Σάββατο 5 Ιουνίου 2010

"Ένα Πρωί" - ένα κείμενο του Στανισλάβ Στρατίεβ.

   Ο Πετρώφ ήπιε τον πρωινό του καφέ, φίλησε τη γυναίκα του στο μέτωπο και κατευθύνθηκε προς την πόρτα. Πήγαινε στη δουλειά του. Στην πόρτα σταμάτησε, άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του, κοίταξε και στην τσέπη του αδιάβροχου...
- Τι ζητάς; ρώτησε η γυναίκα του.
- Βρε, η γνώμη μου λείπει, είπε ο Πετρώφ, συνεχίζοντας να ψάχνει τις τσέπες του. Πού να την έβαλα;
- Αυτό εκεί, στην τσέπη σου, τι είναι; έδειξε η γυναίκα του.
- Αυτό είναι το μαντήλι μου, είπε ο Πετρώφ. Πού την έβαλα όμως αυτή την γνώμη;
   Ξανάψαξε όλες τις τσέπες, κοίταξε και στην τσάντα, κοίταξε για λίγο και στην κρεμάστρα, δεν υπήρχε.
- Δεν υπάρχει, είπε. Εσύ δεν ξέρεις πού είναι;
- Δεν την είδα, κούνησε το κεφάλι η γυναίκα του, δεν ξέρω πια από πόσον καιρό... Για ξαναψάξε, ψάξε πάλι.
   Ο Πετρώφ έψαξε ξανά όλες τις τσέπες, αλλά δεν βρήκε τίποτα. Δεν υπήρχε.
- Περίμενε! άρχισε να θυμάται η γυναίκα του. Την τελευταία φορά την πήρες, πέρυσι, το Γενάρη, όταν παραλαμβάνατε το πλάνο. Πού την έβαλες μετά;
- Όχι, όχι, είπε ο Πετρώφ. Δεν την είχα πάρει. Δεν είμαι τρελός να πηγαίνω σε συζήτηση του πλάνου με γνώμη.
- Καλά λοιπόν, είπε η Πέτροβα. Τότε, φαίνεται την είχες μαζί σου για τελευταία φορά, όταν σας κάλεσαν στο υπουργείο, θυμάμαι ότι πάλι τη ζητούσες...
- Κάθε άλλο, κούνησε το κεφάλι του ο Πετρώφ. Στο υπουργείο κανείς δεν πηγαίνει με γνώμη. Αρκεί να είναι σύμφωνος. Δεν υπάρχει τέτοια πρακτική να πηγαίνεις στο υπουργείο με γνώμη. Ούτε τότε δεν την είχα αγγίξει.
- Μα πού είναι λοιπόν; είπε η γυναίκα του. Δεν μπορεί να εξαφανίστηκε, εδώ κάπου ήταν...
- Ήταν, ήταν, είπε εκνευρισμένα ο Πετρώφ, όμως τώρα δεν είναι.
   Αυτή άρχισε να σκέφτεται, να θυμάται πού είχε πάει ο άντρας της τον τελευταίο καιρό και αν την είχε πάρει μαζί του...
- Άκουσε, είπε τέλος, θυμήθηκα. Την πήρες, όταν απολύατε εκείνον τον Συμεόνωφ, που τον κυνηγούσε ο Γενικός για κάποιες εκεί μεταρρυθμίσεις, για κάποιες δηλώσεις... Δε θυμάσαι;
- Θυμάμαι, είπε ο Πετρώφ, πολύ καλά θυμάμαι. Τότε ζητούσαν απλώς να υποστηρίξουμε την απόφαση, δε ζητούσαν γνώμη. 
  Η γυναίκα του πήγε στη ντουλάπα και την άνοιξε.
- Δεν είναι στην ταυτότητά σου του μέλους; είπε. Αφού την κρατούσες στα έγγραφα;
- Την κρατούσα, συμφώνησε ο Πετρώφ. Όμως την έβγαλα κάποτε και δε θυμάμαι πού την έβαλα μετά.
- Όμως γιατί σου χρειάζεται τόσο; είπε η Πέτροβα, αφού κοίταξε και στα έγγραφα, και δεν ήταν ούτε εκεί. Τι τη θυμήθηκες; Μα δεν πας στη δουλειά; Θα πεις ότι την ξέχασες στο σπίτι.
- Καλά λοιπόν, και αν την έχω χάσει; είπε ο Πετρώφ. Ε;
- Πολύ σπουδαίο! απάντησε η γυναίκα του. Δε σου χρειάζεται. Ακόμη καλύτερα.
- Παρ' όλα αυτά, παρ' όλα αυτά, είπε ο Πετρώφ. Τουλάχιστον να ξέρω πού είναι. Δεν μπορεί έτσι! Δεν είναι σωστό.
 Η γυναίκα του άρχισε να σκαλίζει ξανά τη ντουλάπα, ξανάψαξε τα ρούχα...
- Νάτην! φώναξε. Στο παλιό σου το παλτό την άφησες, που δεν το έχεις φορέσει δυο χρόνια...
- Ναι βρε! θυμήθηκε ο Πετρώφ. Πήγα κάπου τον προπέρσινο χειμώνα και από τότε την έχω ξεχάσει...
- Αλλά εγώ το έδωσα στο καθαριστήριο αυτό το παλτό, είπε η Πέτροβα. Για να δούμε μήπως έπαθε τίποτα η γνώμη...
   Κοίταξε απ' εδώ, απ' εκεί, τη φύσηξε από τη σκόνη και τις τριχίτσες και την έδωσε στον άντρα της.
- Τίποτα δεν έπαθε, είπε η Πέτροβα. Είναι σαν καινούργια.
- Μα ναι, είπε ο Πετρώφ. Πώς δε θα είναι καινούργια, αφού είναι σχεδόν αχρησιμοποίητη.
- Έχεις τύχη, είπε η γυναίκα του. Ίσα-ίσα ετοιμαζόμουν να ανεβάσω το παλτό στη σοφίτα, δεν το φοράς εσύ αυτό το παλτό.
- Μα έχω καινούργιο, είπε ο Πετρώφ. Δερμάτινο.
- Και άλλη φορά να τη βάζεις σε πιο εμφανές μέρος, είπε η γυναίκα του. Σε κάποιο κουτί ή στα έγγραφα. Στο βιβλιάριο αποταμιεύσεως! Εκεί είναι το πιο σίγουρο μέρος.
- Εκεί θα τη βάλω, είπε ο Πετρώφ. Αλλιώς πάλι θα πρέπει να την ψάχνουμε...
   Έβαλε την γνώμη στο πορτοφόλι του, φίλησε την γυναίκα του στο μέτωπο και βγήκε.


(Αντιγραφή από το πρόγραμμα της πρώτης παράστασης του "Σακακιού που βελάζει" - κείμενο του συγγραφέα, αποκλειστικά για το πρόγραμμα του Αμφι-θεάτρου, 1980 - 81)





Δεν υπάρχουν σχόλια: