Τρίτη 29 Ιουνίου 2010

Σε δύσκολους καιρούς η παραμυθία παρηγορία...



ΤΑ ΟΝΕΙΡΑ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΙΑ *

(ρώσικο παραμύθι)

Στα πολύ παλιά χρόνια, παιδιά μου, ζούσε ένας σοφός και δίκαιος βασιλιάς, που όλοι τον αγαπούσαν και τον άκουγαν με σεβασμό.
Μια νύχτα είδε ένα όνειρο που τον τρόμαξε: μια αλεπού, λέει, κρεμόταν από την ουρά της πάνω από το κρεβάτι του. Όταν ξύπνησε το πρωί φώναξε τους συμβούλους του και τους ζήτησε να του εξηγήσουν το όνειρο. Μα κανείς δεν ήξερε τι να πει. Φώναξε τους φρουρούς του. Τίποτα. Τότε, έβαλε τελάλη να πει πως όποιος του εξηγήσει το όνειρο θα πάρει χίλια χρυσά φλουριά κι ό,τι άλλο ζητήσει.
Τ’ άκουσε ένας φτωχός χωρικός και είπε: «δεν πάω στο φίλο μου να μού το εξηγήσει;» Μια και δυο πάει στο στενό μονοπάτι έξω από το χωριό του και βρίσκει το φίλο του – ήταν ένα έξυπνο φίδι. «Αυτό κι αυτό συμβαίνει» του λέει «μπορείς να με βοηθήσεις;» «Θα σε βοηθήσω αν μου δώσεις τα μισά φλουριά» του απαντάει το φίδι. «Σύμφωνοι» λέει ο χωρικός. Και το φίδι του εξήγησε το όνειρο: η αλεπού είναι η ψευτιά, η κλεψιά και η πανουργία που υπάρχει μέσα στο βασίλειο. Είναι ένα κακό που πρέπει να ξεριζωθεί. Ευχαριστημένος ο χωρικός τρέχει στο βασιλιά, του εξηγεί το όνειρο, παίρνει τα φλουριά και τα δώρα και φεύγει. Ούτε σκέφτηκε βέβαια να τα μοιραστεί με το φίδι.
Πέρασε κάμποσος καιρός κι ο βασιλιάς είδε ένα άλλο όνειρο:  πως πάνω από το κρεβάτι του κρεμόταν ένα γυμνό σπαθί. Τρομαγμένος, πετάχτηκε από το κρεβάτι του και φώναξε τον υπασπιστή του. «Να πας να μου βρεις εκείνον τον χωρικό. Μόνο αυτός μπορεί να μού εξηγήσει το όνειρο».
Όταν έμαθε ο χωρικός το όνειρο, έτρεξε στο φίδι. Του υποσχέθηκε πάλι να του δώσει τα μισά κι εκείνο του είπε: «Αν και με γέλασες την άλλη φορά, ωστόσο πες στο βασιλιά πως το γυμνό σπαθί είναι πόλεμος. Οι εχθροί είναι κοντά και οι προδότες μέσα στο παλάτι». Ευχαριστημένος ο χωρικός, έτρεξε στο βασιλιά και του εξήγησε το όνειρο. Κι ο βασιλιάς του έδωσε πάλι χίλια φλουριά και πολλά δώρα. Μα ο χωρικός ούτε κι αυτή τη φορά έδωσε τα μισά στο φίδι, όπως του είχε τάξει.
Μια μέρα, καθώς ο χωρικός δούλευε στο χωράφι του, παρουσιάστηκε το φίδι. «Ήρθα να πάρω αυτά που μου χρωστάς», του είπε. Ο χωρικός σκέφτηκε γρήγορα-γρήγορα και του απάντησε: «Καλά έκανες κι ήρθες. Πλησίασε να πάρεις τα φλουριά σου. Τα ’χω σ’ αυτό το σακούλι». Και ξαφνικά, τραβάει ένα μεγάλο μαχαίρι να χτυπήσει το φίδι. Το φίδι όμως ήταν έξυπνο και μ’ ένα πήδημα γλύτωσε τη μαχαιριά. Μόνο που του κόπηκε ένα κομμάτι από την ουρά του.
Έφυγε ο χωρικός για το σπίτι του, κρύφτηκε το φίδι σ’ ένα βράχο κι όλα θα ξεχνιόνταν αν ο βασιλιάς δεν έβλεπε πάλι ένα όνειρο. Πως πάνω από το κρεβάτι του κρεμόταν ένα ήσυχο αρνί, χωρίς να βελάζει. Όταν έστειλε να φωνάξουν το χωρικό, εκείνος τα χρειάστηκε: «Πώς να πάω στο φίδι, σκέφτηκε, που το ’χω γελάσει τόσες φορές;» Ναι, αλλά ο βασιλιάς περίμενε κι αν δεν πήγαινε θα τον τιμωρούσε. Τι να κάνει; Μια και δυο πάει και βρίσκει το φίδι: «Να με συγχωρήσεις για ό,τι έκανα, του είπε, μα αυτή τη φορά θα κρατήσω το λόγο μου. Θα σου δώσω τα μισά φλουριά αν με βοηθήσεις». «Σύμφωνοι, απάντησε το φίδι με καλοσύνη. Πες στο βασιλιά πως τώρα στο βασίλειο υπάρχει ειρήνη κι ο κόσμος ζει ήσυχα όπως ένα αρνί». Όταν άκουσε ο βασιλιάς την εξήγηση του ονείρου του χάρηκε πολύ κι έδωσε πλούσια δώρα στο χωρικό κι άλλα χίλια χρυσά φλουριά. Κι αυτός, φορτωμένος με τους θησαυρούς του, πήρε το δρόμο για το στενό μονοπάτι. Εκεί βρήκε το φίδι. «Ήρθα, όπως σου υποσχέθηκα, να μοιραστούμε όσα μου έδωσε ο βασιλιάς, του είπε. Πες μου πού θέλεις να τα πάω». «Δεν είναι ανάγκη να στενοχωριέσαι, του απάντησε το φίδι. Δεν φταις εσύ για ό,τι έγινε. Τον καιρό που όλος ο κόσμος ήταν ψεύτης και κλέφτης, κι εσύ μου είπες ψέματα και μ’ έκλεψες. Την άλλη φορά, όταν ο πόλεμος ήταν κοντά κι οι προδότες μες το παλάτι, τράβηξες το μαχαίρι σου να με σκοτώσεις και μου ’κοψες την ουρά. Τώρα που όλοι έγιναν καλοί κι ευγενικοί, κι εσύ άλλαξες. Ήρθες μόνος σου να μου δώσεις τα μισά φλουριά. Γιατί η αγάπη γύρισε στην καρδιά των ανθρώπων. Γι’ αυτό δεν θέλω τίποτα. Πήγαινε στο σπίτι σου και ζήσε ευτυχισμένος».
Αυτά είπε το φίδι και χώθηκε μέσα στους βράχους. Κι ο χωρικός γύρισε στη δουλειά του κι έζησε ήσυχα και καλά με τους δικούς του.


*: (ευχαριστούμε την κ. Κ. Πετράκου που μας "δάνεισε" το παραμύθι. Είναι βάλσαμο στον πόνο και στην πίκρα των ημερών)

Δεν υπάρχουν σχόλια: