Σάββατο 26 Ιουνίου 2010

"Ιδιωτικώς προκόβαμε και συλλογικώς καταρρέαμε" - από συνέντευξη του Βασίλη Παπαβασιλείου στην Ιωάννα Κλεφτόγιαννη ("Ελευθεροτυπία", 26/6/2010)

 «Τυχοδιώκτης είναι και ο λαός, αφού μπαίνει στο παιχνίδι των δανείων και των πιστωτικών», λέει ο Β. Παπαβασιλείου, που σε εποχές τρόικας και ΔΝΤ του έλαχε να σκηνοθετεί για το Φεστιβάλ Αθηνών τον "Τυχοδιώκτη" του Χουρμούζη. Μεταφέρει στο 2020 το βαυαρικό παράσιτο που ήθελε να μας σώσει πριν από περίπου δύο αιώνες. Αν και πιστεύει πως κακώς φορτώνουμε στους ξένους τα οικεία κακά. *

«Είμαι αισιόδοξος -όπως έλεγε ο Γκράμσι- ως βούληση και απαισιόδοξος ως σκέψη», συνοψίζει στο πέρας της κουβέντας μας. «Ζούμε σε μια πάρα πολύ ενδιαφέρουσα εποχή, που μας παρέχει πολύ υλικό για σκέψη. Και θα ήθελα να πω ότι το "ελληνικό" είναι ισχυρότερο από το ελληνικό κράτος και από τη γεωγραφική επικράτεια που λέγεται Ελλάδα. Αν εντοπίσουμε έναν ορισμό του "ελληνικού", σύμφωνα με τον οποίο το "είμαι Ελλην" είναι συνώνυμο του "τίποτα το μη ελληνικό δεν μου είναι ξένο", τότε μπορεί να υπάρξει ένα άλλο μέλλον γι' αυτόν τον τόπο και κυρίως για τους ανθρώπους του. Γιατί Ελληνες υπήρξαν πολύ πριν από το ελληνικό κράτος. Σε μεγάλο βαθμό, παρά το κράτος. Και θα υπάρχουν σίγουρα και μετά το ελληνικό κράτος».
Μετά την τρόικα ο Ελληνας θα έχει πάρει το μάθημά του, κύριε Παπαβασιλείου; Θα έχει αλλάξει; Υπάρχει ελπίδα;
«Μπαίνετε σε χωράφια τα οποία έχουν να κάνουν με τη δουλειά που κάνουμε στον Χουρμούζη. Δεν μπορώ να κάνω τον προφήτη. Αλλά από τη δουλειά μου έχω ένα συγκριτικό πλεονέκτημα. Μπορώ να παίξω τον προφήτη. Πάνω σε αυτό το ερώτημα στηρίχθηκε η παράσταση που στήνω με τον "Τυχοδιώκτη". Είκοσι μέρες πριν από την έναρξη των προβών μαθαίνουμε από τα πιο υπεύθυνα χείλη ότι η Ελλάδα έχασε την εθνική της κυριαρχία. Εκείνη την ώρα σκέφτεται κάποιος: "Πρέπει να καταθέσω την εντολή και να μην ανεβάσω το έργο"».
Γιατί δεν θα έπρεπε να το ανεβάσετε;
«Ο Χουρμούζης έχασε. Στον "Τυχοδιώκτη" του, ±σατιρικό πορτρέτο ενός βαυαρικού παράσιτου, που έρχεται στην Ελλάδα το 1830, εκτονώνει τον θυμό του για την πρώτη Βαυαροκρατία και τα δεινά που επισώρευσε στον τόπο. Το θέατρο μας φέρνει στο εδώ και τώρα. Στη σημερινή συγκυρία ζούμε επίσης ένα είδος ήττας. Την ήττα μιας ιδεολογίας, που δαιμονοποίησε τον ξένο ως αιτία του ελληνικού κακού. Ο ξένος έγινε ένας εύκολος στόχος για όλα τα δεινά που προξενήσαμε εμείς οι ίδιοι σε αυτόν τον τόπο. Ετσι, ενώ η Μεταπολίτευση ήταν το πιο καθαρό δημοκρατικό πείραμα που έγινε σε αυτόν τον τόπο τους δύο τελευταίους αιώνες, σήμερα εμφανιζόμαστε να έχουμε χάσει από τον ίδιο τον εαυτό μας. Να έχουμε στερηθεί τα άλλοθι. Δεν έχεις Γλίξμπουργκ πάνω από το κεφάλι σου! Δεν έχεις τυπικά τους Αμερικανούς, έστω με τη μορφή του Πιουριφόι, που πάει να δει τον Ελληνα πρωθυπουργό και βάζει τα πόδια του πάνω στο τραπέζι του. Είσαι μόνος. Και αποδεικνύεται ότι δεν είσαι ικανός. Γιατί ο μεγάλος φενακισμός πάνω στον οποίο συνενοχικά η ελληνική κοινωνία συνεβλήθη με το πολιτικό, έχει να κάνει με το ότι ιδιωτικώς θα προκόβουμε και συλλογικώς θα καταρρέουμε. Θυμίζει η χώρα, δηλαδή, αυτόν ο οποίος έχει αποκτήσει το τελευταίο μοντέλο της Μερσεντές -το οποίο μπορεί να αγοράσει- και κινείται στον δρόμο Κορίνθου- Πατρών. Γιατί τον δρόμο δεν μπορεί να τον αγοράσει. Η εικόνα μιας υπερσύγχρονης Μερσεντές στο γνωστό άθλιο κομμάτι Κορίνθου-Πατρών είναι για μένα η εικόνα της σημερινής Ελλάδας. Αυτή τη στιγμή, λοιπόν, νομίζω πως ζούμε ένα τέλος. Κάποιοι λένε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Οντως το ζούμε. Ομως αυτό το τέλος μπορεί να είναι και λυτρωτικό. Μπορεί να μας απαλλάξει από ιδεοληψίες και εύκολα ιδεολογήματα».
Βάσει όλων αυτών των αναφορών στο σήμερα, πώς χειριστήκατε το κείμενο του Χουρμούζη, που αποτελεί την αφορμή για μια παράσταση, απ' ό,τι αντιλαμβάνομαι, αιχμής;
«Υπάρχουν κάποια προνόμια στην υπόθεση του θεάτρου. Ενα από αυτά έχει να κάνει με την περίφημη μίμηση. Είμαι κυριαρχούμενος, μπορώ όμως να υποδυθώ τον κυρίαρχο. Οπότε μεταφερόμαστε δέκα χρόνια μετά, στο 2020, δηλαδή 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση και 10 χρόνια μετά την παρουσία μας εδώ. Εχουμε ολοκληρώσει το έργο μας και αποχαιρετούμε την Ελλάδα με μια τελετή, στην οποία αποτίουμε φόρο τιμής στον γενάρχη μας, στον πρώτο διδάξαντα τη σωτηρία αυτού του τόπου, τον "Τυχοδιώκτη" του Χουρμούζη. Αυτή η διπλή μετατόπιση από θέση κυριαρχούμενου σε θέση κηδεμόνα και από το 2010 στο 2020 συνδέεται με το ότι πανταχόθεν συναντάς μια άρνηση να ζει κανείς στο παρόν. Είναι σαν όλοι στην Ελλάδα να έχουμε συνομολογήσει "ή πολύ πίσω πρέπει να πάμε ή δέκα χρόνια μετά". Εκεί επάνω στηρίζεται η παράσταση, ένα θέαμα σε έξι εικόνες με αφορμή τον Χουρμούζη. Η συνθήκη αυτή επιφυλάσσει και ρόλους που δεν υπάρχουν στο έργο του. Εναν εξ αυτών, ρυθμιστικό, υποδύομαι εγώ, έχοντας και την ευθύνη της γλώσσας του τελικού κειμένου».
Υστερα από 10 χρόνια, όταν οι «κηδεμόνες» αποχωρούν πια, ποια κατάσταση επικρατεί στην Ελλάδα; Τι παρακολουθούμε στην παράστασή σας;
«Η παράσταση, όπως κάθε παράσταση που σέβεται τον εαυτό της, θα πρέπει να ξετυλίγει μπροστά στα μάτια των θεατών ένα παιγνιώδες αίνιγμα. Το θέατρο δεν μπορεί να πάει παραπέρα, πέρα από το να αιχμαλωτίσει τη στιγμή που οι συγκεκριμένοι παράγοντες - κηδεμόνες λένε: "Εμείς τελειώσαμε τη δουλειά μας στην Ελλάδα και φεύγουμε". Αποχωρώντας αφήνουν πίσω τους, σύμφωνα με την παράστασή μας, το προϊόν της πρώτης επένδυσης που έγινε στην Ελλάδα το διάστημα αυτής τής υπό την κηδεμονία τους 10ετίας. Το προϊόν είναι ένα όχημα, ένα τροχήλατο βιοκέλυφος το οποίο λειτουργεί κατά τη διάρκεια της παράστασης. Θεωρώ ότι θα είναι ιδεώδες για τον Ευρωπαίο συνταξιούχο του μέλλοντος, ο οποίος θα παίρνει σύνταξη στα 88 και στα 90 του. Ενας γερανός θα τον παίρνει από τη θέση που βρίσκεται ενώ εργάζεται και θα τον μεταφέρει σ' αυτό το όχημα. Δηλαδή, οι ξένοι κυρίαρχοι μας αποχαιρετούν με την πρώτη εφεύρεση που έγινε επί των ημερών της παρουσίας τους στην Ελλάδα!».
Ο Τυχοδιώκτης, με σημερινούς όρους, ποιος είναι; Υπάρχει αναγωγή;
«Δεν μου φέρνει στον νου συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά την ίδια την ουσία του κόσμου. Τυχοδιώκτης είναι... ο περίφημος λαός, αφού μπαίνει στο παιχνίδι των στεγαστικών δανείων και των πιστωτικών καρτών, μπαίνει δηλαδή σε ένα παιχνίδι το οποίο έχει στον πυρήνα του μια εντελώς τυχοδιωκτική λογική. Το να δανείζομαι ή το να καταναλώνω με χρήματα που δεν έχω, είναι κάτι που με κάνει συμμέτοχο του τυχοδιωκτισμού του κόσμου. Στην παρούσα φάση του καπιταλιστικού συστήματος ζούμε την αποθέωση του τυχοδιωκτισμού. Με άλλα λόγια, διάγουμε την εποχή της νομιμοποίησης του τυχοδιωκτισμού. Τον χώρο της ουτοπίας δεν μπορώ να τον ελέγξω. Αλλά υπάρχουν αναλύσεις που μιλούν για μετάβαση του καπιταλισμού στο σοσιαλιστικότερο».
Η Αριστερά ωστόσο μοιάζει να παρακολουθεί κυριολεκτικά ανήμπορη τις τελευταίες εξελίξεις, επιτυγχάνοντας τουλάχιστον στην Ελλάδα το ακατόρθωτο: τη διάσπαση της... διάσπασης!
«Το σημερινό ερώτημα για την Αριστερά είναι υπαρξιακό, φιλοσοφικό και πολιτικό και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί με όρους εθνικού κράτους, δηλαδή "τι κάνει η ελληνική ή η βρετανική Αριστερά;". Το στοίχημα της Αριστεράς είναι όσο ποτέ άλλοτε υπερεθνικό. Σχετίζεται με το ζητούμενο μιας νέας μέτρησης της αξίας της ζωής. Ζούμε μια φάση όπου κυοφορείται ένας επαναπροσδιορισμός αυτού που συνηθίσαμε να λέμε Αριστερά και αριστερός».
Λέτε ότι ζούμε το τέλος της Μεταπολίτευσης. Χωρίς να κάνετε τον μάντη, τι βλέπετε να έρχεται μετά;
«Κανένα τέλος δεν είναι οριστικό. Γιατί πάνω απ' όλα είναι η ζωή. Κάτω από τη ζωή είναι ο κόσμος, ο καπιταλισμός, ο σοσιαλισμός, η κρίση. Το ρεύμα της ανθρώπινης επιθυμίας θα είναι πάντα εδώ. Δεν είμαστε ευτυχείς εξαιτίας ή λόγω κάποιων συνθηκών και αιτίων. Δεν είναι καρτεσιανή υπόθεση η συνθήκη της ευτυχίας. Ο άνθρωπος μπορεί να είναι καλά με τον εαυτό του, μπορεί να απολαμβάνει τα ηλιοβασιλέματα, μπορεί να συνομιλεί με το φεγγάρι ή με το αντικείμενο του έρωτά του. Μπορεί να απολαμβάνει κι έναν εμποδισμένο έρωτα. Ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα, υπό συνθήκες απόλυτης καταστροφής, να είναι ευτυχής. Το δώρο του παιγνίου είναι ό,τι κάνει τον άνθρωπο αν έχει πέσει κάτω 7 να σηκώνεται 8 φορές. Το θέατρο μετέχει αυτής της πλευράς της ανθρώπινης κατάστασης. Μόνο να παίζει μπορεί. Αλλά παίζοντας μπορεί να συνομιλεί με τα σπουδαία. Γιατί η στιγμή του θεάτρου είναι πάντα αλήθεια και ψέμα μαζί. Αυτό που έλεγε ο Κοκτό, "ένα ψέμα που λέει την αλήθεια"».

Το ελληνικό κράτος κατελύθη εκ των έσω πριν από το ΔΝΤ

Πάντως, βλέπουμε ότι το προβλήμα δεν είναι μόνο ελληνικό. Ολόκληρη η Ευρώπη αναγγέλλει περικοπές και λιτότητα.
«Εχετε δίκιο. Πριν από 2 βδομάδες διάβασα στην "Γκάρντιαν" ένα ρεπορτάζ για την Ιρλανδία, που κάλυπτε την αντίστοιχη περιπέτεια που περνάνε οι Ιρλανδοί κάνοντας αυτοβούλως περικοπές, μολονότι δεν έχουν δεχτεί την εγκατάσταση κάποιας τρόικας. Προσγειώθηκαν ανωμάλως μετά τη στεγαστική "φούσκα". Το λεξιλόγιο θύμιζε εντυπωσιακά ρεπορτάζ σε ελληνικές εφημερίδες. Η ελληνική περίπτωση δεν μπορεί να απομονωθεί από το ευρύτερο γίγνεσθαι, το οποίο στιγματίστηκε πριν από 30 χρόνια από μια κίνηση η οποία διαφοροποίησε τα πεδία της πολιτικής και της οικονομίας. Η οικονομία εκτοξεύτηκε στους ουρανούς και έκτοτε "παίζει" μόνη της.
Στην Ελλάδα, στη μεταπολιτευτική μετάβαση από το πολιτικό "γήπεδο" στο οικονομικό συνέβη ένα άτυπο φαντασιακό συμβόλαιο. Συμφωνήσαμε πως θα φτιάξουμε στην Ελλάδα ένα χώρο ιδιωτικού πλούτου και δημόσιας φτώχειας. Η προσπάθεια αυτή πέρασε από φάσεις ώσπου να καταλύσουμε τη δημόσια σφαίρα, να ανατινάξουμε τα συστήματα υγείας, δημόσιας εκπαίδευσης, να διαβρώσουμε ή να προσδέσουμε στο άρμα της διαφθοράς όλους τους ελεγκτικούς μηχανισμούς, εφορίες, πολεοδομίες κ.λπ., και εις έκαστος να τα καταφέρνει λαδώνοντας, φακελώνοντας και φακελωνόμενος. "Ο σώζων εαυτόν σωθήτω". Μόνος του κάποιος θα καθαρίσει τα της υγείας του. Μόνος του θα καθαρίσει τα της εκπαίδευσης των παιδιών του. Αρα ένα τέτοιο κράτος, αυτοαναιρούμενο, δεν έχει λόγο ύπαρξης. Πριν από την εγκατάσταση επομένως της τρόικας είχαμε την εκ των έσω κατάλυση του ελληνικού κράτους. Το πελατειακό πολιτικό μας σύστημα έφτιαξε αυτό το συνενοχικό συμβόλαιο, το υπερασπίστηκε και σήμερα αυτό πληρώνει».
Ησασταν ίσως ο μοναδικός άνθρωπος από τον χώρο του θεάτρου που εργάστηκε ανιδιοτελώς και επί της ουσίας για το θεωρητικό πλαίσιο της περίφημης Ακαδημίας Θεάτρου, που παρέμεινε απλώς μια εξαγγελία, αλλά και για ένα πλάνο πολιτιστικής πολιτικής για το Εθνικό Κέντρο Θεάτρου και Χορού, που καταργήθηκε από τον νέο υπουργό. Μοιάζει να εργαστήκατε για το τίποτα!
«Επρεπε να δώσω το "παρών". Το έδωσα εργαζόμενος και για την Ακαδημία και για το ΕΚΕΘΕΧ. Υπάρχουν πορίσματα και υπομνήματα και για τα δύο. Θέλω να ελπίζω ότι από αυτό το "οικόπεδο" αύριο μπορεί να προκύψει μια άλλη χώρα. Αυτό που πολύ απλά καταγράφεται και σ' αυτή την περίπτωση είναι ότι όλο αυτό το διάστημα λειτουργούσαν δύο Ελλάδες. Δεν μένουμε με τους εντολείς μου στην ίδια. Η δική μου αναφορά όταν είπα "ναι" και στις δύο περιπτώσεις -και της Ακαδημίας και του ΕΚΕΘΕΧ- ήταν μια άλλη Ελλάδα. Και παραμένει. Η επίσημη πάντως Ελλάδα είναι αυτή που έφερε τη χώρα εδώ που έφτασε".
*: Αθέτησα για δεύτερη φορά την υπόσχεσή μου να μην σχολιάσω ξανά την πολιτική επικαιρότητα καθώς, όπως λέει κι ο κόσμος,"λερώνει" πολύ τελευταία, αλλά τέτοιες εξαιρετικές κουβέντες δεν πρέπει να μένουν προσβάσιμες μόνο στο κοινό της εφημερίδας που τις φιλοξένησε και τις δημοσίευσε. Συμβάλλουμε κι εμείς, όπως μπορούμε και όσο μπορούμε, στη διάδοση του λόγου του καλού.  

Δεν υπάρχουν σχόλια: