...........................................................
...Ογδονταπέντε έμειναν χωρίς δουλειά όταν έκλεισε το εργοστάσιο της Roter στου Ρέντη. Γυναίκες και άντρες. Νέοι και παλιοί συμβασιούχοι του ΟΑΕΔ. Στην αρχή έτρεχε με τους άλλους παντού - υπουργεία, κόμματα, πορείες, συγκεντρώσεις. Συνθήματα, πανό, σηκωμένες γροθιές, βραχνιασμένες φωνές. Οργή, φόβος, αγωνία. Το χειρότερο ήταν τα λόγια, οι φήμες, τα ψέμματα. Πρώτα σ' ανέβαζαν στα ουράνια κι ύστερα σου 'κοβαν τα γόνατα, σε τσάκιζαν, σε σκότωναν. Αυτό ήταν το χειρότερο. Τα λόγια τα ψέματα. Κι ύστερα κουράστηκε, απελπίστηκε κι άρχισε να ψάχνεται εδώ και κει. Και ύστερα μαθεύτηκε ότι θα τους έπαιρναν στους γύρω δήμους με μερική απασχόληση. Και χάρηκε και πήρε πάνω του και είπε στο παιδί να μη φοβάται, όλα θα πάνε καλά, θα δεις, να 'χεις πίστη στον πατέρα σου. Πέρασαν βδομάδες. Κι ύστερα μαθεύτηκε ότι είχε γίνει μοιρασιά.
Έγινε μοιρασιά, του είπαν. Μοίρασαν τις θέσεις στους δήμους. Οι κουκουέδες Κοκκινιά, οι Πασόκοι Κορυδαλλό Κερατσίνι, οι δεξιοί παντού. Βολεύτηκαν όλοι. Όλοι εκτός απ' αυτόν και πεντ' έξι άλλους που δεν ήξεραν. Που δεν πρόλαβαν. Που δεν ήταν κόκκινοι πράσινοι μπλε. Έγιναν όλα ήσυχα απλά κι ωραία. Κι αυτός δεν πήρε χαμπάρι τίποτα.
Αυτός κι άλλοι πεντ' έξι.
Μας πούλησαν, του είπαν. Κατάλαβες ρε κορόιδο; Οι συνάδελφοι ρε. Οι συναγωνιστές. Μας πούλησαν.
Αυτά έγιναν το Φλεβάρη. Και την τελευταία Κυριακή της αποκριάς έγινε μεγάλο γλέντι στα γραφεία της ομοσπονδίας. Πήγαν όλοι με φαγητά απ' το σπίτι, με γλυκά με κρασιά και μπύρες. Βρέθηκαν τρεις τέσσερις που πήγαν με μπουζούκια και κιθάρες για χορό και τραγούδι. Πήγαν με πανό και τα κρέμασαν στους τοίχους. Ο αγώνας τώρα δικαιώνεται. Σταθερά στο δρόμο της ταξικής πάλης. Στην ενότητα η δύναμη, στον αγώνα η νίκη, ασπίδα η αλληλεγγύη, Τέτοια πανό κρέμασαν στους τοίχους. Πήγε κι αυτός από νωρίς και κάθισε μακριά από τους άλλους και άρχισε να πίνει. Τους κοίταγε που έτρωγαν τουρσιά, βραστά αβγά, τυρόπιτες, σπανακόπιτες. Έτρωγαν από αλουμινόχαρτα, έπιναν κρασί από μπουκάλια κόκα κόλα και σπράιτ. Τσούγκριζαν πλαστικά ποτήρια και γέλαγαν και χτυπούσαν παλαμάκια και χόρευαν την Ευδοκία και τον αϊτό χωρίς φτερά. Τους κοίταγε με φόβο με μίσος και με ζήλια. Τους κοίταγε χωρίς να θέλει. Σαν να 'ταν νεκρός που είχε αναστηθεί με προθεσμία, που τον είχαν αφήσει για λίγο να γυρίσει αόρατος ανάμεσα στους ζωντανούς κι ύστερα θα τον άρπαζαν πάλι πίσω - μια φριχτή τιμωρία.
Κι ύστερα, όταν ήπιε πολύ κι έπαψε να φοβάται, σηκώθηκε όρθιος και μίλησε με δυνατή φωνή. Είπε πράγματα που ήθελε να πει καιρό τώρα - μήνες και χρόνια τώρα. Είπε πράγματα που είχε σκεφτεί πολλές φορές και άλλα που δεν τα είχε σκεφτεί ποτέ πριν. Υπήρξαν στιγμές που ένιωσε ότι η φωνή που μίλαγε δεν ήταν η φωνή του, ότι ο άνθρωπος που μίλαγε δεν ήταν αυτός. Στην αρχή τον κοίταξαν απορημένοι. Μετά τον κοίταξαν με λύπηση. Κάποιοι γέλασαν. Κάποιοι έτρωγαν. Κάποιοι έσπρωξαν πίσω την καρέκλα τους και βγήκαν έξω. Υπήρξαν στιγμές που η φωνή του έσβηνε και τα μάτια του έκαιγαν κι ένας κόμπος ανέβαινε στο λαιμό του. Υπήρξαν στιγμές που είδε τον εαυτό του να κάθεται απέναντι και να τον ακούει κουνώντας με οίκτο το κεφάλι του. Στο τέλος κάποιος του φώναξε να το βουλώσει ή να ξεκουμπιστεί αποκεί μέσα - έξω οι απολίτικοι νταήδες, φώναξε, έξω οι προβοκάτορες. Κάποιος τον έπιασε από το μπράτσο και του 'πε κάτσε κάτω. Ηρέμησε και κάτσε κάτω. Τώρα. Κάθισε. Κι ύστερα τινάχτηκε όρθιος και τινάχτηκε μπροστά και πήρε παραμάζεμα τραπέζια καρέκλες ποτήρια ανθρώπους και καθώς έπεφτε ο χρόνος μέσα του σταμάτησε και ήταν σαν να 'πεφτε πολύ αργά από τον ουρανό και είδε λέει το μωσαϊκό στο πάτωμα σαν νά 'ταν η γη που από ψηλά φαινόταν τόσο όμορφη - βουνά, λιβάδια, ποταμάκια - και η καρδιά του μεγάλωσε απ' την τόση ομορφιά που έβλεπε και γέλασε και φώναξε απ' τη χαρά του.
Κι ύστερα κάποιος τον χτύπησε με δύναμη στο κεφάλι και γκρεμίστηκε μια και καλή στο πάτωμα...
Το διήγημα "Κι Ένα Αβγό Κίντερ για το Παιδί" ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του Χρήστου Οικονόμου "Κάτι Θα Γίνει Θα Δεις" (Εκδόσεις "Πόλις")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου