Η κατά γενική ομολογία
σχετικά μικρή δυναμική του εγχειρήματος της Κεντροαριστεράς δεν εμπόδισε
το μιντιακό σύστημα να του αφιερώσει δυσανάλογα πολύ χώρο. Οι
σκοπιμότητες είναι προφανείς και κατανοητές.
Επί πλέον στις
σχετικές αναλύσεις η επιτυχία του εγχειρήματος προεξοφλείται από τον
«μεγάλο» (;) αριθμό όσων ψήφισαν για την εκλογή αρχηγού, χωρίς φυσικά να
αναρωτιέται κανείς αν αυτό ήταν αποτέλεσμα κινητοποίησης μηχανισμών ή
αυθεντικό ενδιαφέρον πολιτών. Πέρα όμως από αυτά, πολύ λίγος χώρος έχει
δοθεί στην ανάλυση του ιδεολογικοπολιτικού στίγματος και άρα της
προοπτικής του νέου φορέα ή ακόμη στην απλή αποσαφήνιση του περιεχομένου
της Κεντροαριστεράς.
Με
δεδομένο ότι η Κεντροαριστερά αποτελεί ένα πολιτικό και ιδεολογικό
υβρίδιο, το τελευταίο θα έπρεπε να είναι αυτονόητα αναμενόμενο. Η
Κεντροαριστερά δεν είναι μια άνευ περιεχομένου κίνηση, όπως ίσως λίγο
βιαστικά συμπεραίνουν ορισμένοι.
Η Κεντροαριστερά δεν αποτελεί
απλά μια κίνηση τακτικής, έναν ελιγμό είτε της μεταρρυθμιστικής
Αριστεράς να διεισδύσει σε γειτονικούς πολιτικούς χώρους και να
διευρύνει τη συναίνεσή της, είτε μερίδας παραδοσιακής Αριστεράς που
αναζητά να αναβαθμίσει τον ρόλο της στη δυναμική που ανοίγει το παιχνίδι
της διακυβέρνησης.
Πολιτικοί όροι, έννοιες, ακόμη και ιδέες
προσδιορίζονται, αποκτούν περιεχόμενο και παράγουν πρακτικές / ιστορικές
συνέπειες και εν τέλει διεκδικούν την προοπτική τους όχι εν κενώ αλλά
πάντα τόσο στο πλαίσιο της ιστορικής τους διαδρομής όσο και από τις
συνθήκες της συγκυρίας.
Η Κεντροαριστερά του 1960 και η μετεξέλιξή
της τις δύο πρώτες δεκαετίες της Μεταπολίτευσης, για παράδειγμα,
αποτελούσε ένα μοναδικό, και ίσως παγκόσμιας πρωτοτυπίας, πολιτικό
υβρίδιο.
Είχε προκύψει από την κοινή προσπάθεια του πολιτικά
φιλελεύθερου κινήματος του Κέντρου από τη μια και της Αριστεράς από την
άλλη για εφαρμογή των κανόνων του κράτους δικαίου στο καθεστωτικό
πλαίσιο, που καθορίζονταν τόσο από το ψυχροπολεμικό κλίμα όσο και από το
αποτέλεσμα του εμφυλίου πολέμου.
Η Κεντροαριστερά της δεκαετίας
του 1960 στόχευε στην εισαγωγή θεσμικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες και
την ομαλή «είσοδο των μαζών στην πολιτική» θα εξασφάλιζαν και στον
εκδημοκρατισμό της πολιτικής ζωής της χώρας θα συνέβαλλαν. Τα
αποτελέσματα αυτού του υβριδικού «κινήματος» ήταν αποκαλυπτικά και
διδακτικά.
Αφού και στην αμφισβήτηση του κομματικού συστήματος
οδήγησε, και την ανανέωση των μεθόδων πολιτικής κινητοποίησης σε μεγάλο
βαθμό επέτυχε και τέλος φυσικά την ομαλή, «ελεγχόμενη» και άνευ
«κινδύνων» διατήρηση του δεδομένου συσχετισμού κοινωνικών δυνάμεων
εξασφάλισε.
Ωστόσο, η ρητορική του εγχειρήματος της
Κεντροαριστεράς της δεκαετίας του 1960 και κυρίως οι πρακτικές της
πολιτικής της κινητοποίησης συνέβαλαν στη δημιουργία μιας διακριτής
αριστερόστροφης ριζοσπαστικής πολιτικής κουλτούρας, ιδιαίτερα μετά την
πτώση της δικτατορίας. Μιας κουλτούρας που τροφοδότησε τη δυναμική
αντι-δικτατορική αντίσταση και στη συνέχεια οδήγησε στη συγκρότηση της
μεταπολιτευτικής Αριστεράς.
Ετσι, η Κεντροαριστερά της
Μεταπολίτευσης ήταν σαφώς προσανατολισμένη προς τα αριστερά. Συνέβαλε
στην αναδόμηση του κομματικού συστήματος, τον εκδημοκρατισμό της
κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης και οδήγησε τις δυνάμεις αυτές
στην εξουσία (ΠΑΣΟΚ).
Οι αντινομίες, αντιφάσεις, υπερβολές της
διακυβέρνησης ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1980, η είσοδος νέων σημαντικών
παικτών στη δυναμική του πολιτικού συστήματος, η σύντομη παρουσία της
Νέας Δημοκρατίας και η αποτυχία της να προσαρμόσει με αποτελεσματικό
τρόπο τις κρατικές πολιτικές στην κατεύθυνση του επικρατούντος
νεοφιλελευθερισμού, επανέφερε στην εξουσία το ΠΑΣΟΚ μαζί με την
εκσυγχρονιστική ρητορική και στρατηγική η οποία και ανανέωσε το κάλεσμα
της Κεντροαριστεράς.
Ομως, η Κεντροαριστερά της δεκαετίας του 1990
και των πρώτων ετών του αιώνα μας δεν έχει καμιά σχέση με το
περιεχόμενο και την πολιτική του κεντροαριστερού εγχειρήματος των
δεκαετιών 1960-1980. Δεν είναι μόνο οι προφανείς τακτικές και
στρατηγικές διαφορές ή το εντελώς διαφορετικό διεθνές περιβάλλον ανάμεσα
στις δύο εποχές αλλά κυρίως το όλον του αστερισμού ζητημάτων, εννοιών
και οργανωτικών πρακτικών. Τέτοιες είναι οι διαφορές ανάμεσα στην
Κεντροαριστερά του 1960 και εκείνη του 1990-2000 που δεν θα ήταν
υπερβολή αν υποστηρίζαμε ότι μόνο κατ’ όνομα μοιάζουν.
Ο τρόπος
που ρητά, σιωπηρά ή συμβολικά κατανοούσε τη θέση της στον πολιτικό
ανταγωνισμό, οι κοινωνικές της αναφορές μέσα από τις οποίες στήριξε τη
στρατηγική του εκσυγχρονισμού, η αντίληψή της για τις διαιρετικές τομές
της περιόδου και τέλος η οργανωτική πρακτική που ακολουθήθηκε είναι
μερικά σημαντικά πεδία που επιβεβαιώνουν την παραπάνω παρατήρηση. Η
Κεντροαριστερά του εκσυγχρονισμού δεν διέφερε από την Κεντροαριστερά της
δεκαετίας του 1960 μόνο πολιτικά και ιδεολογικά. Σηματοδότησε και μια
σημαντική μετατόπιση προς τα δεξιά. Ετσι, σε αντίθεση με την τελευταία,
λειτούργησε ως παράγοντας και γέφυρα προς την ηγεμονική εμπέδωση του
νεοφιλελευθερισμού.
Το επίτευγμα αυτό ήταν το αποτέλεσμα μιας
σειράς από συστηματικές ασάφειες στη ρητορική και την πολιτική πρακτική
της Κεντροαριστεράς, που υλοποίησε το εκσυγχρονιστικό εγχείρημα της
περιόδου:
α) Μια ιδιάζουσα ασάφειά της είχε να κάνει με την άρνησή
της να δείξει ποια από τις δύο μεγάλες παραδόσεις της Αριστεράς
αποτελούν την αφετηρία της αριστερής της νομιμοποίησης. Οι πολλαπλών
καταβολών θεωρητικοί, που συνωστίζονταν στο ρεύμα αυτής της περιόδου,
δεν κουράστηκαν να μας «θυμίζουν» ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στις
ιστορικές παραδόσεις της Αριστεράς ξεπεράστηκαν αυτόματα μετά το 1989
και την κατάρρευση του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Μάλιστα, την ίδια περίοδο
η οργανική διανόηση της Κεντροαριστεράς, ενώ φαίνεται να εμπνέεται από
τεχνοκρατικές αναλύσεις νεοφιλελεύθερης θεμελίωσης, αποφεύγει προκλητικά
κάθε φωνή που αναφέρεται στην κριτική παράδοση μαρξιστικής ή άλλης
ριζοσπαστικής έμπνευσης.
β) Ασάφεια επικρατεί και με τις κοινωνικές αναφορές της Κεντροαριστεράς. Κοινωνικές αναφορές που κατασκευάζονται πολιτικά ως «μεσαίος χώρος». Ο χώρος δηλ. που αποτελείται από το τμήμα εκείνου των πολιτών που έδειχνε τάσεις αποστασιοποίησης από την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική κληρονομιά, που διαμόρφωσε το σύστημα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης της Μεταπολίτευσης. Οι στάσεις αυτές, υπογραμμίζονταν πολύ συχνά, «έκοβαν εγκάρσια» όλες τις κομματικές παραδόσεις. Κατά συνέπεια ο «μεσαίος χώρος», αν και ορισμένος αρνητικά και με πολιτικούς όρους, κατασκεύαζε μια κοινωνική αναφορά και οιονεί συμμαχία όπου κανείς μπορεί να «ανήκει» χωρίς όμως και να ταυτίζεται με αυτόν. Η ρητορική που παρακολουθούσε την πολιτική κατασκευή του κοινωνικού μεσαίου χώρου πρόβαλε την άνευ όρων και ορίων επιλογή του «ατομικού». Παράλληλα έδινε έμφαση σε πρωτοβουλίες της «κοινωνίας των πολιτών», οι οποίες σε αντιπαράθεση με τους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης (κόμματα, συνδικάτα, Τοπική Αυτοδιοίκηση) θεωρούνταν ικανές, με τη συνδρομή ειδικών, να επιλύουν τα προβλήματα της «καθημερινότητας» μακριά από κρατικούς θεσμούς. Με δεδομένη την ηγεμονία υποδείγματος και την αντίστοιχη συρρίκνωση της ιδεολογικής παρουσίας της Αριστεράς η μετατόπιση της προς τα δεξιά ήταν σχεδόν υποχρεωτική.
γ) Η παραπάνω ασάφεια συνέβαλε αποφασιστικά στην αυτονόμηση της πολιτικής από κοινωνικούς ανταγωνισμούς και διαιρετικές τομές. Μάλιστα, η πολιτική χωρίς αναφορά σε κοινωνικά υποκείμενα οδήγησε σε ασάφειες και αυθαίρετες πρακτικές και στην οργάνωση του κόμματος. Οι όποιες διαδικασίες λογοδοσίας παραγκωνίστηκαν και οι ουσιαστικές, συμμετοχικές, δημοκρατικές δυνατότητες των πολιτών έγιναν ανεπιθύμητες εξαιρέσεις. Ετσι, πέρα από τους δομικούς περιορισμούς του κράτους και των διεθνών δεσμεύσεων, η Κεντροαριστερά αυτής της περιόδου κατέφυγε σε πολιτικές τεχνοκρατικής έμπνευσης και εφαρμογής, γεγονός που μετέτρεπε τους πολίτες σε παθητικούς τηλεοπτικούς παρατηρητές.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στη λεγόμενη «καρτελοποίηση» του ηγεμονικού φορέα του χώρου (ΠΑΣΟΚ), ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε αποφασιστικά στην περιχαράκωση του πολιτικού ανταγωνισμού εντός του πλαισίου των δεδομένων πολιτικών του κράτους. Καθώς το κομματικό σύστημα αποτελείτο πλέον από «κόμματα του κράτους», κόμματα δηλ. που η νομιμοποιητική τους βάση είναι η ικανότητα εφαρμογής δεδομένων πολιτικών και όχι η ικανότητα αντιπροσώπευσης κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο, η στρατηγική της Ν.Δ. για «επανίδρυση του κράτους» ήταν απολύτως η λογική της συνέχεια.
β) Ασάφεια επικρατεί και με τις κοινωνικές αναφορές της Κεντροαριστεράς. Κοινωνικές αναφορές που κατασκευάζονται πολιτικά ως «μεσαίος χώρος». Ο χώρος δηλ. που αποτελείται από το τμήμα εκείνου των πολιτών που έδειχνε τάσεις αποστασιοποίησης από την πολιτική, ιδεολογική και οργανωτική κληρονομιά, που διαμόρφωσε το σύστημα κοινωνικής και πολιτικής εκπροσώπησης της Μεταπολίτευσης. Οι στάσεις αυτές, υπογραμμίζονταν πολύ συχνά, «έκοβαν εγκάρσια» όλες τις κομματικές παραδόσεις. Κατά συνέπεια ο «μεσαίος χώρος», αν και ορισμένος αρνητικά και με πολιτικούς όρους, κατασκεύαζε μια κοινωνική αναφορά και οιονεί συμμαχία όπου κανείς μπορεί να «ανήκει» χωρίς όμως και να ταυτίζεται με αυτόν. Η ρητορική που παρακολουθούσε την πολιτική κατασκευή του κοινωνικού μεσαίου χώρου πρόβαλε την άνευ όρων και ορίων επιλογή του «ατομικού». Παράλληλα έδινε έμφαση σε πρωτοβουλίες της «κοινωνίας των πολιτών», οι οποίες σε αντιπαράθεση με τους θεσμούς πολιτικής και κοινωνικής εκπροσώπησης (κόμματα, συνδικάτα, Τοπική Αυτοδιοίκηση) θεωρούνταν ικανές, με τη συνδρομή ειδικών, να επιλύουν τα προβλήματα της «καθημερινότητας» μακριά από κρατικούς θεσμούς. Με δεδομένη την ηγεμονία υποδείγματος και την αντίστοιχη συρρίκνωση της ιδεολογικής παρουσίας της Αριστεράς η μετατόπιση της προς τα δεξιά ήταν σχεδόν υποχρεωτική.
γ) Η παραπάνω ασάφεια συνέβαλε αποφασιστικά στην αυτονόμηση της πολιτικής από κοινωνικούς ανταγωνισμούς και διαιρετικές τομές. Μάλιστα, η πολιτική χωρίς αναφορά σε κοινωνικά υποκείμενα οδήγησε σε ασάφειες και αυθαίρετες πρακτικές και στην οργάνωση του κόμματος. Οι όποιες διαδικασίες λογοδοσίας παραγκωνίστηκαν και οι ουσιαστικές, συμμετοχικές, δημοκρατικές δυνατότητες των πολιτών έγιναν ανεπιθύμητες εξαιρέσεις. Ετσι, πέρα από τους δομικούς περιορισμούς του κράτους και των διεθνών δεσμεύσεων, η Κεντροαριστερά αυτής της περιόδου κατέφυγε σε πολιτικές τεχνοκρατικής έμπνευσης και εφαρμογής, γεγονός που μετέτρεπε τους πολίτες σε παθητικούς τηλεοπτικούς παρατηρητές.
Οι εξελίξεις αυτές οδήγησαν στη λεγόμενη «καρτελοποίηση» του ηγεμονικού φορέα του χώρου (ΠΑΣΟΚ), ο οποίος με τη σειρά του συνέβαλε αποφασιστικά στην περιχαράκωση του πολιτικού ανταγωνισμού εντός του πλαισίου των δεδομένων πολιτικών του κράτους. Καθώς το κομματικό σύστημα αποτελείτο πλέον από «κόμματα του κράτους», κόμματα δηλ. που η νομιμοποιητική τους βάση είναι η ικανότητα εφαρμογής δεδομένων πολιτικών και όχι η ικανότητα αντιπροσώπευσης κοινωνικών αιτημάτων στο πολιτικό επίπεδο, η στρατηγική της Ν.Δ. για «επανίδρυση του κράτους» ήταν απολύτως η λογική της συνέχεια.
Κατά συνέπεια, η τρίτη φάση της Κεντροαριστεράς, η
Κεντροαριστερά της κρίσης, είχε να διαχειριστεί ένα πλήρως
κρατικοποιημένο και υπό οργανωτική σύγχυση κόμμα. Μια και στο επίπεδο
των πολιτικών η πολιτική και ιδεολογική διαφοροποίηση δεν ήταν τόσο
εύκολη επιχειρήθηκε μια μόχλευση των διαδικασιών εκδημοκρατισμού και
συμμετοχής των πολιτών στις κομματικές διαδικασίες.
Οι
πρωτοβουλίες εισαγωγής νέου τρόπου ανάδειξης ηγεσίας, η χρήση του
διαδικτύου ως πανάκεια στο οργανωτικό πρόβλημα οδήγησαν στην εισαγωγή
νεωτερικών πρακτικών, που ωστόσο πέρα από τον αρχικό εντυπωσιασμό δεν
επέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Οταν το τσουνάμι της παγκόσμιας
κρίσης έφτασε στη χώρα μας και θρυμμάτισε τη βιτρίνα της «ισχυρής
Ελλάδας», η Κεντροαριστερά, έχοντας την κυβερνητική ευθύνη, δεν σκέφτηκε
καν να προτείνει ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο, κάτι που ιστορικά ανήκει
στη σοσιαλδημοκρατική παράδοση.
Ετσι, στράφηκαν στην «ευκολία» των
μνημονίων εξακολουθώντας να περιμένουν κοινωνική συναίνεση μέσα από τη
μιντιακή αποτελεσματικότητα και τις διαδικασίες ενοχοποίησης του «μαζί
τα φάγαμε». Επιλογή που οδήγησε σε πρωτόγνωρες και ανοίκειες
κυβερνητικές συμμαχίες. Συμμαχίες που η Κεντροαριστερά των δεκαετιών
1960-1980 δεν θα μπορούσε καν να φανταστεί, ενώ ακόμη και η
Κεντροαριστερά των «εκσυγχρονιστών» θα είχε δυσκολίες να
πραγματοποιήσει.
Τα τραγικά αποτελέσματα για τον πάλαι ποτέ
προοδευτικό και αριστερό χώρο είναι γνωστά: η διαλυτική συρρίκνωση.
Διαλυτική συρρίκνωση που δημιούργησε ένα νέο περιγραφικό όρο για την
παγκόσμια επιστημονική και δημοσιογραφική κοινότητα: «ΠΑΣΟΚοποίηση».
Μικρές
ή μεγαλύτερες διαφοροποιήσεις (Βενιζέλος), διασπάσεις (ΚΙΔΗΣΟ),
συνεργασίες (ΔΗΣΥ) ή ακόμη και πρωτοβουλίες νέων κομμάτων, που παρά την
αρχική άρνησή τους εντάσσονται έστω και όψιμα στο σημερινό εγχείρημα
(Ποτάμι) δεν έχουν καταφέρει, και κατά την άποψή μου μόνο δεν μπορεί, να
ανασυγκροτήσουν τον χώρο.
Η κοινωνική και η πολιτικοϊδεολογική
μετατόπιση της Κεντροαριστεράς του εκσυγχρονισμού προς τα δεξιά δεν
διέρρηξε μόνον τους δεσμούς με τα κοινωνικά εκείνα στρώματα που στήριξαν
την πορεία της, αλλά και ακύρωσε τον «αντι-δεξιό» της χαρακτήρα, ο
οποίος αποτελεί το γενετικό ιδεολογικό στίγμα της «κεντροαριστερής»
παράταξης.
Κατά συνέπεια δεν μπορεί να υπάρχει καμιά αμφιβολία ως
προς τον μελλοντικό προσανατολισμό του φορέα που θα προκύψει.
Προσανατολισμός που δεν μπορεί παρά να είναι αποκλειστικά στραμμένος
προς τη Ν.Δ. Η άρνηση της ψήφισης της απλής αναλογικής, καθώς και η
απόρριψη σχεδόν κάθε μεταρρυθμιστικής πρότασης που προέρχονταν από την
κυβερνητική πλειοψηφία, ακόμη και όταν αυτό αφορούσε ατομικά δικαιώματα
(ταυτότητα του φύλου), η φετιχοποίηση των «μεταρρυθμίσεων» χωρίς ποτέ να
απαντάται η κλασική για τη σοσιαλδημοκρατία ερώτηση «ποιος ωφελείται;».
Αλλά
και η δήλωση Ανδρουλάκη ότι η πρώτη του ενέργεια στη Σοσιαλιστική
Διεθνή θα είναι πρόταση ακύρωσης του status παρατηρητή του πρωθυπουργού
δεν νομίζω να αφήνουν κάποια αμφιβολία για τον παραπάνω ισχυρισμό.
Η
σύνδεση με τον κόσμο της εργασίας και η στήριξη πολιτικών κοινωνικού
κράτους, οι δημοκρατικές θεσμικές τομές και η επέκταση του κράτους
δικαίου, το αίτημα της ισότητας καθώς και η έμπρακτη ανοχή και στήριξη
ριζοσπαστικών πολιτιστικών πρωτοβουλιών, που αποτέλεσαν τα βασικά
στοιχεία ταυτότητας της σοσιαλδημοκρατικής οικογένειας στην οποία
διατείνεται ότι ανήκει και η σημερινή Κεντροαριστερά, μόνο ως ανάμνηση
μπορεί πλέον να της αποδοθούν.
Θα μπορούσε φυσικά κανείς να θέσει
και πιο δύσκολα ερωτήματα τόσο για τις δυνατότητες του εξανθρωπισμού του
καπιταλισμού στη σημερινή φάση; Ή τι μπορεί να σημαίνει το σύνθημα του
«μένουμε Ευρώπη», όταν διαπιστώνεται κάθε μέρα, όπως εύστοχα έχει
λεχθεί, ότι σε κάθε χώρα των 28 υπάρχει ένα ισχυρό «Brexit»; Ή αν
είμαστε κριτικοί στην υπάρχουσα κοινωνική οργάνωση ποια κατεύθυνση και
περιεχόμενο μπορεί να έχει η «άλλη», οραματική μας επιδίωξη;
Φυσικά,
για να είμαστε δίκαιοι, τέτοια ερωτήματα αφορούν και άλλες πολιτικές
δυνάμεις με σαφέστερο ριζοσπαστικό, αριστερό στίγμα και πρακτική. Και θα
πρέπει να απαντηθούν ώστε ο βολονταρισμός και η γενικολογία της
σημερινής Κεντροαριστεράς να μη συμβάλει στον ευτελισμό της πολιτικής
αντιπαράθεσης και στη διαμόρφωση ενός συστήματος «μετα-αλήθειας».
Ενός
συστήματος όπου αντί επιχειρημάτων και προτάσεων πολιτικών θα
κυριαρχείται από συναισθήματα, των οποίων η επιβεβαίωση και η
αναπαραγωγή θα γίνεται μέσα από εικονικά, φαντασιακά ή και εν μέρει
πραγματικά δίκτυα life style.
*Διδάσκει Πολιτική Κοινωνιολογία στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών
Πηγή: Εφημερίδα των Συντακτών
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου