Πέμπτη 24 Ιουνίου 2010

αφιέρωμα στη μνήμη της μητέρας μας...



"...Τόσα μου είπε, όμως κι εγώ, μέσα μου ταραγμένος,
θέλησα την ψυχή της ν' αγκαλιάσω, της πεθαμένης μάνας μου/
όρμησα τρεις φορές, ποθώντας να την σφίξω πάνω μου,
και τρεις φορές μέσα απ' τα χέρια, σαν τη σκιά, σαν τ' όνειρο,
μου πέταξε. Κάθε φορά και πιο πολύ έσφαζε ο πόνος την καρδιά μου,
ώσπου της μίλησα φωνάζοντας, με λόγια που πετούσαν σαν πουλιά:
"Μάνα μου, πώς δεν στέκεις να σε πιάσω, που σε λαχταρώ;
έλα, κι εδώ στον Άδη, δένοντας τα χέρια να σφιχραγκαλιαστούμε
οι δυο μας, παρηγοριά να βρούμε στον φριχτό μας θρήνο.
Εκτός κι αν, αγέρωχη η Περσεφόνη, μόνον τον άδειον ίσκιο σου
μου στέλνει, να οδύρομαι βαριά, και πιο πολύ ν' αναστενάζω".
Έτσι της μίλησα, κι η σεβαστή μου μάνα τότε μου αποκρίθηκε:
"Αλίμονο, παιδί μου δύσμοιρο όσο κανείς άλλος στον κόσμο, 
όχι δεν σ' απατά η Περσεφόνη, η θυγατέρα του Διός.
Αυτή είναι η μοίρα των βροτών, όταν κάποιος πεθαίνει:
δεν συγκρατούνε πια τα νεύρα του τις σάρκες και τα κόκαλά του/
όλα τους τα δαμάζει το μένος της πυράς
που λαμπαδιάζει, αφού η ζωή του φύγει κι αφήσει τα λευκά του οστά -
μόνο η ψυχή πάει πέταξε, σαν όνειρο, και φτερουγίζει.
Ωστόσο είναι πια καιρός το φως να επιθυμήσεις,
και μην αργείς/ μάθε κι αυτά, όλα που βλέπεις γύρω σου,
για να μπορείς να τα ιστορήσεις κάποτε στη γυναίκα σου".
Οι δυο μας συναλλάσσαμε τα λόγια μας ακόμη, αλλά 
πλησίασαν κι άλλες γυναίκες τώρα - η φημισμένη Περσεφόνη
τις παρότρυνε / όσες υπήρξαν σύζυγοι και θυγατέρες 
διάσημων ηρώων..."


Από τους  "Απόλογους" της "ΟΔΥΣΣΕΙΑΣ" του Ομήρου ("Νέκυια", ραψωδία λ, στ. 204 - 227, μετάφραση Δ.Ν. Μαρωνίτη, εκδόσεις Στιγμή - 1994)






05 Σήκω Μάνα, παραδοσιακό Χαλκιδικής (Κάντε κλικ εδώ)

ΣΗΚΩ ΜΑΝΑ* 


Σήκω μάνα μου για δες τον ήλιο
αν είναι νωρίς να κάτσω ακόμα
αν είναι αργά για να παένω
θα με θυμηθείς καλή μου μάνα
θα με θυμηθείς το καλοκαίρι
για κρύο νερό από τη βρύση
θα με θυμηθείς και το χειμώνα
για ζεστό ψωμί από το φούρνο


*: τραγουδάει η Μελίνα Κανά (από το "Ημερολόγιο" του Νίκου Ξυδάκη - LYRA)  




"...Μάνα μου, μάνα μου, αχ, να μπορούσες να μ' ακούσεις και να μου πεις ένα λόγο... Σαν βροχούλα θα 'πεφτε πάνω μου ο λόγος σου... σαν δροσερή ευλογημένη βροχή απ' τον ουρανό... Αχ, να 'σουνα τώρα να κάθεσαι σ' αυτή την καρέκλα, να σε βλέπω, να σ' έχω... Να μπορώ να σου πω... Ξέρεις τι θα σου ζήταγα, μάνα, κι ας είμαι γέρος πια... Να με πάρεις στα πόδια σου, να με χορέψεις, να με τρυφερέψεις μια στάλα... τότε μικρός τι καταλάβαινα...; Τώρα μου λείπει... να νιώθω τα χέρια σου στα μαλλιά μου, στα μάγουλά μου... Να χώσω τα μούτρα μου μες στην ποδιά σου να κλάψω... να τριφτώ... και να 'χεις τσάγαλα, λέει, στην τσέπη σου... να μου τα δώσεις... με δείρανε μάνα... πήγα να παίξω και με δείρανε... βοήθεια, μάνα, μπάλωσέ μου το πανταλόνι μου... Γιατί πέθανες μάνα, γιατί...; γιατί δε με ρώτησες...; βοήθεια, μπάλωσέ μου το πανταλόνι μου, μπάλωσέ μου το..."


Από τον μονόλογο του Ιάκωβου Καμπανέλλη  "ΑΥΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΠΑΝΤΕΛΟΝΙ ΤΟΥ" (1957), εκδόσεις Κέδρος 1989

Δεν υπάρχουν σχόλια: