιμιλία του χρηματιστού περπατάει νωχελικά στο δρόμο. Χαιρετάει συγκρατημένα το γαλατά, περνάει το φουρνάρικο της Βαγγελίας και κει στρίβει δεξιά, χωρίς να κάνει το καθιερωμένο δρομολόγιο για τα πρωινά ψώνια. Μπροστά της φάτσα η Ακρόπολη. Ήμερες οι γραμμές των βουνών αγκαλιάζουν το λεκανοπέδιο. Γαλανή, καθαρή μέρα.
Έντεκα και δέκα έχει φτάσει στην οδό Βάρβογλη. Απέναντί της το νούμερο 6. Σπίτι κουκλίστικο με αυλή, προσεγμένος ο κηπάκος, λουλουδιασμένος, και τα κάγκελα του φράχτη με σχέδια σαν από φυλλωσιά. Οι κουρτίνες τραβηγμένες, σαν τίποτα να μην έχουν να κρύψουν οι κάτοικοί του. Όμορφο και το μπρούτζινο ρόπτρο στην πόρτα με τα σκαλίσματα. Δίπλα σκαρφαλωμένη μία γλυσίνα έτοιμη ν’ ανθίσει.
Ξάφνου ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό της. Αδύνατον να τον συγκρατήσει για τρίτη φορά. Ένας λυγμός απ’ τα βάθη των σωθικών της φτάνει μέχρι την ανάσα της και το στήθος της γίνεται έρμαιο.
«Δε θα τ’ αντέξω», μονολογεί με μία φωνή πρωτόγνωρη, ξένη.
Τα δάκρυα τρέχουν βρύση πάνω στα μάγουλα και ξεβάφουν το κοκκινάδι. Βιάζεται να τα σκουπίσει, μα να σου κι άλλα δάκρυα, τα σκουπίζει ξανά, μα έρχονται κι άλλα κι άλλα, το κοκκινάδι έφυγε τελείως, δεν άφησε την παραμικρή μουτζαλιά. Στηρίζεται στις σκοτίες του πλησιέστερου τοίχου για λίγο και κλαίει, ελεύθερη πια, κλαίει γοερά, ας την ακούσουν, ας τη δουν, έσπασε το φράγμα της, δε αντέχει άλλο, κεντίδι του πόνου έχει γίνει, ο κόσμος γύρω της έχει σβηστεί, είναι μόνη της σ’ ένα τεράστιο, αχανές τίποτα, διαβαίνουν οι περαστικοί, κοιτάζουν παραξενεμένοι, σηκώνουν σκόνη τα αμάξια και κείνη εκεί, παραδομένη, στέκεται με μάτι απλανές, χωρίς να περιμένει πια, ούτε τα δάκρυα να στερέψουν, ούτε την πληγή στα σωθικά της να πάψει να ματώνει.
«Προδότη, προδότη», παραμιλά, «σκάρτε άνθρωπε, με τσάκισες, μ’ έκανες χώμα. Χώμα μ’ έκανες. Σκάρτε άνθρωπε. Σκάρτε…»
Πήρε το ομπρελίνο της κι έριξε μία τελευταία ματιά στον καθρέφτη του χωλ. Σοβαρή και κιμπάρισσα. Έτσι ήταν πάντα. Άσπρη σαν το γάλα, Χιονάτη μου, την έλεγε ο αχαΐρευτος στα νιάτα τους, τότε που την κουτούπωνε και χορτασμό δεν είχε. Εμ, πώς γίνηκαν τα τρία παιδιά, για; Με τον κρίνο;
Ακόμα τότε ζούσαν στα Πριγκηπονήσια κι η γειτόνισσα η Λελέκα, μεγάλος πούτανος, αντρού, ξεπεταγμένη απ’ τα μικράτα της, την είχε δώκει τρεις συμβουλές, άβγαλτο κοριτσούδι αυτή ακόμα, φρεσκοπαντρεμένη.
«Στην πράξη απάνω», λέει, «θα κάμεις τρία κουνήματα: οχτώ φορές περιστροφή, γύρω-γύρω τη λεκάνη, τρεις φορές πάνω-κάτω. Μετά ξανά. Οκτώ φορές γύρω–γύρω, τρεις πάνω-κάτω. Μετά δυό λοξά, δεξιά-αριστερά. Και μετά πάλε απ’ την αρχή. Αλλά πρέπει να μετράς. Μη χάσεις το μέτρημα! Να ιδείς πώς θα κάνει. Θα ξετρελαθεί! Να πώς θα τόνε κρατήσεις τον άντρα σου. Γύρω-γύρω, πάνω-κάτω, δεξιά-αριστερά!»
Και γέλαγε πρόστυχα, μ’ αυτό το κακαριστό της γέλιο, πανάθεμά τη.
Λέγονται, μπρε, αυτά; Δε λέγονται. Ό,τι γίνεται μέσα στην κρεβατοκάμαρη του ζευγαριού μυστικό εφτασφράγιστο. Τι σε κόφτει εσένανε τι θα κάμω εγώ μ’ Εκείνον τον που με κοιμάται; Ούτε με τον εαυτό της καλά-καλά δεν τα μίλαγε αυτά τα λόγια, θα τα μιλήσει με τη Λελέκα, την ξεπετάχτρα; Ήμαρτον, Παναγία μου!
Πήρε τα κλειδιά απ’ το κομοδίνο. Φώναξε στο Μαριώ ότι φεύγει και λίγο κοντοστάθηκε. Άνοιξε το συρταράκι κι έβγαλε διπλωμένο το χαρτί: Βάρβογλη 6. Το τσαλάκωσε στο χέρι της κι άνοιξε την πόρτα. Η Έλεν είχε κάνει καλή δουλειά.
Έντεκα η ώρα το πρωί είναι μία ωραία ώρα. Απρίλης μήνας, πρώτη άνοιξη κι η φύση ευωδιάζει. Οι αθάνατοι με τους χλωρούς βλαστούς τους επιβλητικούς δεσπόζουν ανενόχλητοι στα χωράφια, κίτρινα λουλουδικά με λίγο μωβ σπαρμένα παντού χάνονται μέχρι τον ορίζοντα, η γαζία στην αυλή της κυρίας Νιόβης μοσκοβολά, άνθισαν τα πρώτα ρόδα, δροσερό και το αεράκι κι η κυρία Αιμιλία του χρηματιστού περπατάει νωχελικά στο δρόμο. Χαιρετάει συγκρατημένα το γαλατά, περνάει το φουρνάρικο της Βαγγελίας και κει στρίβει δεξιά, χωρίς να κάνει το καθιερωμένο δρομολόγιο για τα πρωινά ψώνια. Μπροστά της φάτσα η Ακρόπολη. Ήμερες οι γραμμές των βουνών αγκαλιάζουν το λεκανοπέδιο. Γαλανή, καθαρή μέρα.
Έντεκα και δέκα έχει φτάσει στην οδό Βάρβογλη. Απέναντί της το νούμερο 6. Σπίτι κουκλίστικο με αυλή, προσεγμένος ο κηπάκος, λουλουδιασμένος, και τα κάγκελα του φράχτη με σχέδια σαν από φυλλωσιά. Οι κουρτίνες τραβηγμένες, σαν τίποτα να μην έχουν να κρύψουν οι κάτοικοί του. Όμορφο και το μπρούτζινο ρόπτρο στην πόρτα με τα σκαλίσματα. Δίπλα σκαρφαλωμένη μία γλυσίνα έτοιμη ν’ ανθίσει.
Ξάφνου ένας κόμπος ανεβαίνει στο λαιμό της. Αδύνατον να τον συγκρατήσει για τρίτη φορά. Ένας λυγμός απ’ τα βάθη των σωθικών της φτάνει μέχρι την ανάσα της και το στήθος της γίνεται έρμαιο.
«Δε θα τ’ αντέξω», μονολογεί με μία φωνή πρωτόγνωρη, ξένη.
Τα δάκρυα τρέχουν βρύση πάνω στα μάγουλα και ξεβάφουν το κοκκινάδι. Βιάζεται να τα σκουπίσει, μα να σου κι άλλα δάκρυα, τα σκουπίζει ξανά, μα έρχονται κι άλλα κι άλλα, το κοκκινάδι έφυγε τελείως, δεν άφησε την παραμικρή μουτζαλιά. Στηρίζεται στις σκοτίες του πλησιέστερου τοίχου για λίγο και κλαίει, ελεύθερη πια, κλαίει γοερά, ας την ακούσουν, ας τη δουν, έσπασε το φράγμα της, δε αντέχει άλλο, κεντίδι του πόνου έχει γίνει, ο κόσμος γύρω της έχει σβηστεί, είναι μόνη της σ’ ένα τεράστιο, αχανές τίποτα, διαβαίνουν οι περαστικοί, κοιτάζουν παραξενεμένοι, σηκώνουν σκόνη τα αμάξια και κείνη εκεί, παραδομένη, στέκεται με μάτι απλανές, χωρίς να περιμένει πια, ούτε τα δάκρυα να στερέψουν, ούτε την πληγή στα σωθικά της να πάψει να ματώνει.
«Προδότη, προδότη», παραμιλά, «σκάρτε άνθρωπε, με τσάκισες, μ’ έκανες χώμα. Χώμα μ’ έκανες. Σκάρτε άνθρωπε. Σκάρτε…»
Ώρα δώδεκα και η κυρία Αιμιλία του χρηματιστού στέκεται ακόμα με τη ράχη ακουμπισμένη στις σκοτίες ενός κτιρίου απέναντι από τη μονοκατοικία αριθμός 6 της οδού Βάρβογλη. Βγάζει απ’ την τσάντα της ένα καθρεφτάκι και κοιτάζεται.
Πόση ώρα έχει περάσει; Άγνωστο. Η ώρα κυλάει με ραστώνη, σαν πηχτό σιρόπι που γλιστράει απ’ το κουτάλι στο γυάλινο πιατάκι. Σηκώνεις πιο ψηλά το κουτάλι και το σιρόπι γίνεται μία τρίχα, όλο και λεπτότερη. Μέχρι που στραγγίζει σιγά-σιγά το κουτάλι και το σιρόπι πέφτει κόμπους - κόμπους, διάφανους σαν το κρύσταλλο.
Σιάχνει τα κουλεδάκια στο κούτελο κι ανανεώνει στα χείλια της λίγο κραγιόν. Έφτασε η ώρα.
Τα χοντροτάκουνα παπούτσια μπήγονται στα χαλίκια. Βαδίζει σταθερά προς την είσοδο. Γέρνει την μισάνοιχτη καγκελόπορτα, ανεβαίνει δυό σκαλάκια. Χτυπάει το κουδούνι.
Η πόρτα ανοίγει. Μια όμορφη, δροσερή κοπέλα μέχρι εικοσιπέντε χρονώ στέκει μπροστά στην είσοδο και την κοιτάει διερευνητικά. Φοράει πασούμια και εμπριμέ ρομπάκι και τα μαλλιά της τα ‘χει πιασμένα στο φιλέ. Φυσική ξανθιά, παρακαλώ! Με γαλανά μάτια. Κι ένα κορμί φιδίσιο!
«Γεια σας, είμαι γειτόνισσα, είδα που είστε νιόφερτοι κι είπα να 'ρθω να γνωριστούμε, να ‘χουμε μία καλημέρα, γειτόνοι είμαστε! Εγώ μένω εκεί δα στο σπίτι με τις λεμονιές. Αιμιλία Βαρδάκου». (Φυσικά δίνει άλλο επίθετο, σιγά μη δώσει του αχαΐρευτου.) «Χαίρω πολύ!»
Και τείνει το χέρι.
Το πρόσωπο του κοριτσιού φωτίζεται. Έχει ένα πολύ γλυκό χαμόγελο.
«Νίτσα Παπαδοπούλου. Χάρηκα, περάστε, να σας τρατάρω καφεδάκι».
Νίτσα! Μπιμπικιάζει απ’ την ανατριχίλα. Και Νίτσα και με gni. Εμ, είναι Πατρινιά, έτσι πε μου, αναντάμ μπαμπαντάμ, ούτε ψύλλος στον κόρφο της, πουτάνα από τα γεννοφάσκια της.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ, γλυκειά μου», λέει και μπουκάρει.
«Γεια σας, είμαι γειτόνισσα, είδα που είστε νιόφερτοι κι είπα να 'ρθω να γνωριστούμε, να ‘χουμε μία καλημέρα, γειτόνοι είμαστε! Εγώ μένω εκεί δα στο σπίτι με τις λεμονιές. Αιμιλία Βαρδάκου». (Φυσικά δίνει άλλο επίθετο, σιγά μη δώσει του αχαΐρευτου.) «Χαίρω πολύ!»
Και τείνει το χέρι.
Το πρόσωπο του κοριτσιού φωτίζεται. Έχει ένα πολύ γλυκό χαμόγελο.
«Νίτσα Παπαδοπούλου. Χάρηκα, περάστε, να σας τρατάρω καφεδάκι».
Νίτσα! Μπιμπικιάζει απ’ την ανατριχίλα. Και Νίτσα και με gni. Εμ, είναι Πατρινιά, έτσι πε μου, αναντάμ μπαμπαντάμ, ούτε ψύλλος στον κόρφο της, πουτάνα από τα γεννοφάσκια της.
«Σ’ ευχαριστώ πολύ, γλυκειά μου», λέει και μπουκάρει.
Αυτό ήταν.
«Σε έφερα και ένα δωράκι, κεντημένο απ’ τα χεράκια μου».
Και, ενώ με ένα γύρισμα του κεφαλιού έχει ελέγξει όλο το δωμάτιο, βγάζει απ’ το τσαντί το κειμήλιο της πεθεράς της που το θέλει μοστραρισμένο στο μπουφέ ο αχαΐρευτος να θυμάται τη μάνα του, λέει, τη χρυσοχέρα.
Μόνο που δε βάζει τα κλάματα η Gnιτσα απ’ τη χαρά της. Και τι σας ευχαριστώ, και τι δεν έχω δει ωραιότερο κέντημα στη ζωή μου και πώς θα σας το ξεπληρώσω, να, στόλισε το εδώ, της δείχνει, στο τραπέζι του σαλονιού, κι άντε πάλι βουρκωμένα μάτια, και δεν έχω ξαναδεί τέτοια καλοσύνη, και το στρώνουνε μαζί στο τραπέζι και γίναν οι πρώτες φίλες μέσα σε δυό λεπτά.
Ροδάνι η γλώσσα της Gnίτσαs. Έφυγε απ’ το χωριό της στα δεκατέσσερα, οι γονείς της τη δώσαν υπηρέτρια στο σπίτι κάποιων γνωστών στην Αθήνα, είχαν εφτά στόματα να θρέψουν, τι να κάναν κι αυτοί, πήγε μετά σε μία σχολή κομμωτικής και τέλειωσε και το νυχτερινό, δουλεύοντας κομμώτρια. Δύσκολοι καιροί, μα τώρα άλλαξε η τύχη της. Έξι μήνες με το Φώτη είναι πολύ καλά, υπέροχος άνθρωπος, κι είπαν σιγά-σιγά να μείνουνε και μαζί. Είναι δεν είναι τρίμηνο που το νοικιάσανε το σπίτι. Έξυπνος, ευκατάστατος, τρυφερός, τίποτα δεν του λείπει, εντάξει, είναι λίγο μεγάλος, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις κι όλα, μπορείς;
«Και μένετε τώρα μαζί; Που ‘ναι τος;» ρώτησε μελιστάλαχτα η Αιμιλία.
«Είναι εμπορικός αντιπρόσωπος, ταξιδεύει πολύ, δυστυχώς με τη δουλειά που έχει δεν βλεπόμαστε και πολύ συχνά, αλλά μέχρι το τέλος του χρόνου μου υποσχέθηκε ότι θα ζητήσει να τον αλλάξουν πόστο και μετά, πρώτα ο Θεός, θα βάλουμε πλώρη για γάμο».
«Τι καλά!», αναφώνησε η Αιμιλία, «Άντε να γίνω και νονά στο πρώτο σας παιδάκι. Θέλει να κάνει παιδιά;»
Μόνο που δε βάζει τα κλάματα η Gnιτσα απ’ τη χαρά της. Και τι σας ευχαριστώ, και τι δεν έχω δει ωραιότερο κέντημα στη ζωή μου και πώς θα σας το ξεπληρώσω, να, στόλισε το εδώ, της δείχνει, στο τραπέζι του σαλονιού, κι άντε πάλι βουρκωμένα μάτια, και δεν έχω ξαναδεί τέτοια καλοσύνη, και το στρώνουνε μαζί στο τραπέζι και γίναν οι πρώτες φίλες μέσα σε δυό λεπτά.
Ροδάνι η γλώσσα της Gnίτσαs. Έφυγε απ’ το χωριό της στα δεκατέσσερα, οι γονείς της τη δώσαν υπηρέτρια στο σπίτι κάποιων γνωστών στην Αθήνα, είχαν εφτά στόματα να θρέψουν, τι να κάναν κι αυτοί, πήγε μετά σε μία σχολή κομμωτικής και τέλειωσε και το νυχτερινό, δουλεύοντας κομμώτρια. Δύσκολοι καιροί, μα τώρα άλλαξε η τύχη της. Έξι μήνες με το Φώτη είναι πολύ καλά, υπέροχος άνθρωπος, κι είπαν σιγά-σιγά να μείνουνε και μαζί. Είναι δεν είναι τρίμηνο που το νοικιάσανε το σπίτι. Έξυπνος, ευκατάστατος, τρυφερός, τίποτα δεν του λείπει, εντάξει, είναι λίγο μεγάλος, αλλά δεν μπορείς να τα έχεις κι όλα, μπορείς;
«Και μένετε τώρα μαζί; Που ‘ναι τος;» ρώτησε μελιστάλαχτα η Αιμιλία.
«Είναι εμπορικός αντιπρόσωπος, ταξιδεύει πολύ, δυστυχώς με τη δουλειά που έχει δεν βλεπόμαστε και πολύ συχνά, αλλά μέχρι το τέλος του χρόνου μου υποσχέθηκε ότι θα ζητήσει να τον αλλάξουν πόστο και μετά, πρώτα ο Θεός, θα βάλουμε πλώρη για γάμο».
«Τι καλά!», αναφώνησε η Αιμιλία, «Άντε να γίνω και νονά στο πρώτο σας παιδάκι. Θέλει να κάνει παιδιά;»
«Αν θέλει, λέει! Σαν τρελός! Είναι που περνάνε και τα χρόνια…»
«Καλά, τόσο μεγάλος είναι πια;»
«Ε, είναι μεγαλούτσικος, τα ‘χει πατημένα τα πενήντα».
Πενήντα; Ούρλιαξε μέσα της η Αιμιλία, τι πενήντα, μπρε, αυτός εξηνταρίζει το Φεβρουάριο! Δέκα ολάκερα χρόνια κρύβει ο αθεόφοβος!
Πενήντα; Ούρλιαξε μέσα της η Αιμιλία, τι πενήντα, μπρε, αυτός εξηνταρίζει το Φεβρουάριο! Δέκα ολάκερα χρόνια κρύβει ο αθεόφοβος!
«Ναι, είναι μεγαλούτσικος», συμφωνεί, «αλλά δε βαριέσαι, άμα υπάρχει αγάπη… Και, δε με λες, πώς ξέμεινε τέτοιο κελεπούρι μόνος του;»
«Άσ’ τα, κυρία Αιμιλία μου, μεγάλο δράμα. Την έχασε τη γυναίκα του, πάνε τώρα πέντε χρόνια, από την επάρατο…», η Αιμιλία μετακινήθηκε ανεπαίσθητα στη θέση της, «κι ευτυχώς δεν είχε και παιδιά, γιατί η μακαρίτισσα ήταν στείρα».
«Στείρα; Τι με λες;»
«Στείρα. Αλλά την αγαπούσε πολύ, της είχε μεγάλη αδυναμία».
Παύση.
Ρουφάν λίγο κι οι δυό το καφεδάκι που έφτιαξε η Νίτσα. Την τρατάρει και γλυκό του κουταλιού σταφύλι, απ’ τα χεράκια της.
«Τη γλύκα του να ‘χεις πάντα».
Πίνουν ακόμα μια γουλιά.
«Και δε με λες, μπρε, Νίτσα μου, με όλο το θάρρος σ' το ρωτώ, επειδή σε βλέπω καλό παιδί και τίμιο, είσαι σίγουρη πως δε σε πουλάει παραμύθι;»
«Παραμύθι, τι παραμύθι; Δεν καταλαβαίνω». Μια σκια περνάει απ’ τα μάτια της. Μαζεύεται λίγο.
«Να, όλα αυτά παρά είναι ωραία. Πενηντάρης - μπορεί να κρύβει και μερικά χρονάκια, για κοίτα την ταυτότητά του - χήρος, χωρίς παιδιά, πλούσιος, και που λείπει συνέχεια απ’ το σπίτι... Και πότε βλέπεστε;»
Η Νίτσα κομπιάζει, σαν να έχει χλομιάσει λίγο.
«Βλεπόμαστε... Το απόγευμα, το βράδυ, καμιά φορά πετάγεται και τα πρωινά, όταν η δουλειά του το επιτρέπει».
«Και, συγνώμη που γίνομαι αδιάκριτη, για να καταλάβω ρωτώ, μένει μαζί σου τα βράδια;»
«Ναι… Όχι… Όχι πάντα…»
Η φωνή έγινε αχνή, τα μάτια λίγο χαμηλώνουν.
«Ξέρεις, μπρε, γιατί σε ρωτώ; Συνήθως οι πλούσιοι γεροξεκούτηδες που βρίσκουνε μετρέσες, στην αρχή, άμα το κορίτσι δεν είναι καμιά τσούλα, τέτοια ψέματα τους αμολάνε κι έχουν και τη γυναίκα, έχουν και τα παιδιά, έχουν και τη σπιτωμένη. Και μία φορά τις δεκαπέντε λένε ότι πάνε εκδρομή με το φίλο τους τον Πάνο στη Σαρωνίδα και λουφάζουν το Σαββατοκύριακο στη φωλίτσα της. Και χωρίς να το πάρει χαμπάρι έγινε το κορίτσι τσούλα. Γι’ αυτό πρόσεξε, πρόσεξε καλά, μην είσαι τσούλα και δεν το ξέρεις».
«Τι εννοείτε;», ψέλλισε η Νίτσα ξέπνοα.
«Εγώ; Τίποτα δεν εννοώ. Απλώς σε λέω, να προσέχεις. Γιατί υπάρχουν και γυναίκες που δεν τρώνε σανό και κάτι τέτοια τα παίρνουν χαμπάρι μέχρι να πεις κύμινο». Κι η φωνή της είχε υψωθεί.
«Ακούστε, κυρία Αιμιλία… Θα πρέπει να ξέρετε ότι εγώ…» τόλμησε να ψελλίσει η Νίτσα.
Μα η Αιμιλία είχε πάρει φόρα.
«Μην έρθει καμιά μέρα η γυναίκα του και σε ζητήσει λογαριασμό και συ μείνεις στήλη άλατος! Και σε πει "Άσ’ το το χούφταλο, έχει παιδιά να μεγαλώσει και οικογένεια να θρέψει. Παστρικιά!" Κι απέ, αν την πεις, "Μ’ αγαπά, θα με παντρευτεί", αυτά είναι κουραφέξαλα. Εσένανε, μπρε, την ξεβράκωτη, θα βρει ν’ αγαπήσει; Άλλο θέλει ελόγου του, δε θέλει αγάπες! Πουκάμισο σ’ έχει και σ’ αλλάζει όποτε του καπνίσει. Γι’ αυτό άλλην φορά να προσέχεις, πριν αφήνεις κάποιονε να σε κοιμηθεί. Άντε, να πηγαίνω κι εγώ τώρα, αρμένικη βίζιτα σε έκαμα. Το λοιπόν, σε χαιρετώ, κοκόνα μου, εις το επανιδείν».
Κι έφυγε.
Πριν η πόρτα κλείσει με βρόντο πίσω της, το μάτι της πήρε το αποσβολωμένο πρόσωπο της Νίτσας με το στόμα ορθάνοιχτο, έτοιμο κάτι να πει.
Κι αυτό ήταν όλο.
Το βράδυ καθόταν και κένταγε με το χοντρό βελονάκι τις καινούργιες της κουρτίνες. Τα παιδιά τα είχε βάλει για ύπνο, η Μαριώ πήγε σπίτι της, όπως πάντα στις οκτώ, και τώρα καθόταν μόνη, άδεια σαν σακί, και έπλεκε.
Τίποτα δεν προσδοκούσε, τίποτα δεν λαχταρούσε, τίποτα. Μόνο να τελειώσει τις κουρτίνες, να στολίσει το σπιτικό της, να συνεχίσει να κυλάει ο καιρός, σιρόπι στο πιατάκι, τα παιδιά της να μεγαλώσουν, να κάνουν τα δικά τους παιδιά, μόνο αυτό.
Το ρολόι χτύπησε δέκα και μισή. Σηκώθηκε κι άρχισε να ελέγχει τα πατζούρια ένα-ένα, μετά τις πόρτες, ξεκλείδωσε και διπλοκλείδωσε μετά την κλειδαριά, συνήθεια χρόνων, και μετά πλάγιασε, έσβησε τη λάμπα και σκεπάστηκε.
Περασμένες δώδεκα άκουσε την κλειδαριά να γυρίζει δυό φορές. Η πόρτα έτριξε, ένα φως άναψε. Ποτέ δεν είχε ξαναργήσει τόσο. Ο ίσκιος του πέρασε από το χωλάκι στο σαλόνι.
Σηκώθηκε στις μύτες και τον κρυφοκοίταξε. Είχε καθίσει στην μπερζέρα, σκυφτός με τους αγκώνες στα γόνατα. Φαινόταν πολύ κουρασμένος, ένας γεράκος. Στα χέρια του κρατούσε τη νταντέλα της μάνας του, διπλωμένη στα τέσσερα. Ξάφνου σηκώνεται, τινάζει τα χέρια, το πανί ξεδιπλώνεται σαν πουλί που δοκιμάζει τα φτερά του, και το στρώνει στο μπουφέ. Μετά κάνει μεταβολή και πηγαίνει στο μπάνιο.
Όταν λίγο μετά ήρθε στο κρεβάτι, η Αιμιλία έκανε την κοιμισμένη. Τι ήταν αυτό που ένιωθε; Συντριβή; Περηφάνια; Ένα θύμα; Δεν ήξερε να πει. Το σίγουρο είναι ότι μισούσε τις εξηγήσεις. Αύριο τη μέρα της θα την ξεκίναγε ωσάν τίποτα να μην είχε συμβεί. Πολλές φορές, το ‘μαθε καλά πια, τα λόγια δε λύνουν το μπέρδεμα, το χειροτερεύουν.
Θα συνέχιζε τη ζωή με το κεφάλι ψηλά, λίγο πιο σκυφτό από πριν, είναι αλήθεια, αλλά ψηλά, παρ’ όλα αυτά. Κυρά κι αφέντρα στο σπιτικό της. Τα μυστικά μυστικά, οι πληγές πληγές, αλλά η ζωή ζωή.
Και βλέποντας.
Αύγουστος 2003
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου