Τετάρτη 16 Ιουνίου 2010

Ο Μιχάλης Γκανάς διαβάζει το "Flocafe Αμαρουσίου" ή το "Διαβάζει Ένα Βιβλίο". Πρόκειται περί του ιδίου διηγήματος από τη συλλογή "Γυναικών - μικρές και πολύ μικρές ιστορίες" (Εκδόσεις "Μελάνι") Διαβάζει και το "Κοιτάζει τα χέρια της" από την ίδια συλλογή. Ακολουθεί και το "Λιανοτράγουδο" με την Ελευθερία Αρβανιτάκη σε μουσική του Δ. Παπαδημητρίου.



"ΔΙΑΒΑΖΕΙ ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ" ή "FLOCAFE ΑΜΑΡΟΥΣΙΟΥ"  (Το κείμενο)


   Διαβάζει ένα βιβλίο προσηλωμένη ψυχή τε και σώματι. Και τι σώματι!
   Flocafe Αμαρουσίου εννέα και μισή το πρωί. Κάθε τόσο κάνει μια χειρονομία με τακτικότητα εκκρεμούς. Να 'ναι κάποιο μυγάκι που την ενοχλεί, ένας ανεπαίσθητος χαιρετισμός προς τον απέναντι νεαρό ή ένα άπαγε προς εμένα αφού, δεν μπορεί, θα 'χει πιάσει το βλέμμα μου πάνω της ερωτηματικό, θαυμαστικό, αποσιωπητικό. 
   Πάνω στην ώρα χτυπάει το κινητό της. Το σηκώνει και μιλάει ρώσικα, χειρονομώντας, σαν να τα γράφει στον αέρα. Ακούω, βλέπω, σωπαίνω κι ας μην καταλαβαίνω, μαγεμένος από την ενσαρκωμένη προσωδία της ομορφιάς της. Εύχομαι ποτέ να μην τελειώσει, μα κάποτε τελειώνει.
   Ξαφνικά σηκώνει το ανοιχτό βιβλίο με το ένα χέρι στο ύψος του στήθους της και το κλείνει απότομα σαν μυγοπαγίδα. Το ανοίγει μετά προσεκτικά, φυσάει τη σελίδα και με κοιτάζει κατάματα. Χαμογελάω χαζά.
- Πούσκιν; τη ρωτάω.
- Πούσκιν, μου απαντάει.
- Ρωσίδα; της κάνω.
- Ουκρανή, διορθώνει.
   Πουτάνα, σκέφτομαι.
- Όχι/ποιήτρια, μου λέει.
   Και ξανακάνει την ίδια χειρονομία-μυγάκι, που τώρα μεταφράζω άπαγε αμέσως, σίγουρος πλέον ότι τόση ώρα διάβαζε τιε σκέψεις μου.





"Κοιτάζει τα χέρια της" (Το κείμενο)


   Κοιτάζει τα χέρια της. Πώς έγιναν έτσι; Πού βρέθηκαν τόσες φλέβες, τόσες ελιές και σημάδια, τόσες ρυτίδες στα χέρια της;
   Εβδομήντα χρόνια τα κουβαλάει μαζί της και ποτέ δεν γύρισε να τα κοιτάξει. Ούτε τότε που ήταν χλωρά, ούτε που μέστωσαν, ούτε που μαράθηκαν, ώσπου ξεράθηκαν. Όλα αυτά τα χρόνια η έγνοια της ήταν αλλού, όχι στα χέρια της : μην κοπεί, μην καεί, μην τρυπηθεί, μην το παρακάνει το βράδυ με τον άντρα της - όποτε τύχαινε, μια στις τόσες - κι ακούσει πάλι τα λόγια του, καρφί στην καρδιά της "πού τα 'μαθες αυτά μω γυναίκα;"
   Κοιτάζει τα χέρια της σαν να τα βλέπει πρώτη φορά. Ξένα της φαίνονται, καθώς κάθονται άνεργα πάνω στη μαύρη ποδιά της, σαν προσφυγάκια. Έτσι της έρχεται να τα χαϊδέψει.
   Και τι δεν τράβηξαν αυτά τα χεράκια, στα κρύα και στα λιοπύρια, στη φωτιά, στα νερά, στα χώματα, στα κάτουρα και τα σκατά. Πέντε χρόνια κατάκοιτη η πεθερά της, αλύχτησε ώσπου να της βγει η ψυχή. 
   Κοιτάζει πάλι τα χέρια της. Τι θα τα κάνει; Να τα κρύψει κάτω απ' την ποδιά της να μην τα βλέπει, να τα χώσει στη περούκα της διπλανής, που κοιμάται με το κεφάλι γουλί, να τα βάλει στις μάλλινες κάλτσες που της έφερε ο γιος της μόλις του 'πε ότι κρυώνει εδώ στο γηροκομείο που την έριξε η μοίρα της;
   Τόσα χρόνια δεν γύρισε να τα κοιτάξει και τώρα δεν μπορεί να πάρει τα μάτια της από πάνω τους. Κι όταν δεν τα κοιτάει ή κάνει πως δεν τα κοιτάει, την κοιτάνε αυτά. 
   Άνεργα χέρια, τι περιμένεις, αφού δεν έχουν δουλειά κάθονται και κοιτάνε. Δεν είναι που κοιτάνε, ασ' τα να κοιτάνε, είναι που κοιτάνε σαν να θέλουνε κάτι. Ξέρει τι θέλουν: να τα χαϊδέψει.
   Δεν θα τους κάνει τη χάρη. Ντρέπεται, γριά γυναίκα, να χαϊδεύεται στα καλά καθούμενα. Τα κοιτάζει κλεφτά και βλέπει μια σκουριά από καφέ στο δεξί. Σηκώνεται και πάει στο μπάνιο, πιάνει το μοσχοσάπουνο και πλένει τα χέρια της. Τα πλένει, τα ξαναπλένει, δεν λέει ν' αφήσει το σαπούνι, της αρέσει έτσι που γλιστρούν απαλά το ένα μέσα στο άλλο, "κοίτα", λέει, "που μ' έβαλαν να τα χαϊδέψω θέλοντας και μη τα σκασμένα" και γελάει από μέσα της που δεν την κοιτάνε τώρα όπως πριν, χαμένα μέσα στους αφρούς και τα χάδια, σαν να 'χουν κλείσει τα μάτια, μην τους πάει σαπούνι και τα πάρουν τα δάκρυα.




Δεν υπάρχουν σχόλια: