..........................................................
Του '60 η Ομόνοια
Δεν ξέρω πώς ξεκίνησε η
συζήτηση για τη δεκαετία του '60, αλλά πολύ μου αρέσει. Ημουν τότε
παιδίσκη, καταλαβαίνετε. Στην Αθήνα, στο κέντρο, με πήγαινε βόλτα ο
μπαμπάς μου κάθε Χριστούγεννα, στο τοπίο που θαυμάζουμε τώρα μόνο από τη
φωτογραφία του Μπαλάφα. Ηταν όντως γεμάτη φώτα η Σταδίου και η Πατησίων
και η Αιόλου, η οποία δεν ήταν πεζόδρομος, αλλά πεζοδρομούνταν από τους
πάγκους που στήνονταν εκεί για τη χριστουγεννιάτικη αγορά.
Τα φώτα νικούσαν τρόπον τινά το κρύο, είτε με τη λιγοστή τους
θερμότητα είτε ζεσταίνοντας τις λαχτάρες και τις αισθήσεις μας. Νομίζαμε
ότι μπαίναμε στην καρδιά της πόλης, που δεν ήταν φιλική γενικά για ένα
παιδί, ούτε και τότε.
Εκείνες τις μέρες, όμως, σαν να γλύκαινε και να άνοιγε χαμογελαστή,
σαν να μας υποσχόταν ότι θα την είχαμε κάποτε δική μας, ότι θα ήταν ο
τόπος όπου θα κινούμασταν κι εμείς με άνεση και θα κατακτούσαμε τα
μυστικά και τους θησαυρούς της. Με τη διαφορά ότι τότε τα παιδιά
κυκλοφορούσαμε ακόμα, άρα κι οι γονείς μας θα πίστευαν ότι όσο κι αν
ήταν επικίνδυνη και χαοτική, άξιζε τουλάχιστον τον κόπο να τη δει
κανείς.
Δεν μπορώ να νοσταλγήσω εκείνα τα Χριστούγεννα, δεν αντέχω ούτε καν
να αναλογιστώ την προσδοκία. Δεν μας άρεσε η πολυκοσμία στα λεγόμενα
Χαυτεία τότε, πού να φανταστούμε την ερημιά που θα έφερνε η κάποιου
είδους γκρίνια. Ποιος γκρίνιαξε, ποιος κατηγόρησε τα χαμηλά καταναλωτικά
ένστικτα του λαουτζίκου, και είκοσι χρόνια μετά βρέθηκε ο εμπρηστής του
Μινιόν και του Κατράντζου και των άλλων θεωρούμενων μεγάλων μαγαζιών να
τιμωρήσει τις επιθυμίες και τις ψευδαισθήσεις;
Κι άλλα σαράντα κοντεύουν να περάσουν κι η περιοχή αντί να συνέλθει,
αντί να βρει κουράγιο να στολιστεί, όλο και χειρότερα μιζερεύει. Ποιος
θα το φανταζόταν τότε από τα παιδιά που χαζεύαμε την έστω φτηνή της
λάμψη, ότι ήταν τόσο εύθραυστη, η θεωρούμενη σκληρή Ομόνοια; Λες και
κάθε κουβέντα που είπαμε, κάθε κριτική, κάθε γκρίνια, κάθε εχθρική σκέψη
για τον δημόσιο χώρο, κάθε πίκρα και κάθε μυστική κατάρα, κάθε στιγμή
θυμού, πραγματώθηκε στους τοίχους και στα μαγαζιά της, ενώ δεν μπορεί να
πραγματωθεί η μετάνοιά μας, όση έχουμε, αν έχουμε.
Μόνο τσιγγανάκια και μεταναστόπουλα βλέπω πια στα μέρη αυτά, τα μαύρα
κι άραχλα, που τους γυρίσαμε την πλάτη. Να ξεγελιούνται, άραγε, λίγο
από τα εναπομείναντα φώτα, να επενδύουν κάποια επιθυμία εδώ, ανάμεσά
μας;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου