Δευτέρα 28 Ιουνίου 2010

"Ο Λέμελ και η Τσίπα" - μια ιστορία για παιδιά του Ισαάκ Μπάσεβιτς Σίνγκερ

   ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ μου την είπε η μητέρα μου και την επαναλαμβάνω εδώ λέξη προς λέξη, όσο πιο πιστά γίνεται.
   Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένας εύπορος χωρικός ονόματι Τωβίας. Ο Τωβίας και η γυναίκα του η Λεία είχαν μια κόρη, την Τσίπα, που ήταν τόσο χαζή όσο δεν ήταν κανένας άλλος σε ολόκληρη την περιοχή. Όταν η Τσίπα μεγάλωσε, οι παντρολογητές βάλθηκαν να της προτείνουν γαμπρούς, αλλά κάθε φορά που ένας υποψήφιος σύζυγος ερχόταν να τη δει κι εκείνη άρχιζε να ξεδιπλώνει την κουταμάρα της, το έβαζε στα πόδια. Έτσι, η Τσίπα μάλλον θα έμενε γεροντοκόρη.
   Οι γονείς της πήγαν να ζητήσουν τη συμβουλή ενός ραββίνου, που τους είπε: "Οι γάμοι ευλογούνται στον ουρανό. Αν η Τσίπα είναι χαζή, ο ουρανός σίγουρα θα της εξασφαλίσει έναν χαζό γαμπρό. Ρωτήστε απλώς αριστερά και δεξιά για έναν νέο που να είναι πιο χαζός απ' την κόρη σας, κι όταν οι δυο χαζοί παντρευτούν, θα είναι ευτυχισμένοι μαζί".
   Οι γονείς ικανοποιήθηκαν απ' αυτή τη συμβουλή. Πήγαν σ' έναν προξενητή και του είπαν να βρει τον πιο χαζό στην επαρχία του Λιούμπλιν για την κόρη τους. Του υποσχέθηκαν τη διπλάσια τιμή που πλήρωναν συνήθως για ένα συνοικέσιο. Ο προξενητής ήξερε ότι καμιά πόλη δεν είχε πιο πολλούς χαζούς από το Χελμ κι έτσι πήγε εκεί πέρα.
   Πλησίασε ένα σπίτι κι είδε έναν νέο μπροστά του, ο οποίος έκλαιγε. Ο προξενητής τον ρώτησε, "Νέε, γιατί κλαις;"
   Κι ο νέος είπε: "Η μητέρα μου έψησε μια ολόκληρη πιατέλα τηγανίτες για την Πεντηκοστή. Όταν βγήκε έξω ν' αγοράσει λίγη κρέμα για τις τηγανίτες  με προειδοποίησε: "Λέμελ, μην φας τις τηγανίτες μέχρι την Πεντηκοστή". Της υποσχέθηκα ότι δεν θα το έκανα, αλλά μόλις έφυγε ένιωσα μια τεράστια επιθυμία να φάω μια τηγανίτα και το έκανα, και μετά την πρώτη θέλησα και μια δεύτερη, και μια τρίτη, και μια τέταρτη, και πριν το καταλάβω, είχα τελειώσει ολόκληρη την πιατέλα. Ήμουν τόσο απασχολημένος καθώς έτρωγα τηγανίτες, που δεν πρόσεξα τη γάτα που με παρακολουθούσε. Τώρα είμαι πολύ φοβισμένος, επειδή όταν η μητέρα γυρίσει, η γάτα θα της πει τι έκανα και η μητέρα θα με τσιμπήσει και θα με πει όπως με λέει έτσι κι αλλιώς: χαζό, γελοίο, κουτορνίθι, μπουμπούνα, γάιδαρο, ανόητο, κοκορόμυαλο".
   "Αυτός ο Λέμελ είναι ό,τι πρέπει για την Τσίπα" σκέφτηκε ο προξενητής.
   Είπε φωναχτά: "Ξέρω πως να μιλώ τη γατογλώσσα. Θα πω στη γάτα να μην πει τίποτα, κι όταν δίνω σε μια γάτα αυτή τη διαταγή, με υπακούει, μια που είμαι ο βασιλιάς των Γατών".
   Όταν ο Λέμελ άκουσε αυτά τα λόγια, βάλθηκε να χοροπηδάει από τη χαρά του. Ο προξενητής άρχισε να μουρμουρίζει στη γάτα όποια λέξη του ερχόταν στο μυαλό: "Πέτσε-μέτσε-κέτσε-λέτσε".
   Κατόπιν ρώτησε: "Λέμελ, θέλεις νύφη;"
   "Και βέβαια", του αποκρίθηκε εκείνος. 
   "Έχω την κατάλληλη νύφη για σένα - καμιά δεν της μοιάζει σε ολόκληρο τον κόσμο. Τη λένε Τσίπα".
   "Έχει κόκκινα μάγουλα;" ρώτησε ο Λέμελ. "Εγώ θέλω να παντρευτώ ένα κορίτσι με κόκκινα μάγουλα και μακριές πλεξούδες".
   "Έχει ό,τι θέλεις".
   Ο Λέμελ άρχισε να χορεύει γι' άλλη μια φορά και να χτυπάει παλαμάκια. Εκείνη τη στιγμή, μπήκε η μητέρα του κρατώντας στα χέρια της την κούπα με την κρέμα. Όταν είδε το γιό της να χορεύει, τον ρώτησε: "Λέμελ, προς τι η μεγάλη γιορτή;"
   Κι ο Λέμελ απάντησε: "Έφαγα όλες τις τηγανίτες και φοβήθηκα πως η γάτα θα σου το 'λεγε, αλλά αυτός ο άνθρωπος διέταξε τη γάτα να μην πει τίποτα".
   "Χαζέ, μπούφο", τσίριξε η μητέρα του. "Τι θα κάνω με σένα; Ποιο κορίτσι θα 'θελε να παντρευτεί έναν μπουμπουνοκέφαλο;"
   "Μητέρα, έχω ήδη νύφη", αναφώνησε ο Λέμελ. "Τη λένε Τσίπα, κι έχει μακριά μάγουλα και κόκκινες κοτσίδες".
   Λίγες μέρες αργότερα, ο Λέμελ και η Τσίπα υπέγραψαν το συμβόλαιο των αρραβώνων τους...



...Επειδή δεν μπορούσαν να γράψουν τα ονόματά τους, ο Λέμελ υπέγραψε με τρεις τελείες και η Τσίπα με τρεις παύλες. Ο Λέμελ πήρε προίκα διακόσια φιορίνια. Από τη στιγμή που ο Λέμελ δεν καταλάβαινε τίποτα από λεφτά και δεν ήξερε ούτε καν τη διαφορά ανάμεσα σ' ένα χαρτονόμισμα και σ' ένα άλλο, ο πατέρας της Τσίπας τύλιξε τα χαρτονομίσματα των πέντε φιορινιών σε άσπρο χαρτί κι εκείνα των δέκα φιορινιών σε μπλε χαρτί. Ο Λέμελ πήρε επίσης ένα ασημένιο ρολόι, αλλά επειδή δεν καταλάβαινε τους αριθμούς, όταν ήθελε να μάθει τι ώρα είναι σταματούσε κάποιον περαστικό στο δρόμο και τον ρωτούσε "Τι ώρα είναι;" ενώ την ίδια στιγμή πρόσθετε "Δεν μπορώ να δω επειδή έχω χάσει τα γυαλιά μου". Αυτή ήταν η δικαιολογία που του είχε πει να χρησιμοποιεί η μητέρα του. 
   Όταν έφτασε η μέρα του γάμου, η Τσίπα άρχισε να κλαίει πικρά.
   Η μητέρα της τη ρώτησε: "Τσίπα, γιατί κλαις;"
   Κι η Τσίπα απάντησε: "Ντρέπομαι να παντρευτώ έναν ξένο".
  "Κι εγώ παντρεύτηκα έναν ξένο", είπε η μητέρα της. "Μετά το γάμο οι σύζυγοι έρχονται κοντά και δεν είναι πια ξένοι".
   Αλλά η Τσίπα δεν το 'βαζε κάτω. "Εσύ, μητέρα, παντρεύτηκες τον πατέρα, όμως εγώ πρέπει να παντρευτώ έναν άνθρωπο που μου είναι τελείως ξένος", είπε.
   Κι η μητέρα της απάντησε: "Τσίπα, είσαι θεόχαζη, αλλά κι ο γαμπρός είναι ένας χαζός σαν κι εσένα, και μαζί θα είστε, δόξα τω Θεώ, δυο χαρούμενοι χαζοί".
   Μετά από μεγάλες και επίπονες συζητήσεις, η Τσίπα δέχτηκε να παντρευτεί.
  Λίγες μέρες μετά το γάμο, ο πατέρας της Τσίπας είπε στον γαμπρό του: "Λέμελ, ο πατέρας σου είναι έμπορος, εγώ είμαι έμπορος, και θέλω να γίνεις κι εσύ έμπορος. Σου έχω δώσει προίκα. Χρησιμοποίησέ την για να κάνεις συναλλαγές".
   "Τι είναι έμπορος;" ρώτησε ο Λέμελ, κι ο πεθερός του τού απάντησε: "Έμπορος είναι κάποιος που αγοράζει φτηνά και πουλάει ακριβά. Μ' αυτόν τον τρόπο κάνει κέρδη. Πάρε την προίκα, πήγαινε στο Λιούμπλιν, κι αν βρεις κάποια ευκαιρία εκεί, αγόρασε το προϊόν όσο πιο φτηνά γίνεται, ύστερα γύρνα πίσω εδώ και πούλησέ το σε ψηλή τιμή".
   Ο Λέμελ έκανε όπως τον πρόσταξε ο πεθερός του. Η Τσίπα του έδωσε ένα κοτόπουλο τυλιγμένο σε λαχανόφυλλα, για να φάει αν πεινάσει στο δρόμο. Στο βαγόνι, ο Λέμελ πείνασε και θέλησε να φάει το κοτόπουλο, αλλά ήταν ωμό. Η μητέρα της Τσίπας της είχε πει να δώσει στο σύζυγό της ένα κοτόπουλο, αλλά μια που δεν είχε αναφέρει το μαγείρεμα, η Τσίπα έδωσε στο Λέμελ ένα ωμό κοτόπουλο.
   Ο Λέμελ σταμάτησε σ' ένα πανδοχείο. Πεινούσε πάρα πολύ. Τον ρώτησαν τι ήθελε να φάει κι είπε: "Δώστε μου ό,τι έχετε και θα φάω μέχρι να χορτάσω".
   Το 'πε και το 'κανε. Στην αρχή του έδωσαν ένα ποτήρι κρασί, μετά ένα ακόμα, στη συνέχεια για ορεκτικό πατσά με πόδια μοσχαριού. Ο Λέμελ το 'φαγε όλο μαζί με μπόλικο ψωμί και χράνα. Ύστερα του σερβίρισαν μια γαβάθα χυλοπίτες. Κατόπιν του σερβίρισαν μια πελώρια μερίδα κρέας με πλιγούρι, λάχανο, πατάτες και καρότα. Ο Λέμελ τα καταβρόχθισε όλα και ήταν ακόμη πεινασμένος. Ύστερα του σερβίρισαν κομπόστα δαμάσκηνα, μήλα, αχλάδια, και σταφίδες. Ο Λέμελ τα κατέβασε όλα, κι όμως δεν είχε χορτάσει την πείνα του ακόμα. Τέλος, του σερβίρισαν τσάι με αφράτο κέικ και μελόπιτα. Ο Λέμελ ήπιε το τσάι κι έφαγε το γλύκισμα, αλλά η πείνα κατά περίεργο τρόπο τον έτρωγε ακόμα. Ο πανδοχέας είπε: "Ελπίζω να χόρτασες".
   Αλλά ο Λέμελ απάντησε: "Όχι, πεινάω ακόμα".


 


   Ο πανδοχέας πήρε ένα κουλουράκι κι αμέσως ένιωσε χορτάτος. Είπε: "Τώρα είμαι εντάξει. Αν ήξερα ότι μπορείς να χορτάσεις μ' ένα κουλουράκι, δεν θα χρειαζόταν να παραγγείλω όλα αυτά τα πιάτα".
   Ο πανδοχέας αμέσως κατάλαβε ότι είχε να κάνει μ' έναν μπούφο. Καθώς ήταν απατεώνας, δεν άφησε την ευκαιρία να του ξεφύγει κι είπε: "Τώρα είναι πολύ αργά. Αλλά αν ξανάρθεις εδώ, θα σου δώσω αμέσως ένα παρόμοιο κουλουράκι και δεν θα χρειαστεί να παραγγείλεις άλλα πιάτα. Τώρα, σαν καλός άνθρωπος, πλήρωσε το φαγητό σου".
   Ο Λέμελ έβγαλε απ' το πορτοφόλι του τα χαρτονομίσματα, τα τυλιγμένα σε άσπρο, και τα άλλα, τα τυλιγμένα σε μπλε χαρτί, κι είπε: "Το ένα χρώμα περιέχει τα χαρτονομίσματα των πέντε φιορινιών και το άλλο των δέκα φιορινιών, μα δεν θυμάμαι ποια είναι που".
   Ο πανδοχέας ξετύλιξε τα περιτυλίγματα, και όπως θα έκανε κάθε απατεώνας, είπε στον Λέμελ ότι το χαρτονόμισμα των δέκα φιορινιών ήταν χαρτονόμισμα των πέντε φιορινιών. Έτσι έκλεψε το Λέμελ κάνοντας αυτή την αλλαγή.
   Στο Λιούμπλιν, ο Λέμελ πήγαινε από μαγαζί σε μαγαζί ψάχνοντας για κέρδη, αλλά κατά περίεργο τρόπο, δεν υπήρχαν πουθενά κέρδη. Ξαπλωμένος στο κρεβάτι, το βράδυ σκέφτηκε εκείνο το θαυματουργό κουλουράκι που σε χόρταινε αμέσως. "Αν ήξερα πώς να φτιάχνω τέτοια κουλουράκια, θα γινόμουν πλούσιος", μονολόγησε. "Στο Χελμ δεν υπάρχει πολύ φαγητό και οι άνθρωποι πεινάνε. Όλοι θα καλοδέχονταν τέτοια κουλουράκια".
   Ο ίδιος ένιωθε χορτάτος για σχεδόν είκοσι ώρες αφότου έφαγε το κουλουράκι. 
   Την επόμενη μέρα ο Λέμελ ξεκίνησε για το σπίτι του και σταμάτησε στο ίδιο πανδοχείο. Παρήγγειλε το θαυματουργό κουλουράκι, αλλά ο πανδοχέας είπε: "Μόλις πριν από λίγο έδωσα το τελευταίο σ' έναν πελάτη. Αλλά μπορώ να σου πουλήσω τη συνταγή. Πίστεψέ με, άμα ψήσεις τέτοια κουλούρια στο Χελν, θα τα πουλήσεις με μεγάλο κέρδος, και θα γίνεις πλούσιος σαν τον Ρότσιλντ".
   "Πόσο κοστίζει η συνταγή;"
   Ο πανδοχέας είπε μια ψηλή τιμή, αλλά ο Λέμελ σκέφτηκε ότι φτιάχνοντας τέτοια κουλουράκια θα έπαιρνε πίσω όλα τα χρήματα που θα έδινε τώρα με μεγάλο κέρδος. Έτσι, αγόρασε τη συνταγή. Καθώς ο πανδοχέας είχε δει ότι ο Λέμελ δεν μπορούσε να διαβάσει, να γράψει, ή ακόμα και να καταλάβει την αξία ενός νομίσματος, σκάρωσε την ακόλουθη συνταγή:
    
   "Παίρνετε ένα λίτρο γάλα πάπιας, πέντε λίβρες αλεσμένο αλεύρι από σίδερο, δυο λίβρες τυρί από χιόνι, μια λίβρα λίπος από τσακμακόπετρα, μισή λίβρα πούπουλα από ένα κόκκινο κοράκι, κι ένα τέταρτο της λίβρας χυμό από στυμμένο χαλκό. Ρίχνετε όλα τα υλικά σε μια κατσαρόλα φτιαγμένη από κερί και τα αφήνετε να ψηθούν για τρεις μέρες και τρεις νύχτες στη φωτιά ενός πατατόδεντρου. Μετά από τις τρεις μέρες, ζυμώνετε τη ζύμη απ' το μείγμα, κόβετε τα κουλουράκια μ' ένα μαχαίρι από βούτυρο, και τα ψήνετε σ' έναν φούρνο από πάγο, μέχρι να γίνουν κόκκινα, καφέ και κίτρινα. Τότε σκάβετε ένα λάκκο, ρίχνετε μέσα όλο αυτό το χάλι και στήνετε μια πινακίδα που να λέει:
                          "ΟΤΑΝ ΣΤΕΛΝΕΤΕ ΕΝΑΝ ΧΑΖΟ ΣΤΟ ΜΑΓΑΖΙ,
                            ΟΙ ΙΔΙΟΚΤΗΤΕΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΖΟΥΝ"
   
   Αφότου ο Λέμελ πλήρωσε για φαγητό και τη συνταγή, του απέμειναν ελάχιστα χρήματα για να γυρίσει σπίτι. Ήταν όμως ευχαριστημένος με τη συμφωνία που είχε κάνει.
   Όταν έφτασε στο σπίτι κι είπε στην Τσίπα για το θαυματουργό κουλουράκι, εκείνη άρχισε να χειροκροτάει και να χορεύει. Μα η χαρά δεν κράτησε πολύ. Όταν ο πεθερός του Λέμελ ήρθε κι αυτός στο σπίτι και διάβασε τη συνταγή, εξαγριώθηκε και ούρλιαξε: "Λέμελ, σ' εξαπάτησαν!"
   Η Τσίπα άρχισε να κλαίει αμέσως. Η μητέρα της έκλαψε κι αυτή μαζί της.
   Μετά από λίγη ώρα, ο Λέμελ είπε: "Όλα μου τα προβλήματα πηγάζουν από το γεγονός ότι δεν μπορώ να διαβάσω. Πρέπει να μάθω να διαβάζω, κι όσο πιο σύντομα γίνει αυτό, τόσο το καλύτερο".
   "Ναι, γιε μου", είπε ο πατέρας της Τσίπας, "ένας έμπορος πρέπει να είναι ικανός νά γράφει και να διαβάζει". 







Διάλειμμα α α α! Η συνέχεια αύριο !

Δεν υπάρχουν σχόλια: