Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

Από την "Ψυχολογία του Συριανού Συζύγου" του Εμμανουήλ Ροΐδη (εκδ. "ΝΕΦΕΛΗ", 1988)

...........................................................









Εμμανουήλ Ροΐδης (1836 - 1904)











Από την "Ψυχολογία του Συριανού Συζύγου" του Εμμανουήλ Ροΐδη (εκδ. "ΝΕΦΕΛΗ", 1988)

 



…Τους κλίνοντας να με θεωρήσωσιν εκ των ανωτέρω ως βλάκα, παρακαλώ να σκεφθώσι πόσον δύσκολος είναι η θέσις του μη δυναμένου ούτε ως εραστής να παρακαλέση, χωρίς να γίνη γελοίος, ούτε ως σύζυγος ν' απαιτήση, χωρίς να γίνη μισητός. Αμφότερα ταύτα τόσον πολύ εφοβούμην, ώστε αν συνέβαινέ ποτε να μ' ερωτήση η Χριστίνα διατί δεν τρώγω ή διατί δεν έχω διάθεσιν, απεκρινόμην συκοφαντών πότε το στομάχι, πότε την κεφαλήν μου, πότε τα δόντια και άλλοτε τα νεύρα, τον δε πραγματικόν μου πόνον επροσπάθουν ως έγκλημα να κρύψω. Κάλλιστα τω όντι εγνώριζα ότι όλα δύναται γυνή να συγχωρήση, και απιστίας, και ύβρεις, και ξύλον και παν άλλο, πλην ενός μόνου, το να την αγαπά τις περισσότερον παρ' όσον της αξίζει. Εις τον διαπράξαντα την ανοησίαν να ομολογήση εις γυναίκα πόσον εξ αιτίας της υποφέρει δεν απομένει άλλο να πράξη, παρά να χωρισθή αυτής αυθημερόν ή να υπάγη να πέση εις την θάλασσαν με πέτραν εις τον λαιμόν. 
   Δύο ημέρας μετά την οδυνηράν εκείνην αγρυπνίαν επιστρέψας εκ του γραφείου μου κατά τι ενωρίτερα του συνήθους είδα την Χριστίναν αλλάσσουσαν όψιν και σπεύδουσαν να κρύψη χαρτίον τι, το οποίον εκράτει, όπισθεν του καθρέπτου. Ο νους μου υπήγεν αμέσως εις τον Βιτούρην, και την υποψίαν μου ότι η επιστολή ήτο ιδική του μετέβαλεν εις βεβαιότητα η αυξάνουσα της γυναικός μου σύγχυσις και στενοχωρία. Ουδ' ήτο πλέον δυνατή εις την περίπτωσιν ταύτην η εφαρμογή του συστήματός μου να ανέχωμαι τα πάντα εν σιωπή εκ φόβου χειροτέρων, αφού πιθανώτατον ήτο ότι περιείχετο εις τον φάκελλον εκείνον η απόδειξις, ότι δεν έμεναν άλλα χειρότερα να φοβηθώ.
    Την επικειμένην έκρηξιν επρόλαβεν απότομον άνοιγμα της θύρας, διάχυσις ευωδίας μόσχου και ορμητική εισπήδησις εις την αίθουσαν της ζωηράς ημών δημαρχίνας, ερχομένης να δείξη εις την γυναίκα μου το νέον αυτής επανωφόριον με σειρήτια από πτερά λοφοφόρου. Η Χριστίνα ηναγκάσθη θέλουσα και μη θέλουσα να την δεξιωθή, ενώ εγώ, υποκρινόμενος ότι θέλω ν' αφήσω τας κυρίας να είπωσι τα ιδιαίτερά των, απεσυρόμην εις το γειτονικόν δωμάτιον, αφού έλαβα αναφανδόν τον φάκελλον από τον καθρέπτην. Αι χείρες μου έτρεμαν όταν τον ήνοιξα. Αντί όμως επιστολής του ρωμαντικού Καρόλου εύρον εντός αυτού τρεις λογαριασμούς των κυρίων Πούλου, Γιαννοπούλου και Γεραλοπούλου δια μεταξωτά, καπέλλα, βλόνδας, κορδέλλας και άλλα είδη, των οποίων ανήρχετο το άθροισμα εις δραχμάς δύο χιλιάδας επτακοσίας. Το ποσόν ήτο βεβαίως μεγάλον, αλλά πολύ μεγαλυτέρα αυτού η ανακούφισις την οποίαν ησθάνθην εκ της αποδείξεως, ότι άδικον είχα να νομίζωμαι συνάδελφος του Χαλδούπη. Η χαρά μου ήτο ως καταδίκου, του οποίου θα μετεβάλλετο ανελπίστως εις απλούν πρόστιμον η θανατική ποινή. Υπό το κράτος του αισθήματος τούτου, όταν μετά την αναχώρησιν της επισκέψεως προσήλθεν η Χριστίνα κάπως δειλή, μαγκωμένη και πιστεύουσα ότι είχε μεγάλην ανάγκην ν' απολογηθή και να μ' εξευμενίση, αντί πάσης άλλης παρατηρήσεως ή παραπόνου έτρεξα να την ασπασθώ ολοψύχως, λέγων προς αυτήν: «Μη σε μέλει». Η έκπληξίς της υπήρξε μεγάλη. Δύσκολον τω όντι ήτο να μαντεύση πώς συνέβη να θεωρήσω άξιον φιλοφρονήσεων και φιλημάτων το κατόρθωμά της, να σπαταλήση το εισόδημά μας μιας εξαμηνίας εις διάστημα ολίγων ημερών.
    Μετ' ολίγον υπήγε να ετοιμασθή δια τον εσπερινόν περίπατον. Αλλ' ο ουρανός εθόλωσεν απροσδοκήτως· έλαμψαν αστραπαί και ήρχισε να βρέχη ποταμηδόν. Εκαθήμην εις το παράθυρον της μικράς αιθούσης μας, παρατηρών τον κατακυλιόμενον από τα ύψη της Άνω Σύρου κίτρινον καταρράκτην παρασύροντα εις το βορβορώδες ρεύμα του φλοιούς πορτοκαλίων, συντρίμματα φιαλών, απόμαχα υποδήματα και πτώματα ορνίθων και ποντικών, όταν αίφνης αντικατέστησε το πανόραμα εκείνο βαθύ σκότος απλωθέν και επί των δύο μου οφθαλμών. Αιτία της εκλείψεως ήσαν αι χείρες της Χριστίνας, ήτις απελπισθείσα να εξέλθη είχεν επιστρέψει αθορύβως και βλέπουσά με αφηρημένον διεσκέδασε να με τυφλώση. Τούτο μου ενεθύμισε περασμένας καλάς ημέρας. Χάρις εις την θεόσταλτον εκείνην καταιγίδα ευρισκόμεθα τέλος πάντων ήσυχοι και μόνοι πρώτην φοράν μετά την επιστροφήν μας. Όταν ηυδόκησε ν' αποσύρη τας χείρας της, η έκφρασις του βλέμματός μου ήτο, ως φαίνεται, και πάλιν τόσο 'εύγλωττος', ώστε έβαψεν ελαφρόν ερύθημα την παρειάν της. Έπειτα εμειδίασεν, έστρεψε διαβαίνουσα προ της θύρας το κλείθρον, υπήγε να καθήση εις τον σοφάν και μ' ένευσε να υπάγω κοντά της. Κατ' εκείνην ακριβώς την στιγμήν, ενώ εβυθιζόμην εις πέλαγος ηδυπαθείας, εκορυφώνετο της καταιγίδος η μανία. Η βροχή είχε μεταβληθή εις κατακλυσμόν, ο άνεμος ανήρπαζε κεραμίδια και αντήχουν αλλεπάλληλοι αι βρονταί. Ήθελα δεν ήθελα μου επέκλωθεν η μοίρα μου να είμαι ρωμαντικός. Τους φλογερούς πόθους και τους νυκτερινούς μονολόγους διεδέχοντο μανδαλώματα της θύρας και εκτάσεις επί διβανίων υπό τους συριγμούς της ανεμοζάλης. Ματαία λοιπόν εφαίνετο η αντίστασίς μου κατά του πεπρωμένου και πολύ προτιμότερον να στέρξω τα πράγματα όπως ήσαν. Πρέπει δε και να ομολογήσω ότι είχεν ολιγοστεύσει κατά πολύ εις διάστημα μιας μόνης ώρας η αντιπάθειά μου κατά του ρωμαντισμού.
   Συγκρίνων τω όντι τας ησύχους καθημερινάς απολαύσεις της Κέας προς το ηδυπαθές ρίγος, το οποίον με κατέλαβεν όταν μετά δεκαήμερον εξορίαν μού ένευσε προ ολίγου η Χριστίνα να υπάγω κοντά της, κατήντησα εις το συμπέρασμα ότι το ποσόν μακαριότητος, το οποίον δύναταί τις να αισθανθή πλησίον γυναικός, είναι ακριβώς ανάλογον της ανησυχίας, της ζήλειας, των στερήσεων και των άλλων βασάνων όσα προηγήθησαν αυτού. Μόνος ο διελθών δια τοιούτου καθαρτηρίου λαμβάνει έπειτα το χάρισμα να εισδύση εις το αγιαστήριον της υπερτάτης ηδυπαθείας. Τας πύλας αυτού δεν δύναται να μας ανοίξη ούτε σεμνή παρθένος, ούτε φιλόστοργος σύζυγος, ούτε υπεραγαπώσα ημάς ερωμένη, αλλά μόνον γυνή φιλάρεσκος, ιδιότροπος και όχι καθ' ημέραν καλή…

Δεν υπάρχουν σχόλια: