Πέμπτη 14 Δεκεμβρίου 2017

"Το Show είναι των Ελλήνων" - Από την εισαγωγή του βιβλίου/φωτ.άλμπουμ του Dmitri Kessel "Ελλάδα 1944" (εκδ. "Άμμος", 1997)

..............................................................


"Φωτογράφισε τους Έλληνες. Είναι δικό τους το σόου"*  

    (Ουίνστον Τσόρτσιλ, στην Αθήνα, Χριστούγεννα του 1944)







…Αποφάσισα να επιστρέψω στην Αθήνα. Στο δρόμο της επιστροφής σταματήσαμε στη Λαμία, στο αρχηγείο του ΕΛΑΣ. Η αγγλική αποστολή είχε πέσει με αλεξίπτωτα στην Ελλάδα πριν δυο χρόνια, είχε κι αυτή το αρχηγείο της εκεί. Επικεφαλής ήταν ο ταγματάρχης Σαμ Φόρσαλ. Οι Βρετανοί είχαν εκπαιδεύσει τους αντάρτες στις καταστροφές και το σαμποτάζ. Οι αξιωματικοί και οι στρατιώτες είχαν καταλύσει σ’ ένα μικρό σπίτι και με κάλεσαν να μείνω εκεί. Μαζί με τον ΕΛΑΣ βρισκόταν στη Λαμία και μια ρώσικη στρατιωτική αποστολή από 4 αξιωματικούς με επικεφαλής τον συνταγματάρχη Ποπώφ.

   Κάποιο απόγευμα οι Βρετανοί κάλεσαν τους Ρώσους για φαγητό. Ένας δεκανέας έκοψε μια μεγάλη ψητή γαλοπούλα και μοίρασε τα κομμάτια.  Μετά έκατσε να φάει μαζί μας. Καθόμουν δίπλα στον συνταγματάρχη Ποπώφ που μου είπε στα ρώσικα: «οι οικοδεσπότες προσπαθούν να μας εντυπωσιάσουν με τη δημοκρατική συμπεριφορά τους προς τις χαμηλότερες βαθμίδες. Είμαι βέβαιος πως όταν είναι μόνοι, ο δεκανέας τρώει στην κουζίνα». Του εξήγησα πως είχε άδικο. Γι’ αυτούς τους ανθρώπους που ζούσαν μαζί τόσο καιρό και μοιράζονταν τον κίνδυνο πίσω απ’ τις γραμμές των Γερμανών, οι βαθμοί είχαν χάσει τη σημασία τους. Δεν με πίστεψε.

   Στη Λαμία συνάντησα τον διοικητή των αντάρτικων δυνάμεων. Ήταν ο Άρης (θεός του πολέμου) Βελουχιώτης, ένας πολύ εύσωμος, εντυπωσιακός άντρας με μακριά πυκνή γενειάδα, φυσεκλίκια στο στήθος κι ένα ασημένιο στιλέτο στη ζώνη. Ο Βελουχιώτης είχε τη φήμη θαρραλέου πολεμιστή και αμείλικτου εκτελεστή, όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Ελλήνων συνεργατών τους καθώς και των πολιτικών του αντιπάλων.



   Την Κυριακή 3 Δεκεμβρίου βρισκόμουν στην Αθήνα, στην πλατεία Συντάγματος, μαζί μ’ έναν Αμερικανό ρεπόρτερ, τον Κόνι Πούλος. Είχε ξεκινήσει μια μεγάλη διαδήλωση. Οι οπαδοί του ΕΑΜ διαμαρτύρονταν για τον αφοπλισμό των δυνάμεων του ΕΛΑΣ. Η αστυνομία είχε διαταχθεί να σταματήσει τη διαδήλωση κι είχε σχηματίσει ένα κλοιό στο δρόμο. Την προηγούμενη μέρα η κυβέρνηση είχε δώσει την άδεια της αλλά αργά τη νύχτα η άδεια ανακλήθηκε. Οι αξιωματούχοι του ΕΑΜ δήλωσαν πως ήταν αδύνατον να ματαιώσουν τη διαδήλωση σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα κι αποφάσισαν να προχωρήσουν.

      Ένα τεράστιο πλήθος γέμιζε το δρόμο μπροστά στον αστυνομικό κλοιό. Ξαφνικά ακούστηκαν πυροβολισμοί κι ακολούθησε μια ριπή. Βρισκόμασταν με τον Κόνι έξω από τα Παλαιά Ανάκτορα, απέναντι από τον κλοιό της αστυνομίας. Όταν άρχισαν οι πυροβολισμοί εγκλωβιστήκαμε ανάμεσα στις πρώτες γραμμές των διαδηλωτών και τους αστυνομικούς. Καλυφθήκαμε πίσω από το τοιχαλάκι του δρόμου που οδηγεί στα ανάκτορα. Με τους πρώτους πυροβολισμούς οι διαδηλωτές έπεσαν κάτω, «Πυροβολούν άοπλους», είπε ο Κόνι. «Ναι», του απάντησα, «κοίτα αυτόν αριστερά». Σχεδόν 15 πόδια μακριά μας, ένας άντρας με το πρόσωπο γεμάτο αίματα προσπαθούσε να σηκωθεί από το έδαφος. Κρατούσε το στομάχι του κι αίματα ανάβλυζαν μέσα απ’ τα δάχτυλά του.

   Οι σποραδικοί πυροβολισμοί σταμάτησαν σε μερικά δευτερόλεπτα. Οι διαδηλωτές σηκώθηκαν κι άρχισαν να διαλύονται. Μερικά σώματα έμεναν ακίνητα στο δρόμο. Κάποιος ζητούσε βοήθεια. Όσοι τραυματίες μπορούσαν να περπατήσουν υποβαστάζονταν από τους συντρόφους τους. Μετά από μια μικρή διακοπή, η αστυνομία πυροβόλησε ξανά. Όταν φάνηκε πως οι πυροβολισμοί σταματούν οριστικά, μερικοί διαδηλωτές εμφανίστηκαν στην πλατεία Συντάγματος για να μαζέψουν τους νεκρούς και τους βαριά τραυματισμένους. Η αστυνομία πυροβόλησε και τους απώθησε.

   Συνολικά η αστυνομία σκότωσε 23 και τραυμάτισε 140, ανάμεσά τους και πολλές γυναίκες. Αυτό, όμως, δεν σταμάτησε τους διαδηλωτές που άρχισαν να κατευθύνονται προς τον αστυνομικό σταθμό απ’ όπου αναχαιτίστηκαν με νέα πυρά. Την ίδια στιγμή τα βρετανικά τεθωρακισμένα που είχαν σταθμεύσει κατά μήκος της Πανεπιστημίου κινήθηκαν κι εμφανίστηκαν στο δρόμο οι άντρες της βρετανικής στρατιωτικής αστυνομίας. Οι διαδηλωτές τους υποδέχτηκαν  με ανακούφιση κι έτρεξαν στη πλατεία Συντάγματος να τους αγκαλιάσουν και να τους φιλήσουν. Ένας Βρετανός αξιωματικός φώναξε στο διευθυντή της αστυνομίας Άγγελο Έβερτ που στεκόταν στον εξώστη του αστυνομικού αρχηγείου. «Σταματήστε αμέσως να πυροβολείτε». Ο Έβερτ απάντησε με αθωότητα: «Ποιος πυροβολεί;»

   Οι διαδηλωτές συγκεντρώθηκαν ξανά. Αυτή τη φορά κρατούσαν μια πελώρια αμερικάνικη σημαία και κατέβαιναν αργά το δρόμο φωνάζοντας ρυθμικά: «Ρούζβελτ, Ρούζβελτ». Δεν επιχείρησαν να επιτεθούν στον αστυνομικό σταθμό. Μετά από λίγο οι δρόμοι έμειναν έρημοι. Μερικοί άντρες και γυναίκες άφηναν πρόχειρους ξύλινους σταυρούς στα σημεία που είχε χυθεί  το αίμα των θυμάτων. Άλλες γυναίκες μάζευαν το αίμα σε χαρτοσακούλες και παλιές κονσέρβες. Την επόμενη μέρα, στην κηδεία των 23 θυμάτων, καταλάβαμε γιατί.



   Η νεκρώσιμη ακολουθία έγινε στη Μητρόπολη κι ένα μεγάλο πλήθος προσευχόταν στη μικρή πλατεία. Από εκεί, η νεκρική πομπή κατευθύνθηκε στο Σύνταγμα. Τα φέρετρα παρατάχτηκαν σε μια γραμμή, εκεί όπου τα θύματα των πυροβολισμών της Κυριακής είχαν πέσει. Όλοι γονάτισαν σε σιωπηλή προσευχή. Μερικοί κρατούσαν πανό γραμμένα με το αίμα των θυμάτων. Ένα που βρισκόταν στην κορυφή της πομπής, έγραφε: «Όταν ο λαός είναι αντιμέτωπος με τον κίνδυνο της τυραννίας πρέπει να διαλέξει ανάμεσα στις αλυσίδες και τα όπλα». Ήταν πιτσιλισμένο με αίμα.

   Στους δρόμους, χιλιάδες Αθηναίοι περίμεναν την πομπή να περάσει. Ένας καλοντυμένος κύριος στην είσοδο του νεκροταφείου μιλούσε αγγλικά σε μια ομάδα Αμερικανών και Βρετανών ανταποκριτών. «Είναι μια μέρα οδύνης για τους Έλληνες. Όλοι μας, αριστεροί και δεξιοί, πενθούμε. Θάβαμε τους νεκρούς μας συχνά τα τελευταία τέσσερα χρόνια… πολύ συχνά. Ήταν θύματα των γερμανικών αντιποίνων, θύματα της πείνας. Ο λαός μας πέθαινε, αλλά η ελπίδα της απελευθέρωσης και μιας πιο φωτεινής μέρας ήταν ζωντανή. Μετά ήρθατε εσείς, οι σύμμαχοι. Οι Γερμανοί είχαν φύγει και πανηγυρίσαμε. Πιστέψαμε πως τα χρόνια του πένθους πέρασαν και πως οι μέρες της χαράς και του γέλιου γύρισαν ξανά. Όμως», συνέχισε δείχνοντας τα φέρετρα που περνούσαν, «σήμερα θρηνούμε άλλη μια φορά. Από τον τρόπο που μιλάω μπορεί να πιστέψετε πως είμαι κομμουνιστής. Δεν είμαι, ούτε καν σοσιαλιστής. Ανήκω σ’ αυτό που ονομάζεται ανώτερη αστική τάξη. Είμαι επιχειρηματίας. Πάνω απ’ όλα, όμως, είμαι Έλληνας και δεν αντέχω πια να βλέπω Έλληνες να σκοτώνονται. Είχαμε πάντα διαφορές μεταξύ μας, είχαμε όμως και τον τρόπο να τις λύνουμε». Από τους λόφους κοντά στην Ακρόπολη και από την κατεύθυνση του Πειραιά ακούγονταν σποραδικοί πυροβολισμοί και ριπές αυτομάτων. Ο ΕΛΑΣ έλυνε τους λογαριασμούς του με τη νεοφασιστική φιλομοναρχική ομάδα Χ και είχε επιτεθεί στον αστυνομικό σταθμό του Πειραιά. Ο εμφύλιος πόλεμος είχε αρχίσει.

   Ολόκληρη τη νύχτα της Δευτέρας και την ημέρα της Τρίτης ακούγαμε πυροβολισμούς και ριπές. Την Τετάρτη οι βρετανικές δυνάμεις ανέλαβαν δράση. Βρετανοί αλεξιπτωτιστές κατέλαβαν τα κεντρικά γραφεία του κομμουνιστικού κόμματος. Εκείνο το πρωί οι δρόμοι της Αθήνας ήταν έρημοι κι ένα γκριζογάλανο πέπλο καπνού απλωνόταν σ’ όλη την πόλη. Οι εκρήξεις των οβίδων και των όλμων ενώνονταν με τους ήχους των ντουφεκιών και των αυτομάτων. Τα πυρά ήταν πυκνά. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο του ΕΛΑΣ. Το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας έγινε το κέντρο απ’ όπου ο στρατηγός Ρόναλντ Σκόμπι, διοικητής των βρετανικών δυνάμεων, διηύθυνε τις επιχειρήσεις. Πολλά μέλη της ελληνικής κυβέρνησης, μερικοί με τις οικογένειές τους, έμεναν στο ξενοδοχείο. Η «πρώτη γραμμή» ήταν λίγα τετράγωνα πιο κάτω , στην πλατεία Ομονοίας. Από την άλλη πλευρά της πόλης, η περιοχή που ελεγχόταν από τους Βρετανούς και τους δεξιούς Έλληνες τέλειωνε στην Ακρόπολη.

   Ο αρχηγός της αμερικάνικης στρατιωτικής αποστολής στρατηγός Πέρσι Σάντλερ είχε ειδοποιήσει όλους τους Αμερικανούς ανταποκριτές να φορούν μικρές αμερικανικές σημαίες στις επωμίδες για να τους αναγνωρίζουν οι ελεύθεροι σκοπευτές. Ήταν σημάδι πως δεν μετείχαμε στις επιχειρήσεις. Οι Βρετανοί συνάδελφοι ενοχλήθηκαν γιατί έτσι μπορούσαμε να διασχίζουμε τις γραμμές με μικρό μόνο κίνδυνο να πυροβοληθούμε στη «νεκρή ζώνη».

   Οι αντάρτες του ΕΛΑΣ μας δέχονταν με ικανοποίηση, απαντούσαν στις ερωτήσεις μας και μας επέτρεπαν να φωτογραφίζουμε. Φυσικά, οι Βρετανοί ανταποκριτές δεν γίνονταν δεκτοί. Οι Έλληνες φιλομοναρχικοί κατηγόρησαν τους Αμερικανούς ότι μεροληπτούσαν υπέρ των κομμουνιστών. Δεν ήταν αλήθεια. Δεν μπορούσαμε, όμως, να βλέπουμε αδιάφοροι το δράμα του ελληνικού λαού που μόλις είχε σταματήσει να υποφέρει από τη γερμανική κατοχή. Ήταν πολλοί οι αθώοι Έλληνες, γυναίκες και παιδιά ανάμεσά τους, που πέθαιναν.

   Οι κάτοικοι του κέντρου, περικυκλωμένοι από τον ΕΛΑΣ κι αποκομμένοι από την ύπαιθρο που τους προμήθευε τρόφιμα, άρχισαν πάλι να αισθάνονται την πείνα. Οι Βρετανοί έστησαν υπαίθρια μαγειρεία στο κέντρο της πόλης. Κοντά στη Μεγάλη Βρετανία υπήρχε κι ένα εστιατόριο, ο Βασίλης. Εκεί σύχναζαν οι ξένοι ανταποκριτές. Μια μέρα, καθώς έμπαινα να χαιρετήσω τον ιδιοκτήτη, είδα τις καρέκλες αναποδογυρισμένες πάνω στα τραπέζια. Ο Βασίλης καθόταν μόνος κι ολοκλήρωνε το λιτό του γεύμα. Πάνω στο τραπέζι έκανε βόλτες ένα μεγάλο κοτόπουλο και τσιμπολογούσε τα ψίχουλα. «Βλέπεις;» μου είπε δείχνοντας το κοτόπουλο. «Είναι ακόμα ζωντανό. Θα ‘θελα να το φάω αλλά δεν δουλεύει η κουζίνα και δεν έχω νερό για να το μαγειρέψω». Το ηλεκτρικό δίκτυο και η παροχή νερού είχαν κοπεί με την έναρξη των μαχών.

   Στη Μεγάλη Βρετανία φωτιζόμασταν με κεριά ώσπου οι Βρετανοί εγκατέστησαν γεννήτριες. Νερό παίρναμε με δελτίο. Σε μια αίθουσα, ο βρετανικός στρατός οργάνωνε συσσίτιο για τους ενοίκους του ξενοδοχείου, τους πολεμικούς ανταποκριτές και τα μέλη της ελληνικής κυβέρνησης. Υπήρχε και μια λέσχη αξιωματικών με καλές προμήθειες που την ονομάζαμε “Fortress Bar”. Οι αξιωματικοί της ρώσικης αποστολής έτρωγαν κι αυτοί στο συσσίτιο της Μεγάλης Βρετανίας. Συνήθως επέστρεφαν στη ρώσικη πρεσβεία μετά το φαγητό, αλλά αν οι πυροβολισμοί έξω ήταν πυκνοί, μοιράζονταν διάφορα δωμάτια και διανυκτέρευαν.



   Ένα απόγευμα, την ώρα που πίναμε με μερικούς ανταποκριτές στο μπαρ του ξενοδοχείου, ένας βρετανός αλεξιπτωτιστής που καθόταν μαζί μας είπε: «Θα ‘θελε κανείς από σας να πάει στην Ακρόπολη; Στέλνουμε προμήθειες απόψε και υπάρχει χώρος για δύο άτομα». Γνωρίζαμε ότι οι αλεξιπτωτιστές είχαν καταλάβει την Ακρόπολη στις 6 Δεκεμβρίου για να μην πέσει στα χέρια του ΕΛΑΣ. Η θέση της, που δέσποζε στην πόλη, ήταν ιδανική για τους πολεμιστές του ΕΛΑΣ που θα μπορούσαν από εκεί να πυροβολούν ανενόχλητοι προς κάθε κατεύθυνση. Οι Βρετανοί δεν θα τολμούσαν να χρησιμοποιούσαν πυροβολικό και όλμους για να μην κάνουν ζημιά στο μνημείο και να προκαλέσουν τη διεθνή κατακραυγή.

   Εκείνη τη στιγμή όλοι σώπασαν. Εγώ, που ήμουν ήδη αρκετά πιωμένος, σήκωσα το χέρι και ζήτησα να πάω. «Καλά», απάντησε ο Βρετανός. «Σε μια ώρα να είσαι έτοιμος. Θα περάσουμε να σε πάρουμε». Ένας ανταποκριτής μού είπε: «Πρέπει να είσαι τρελός. Αυτός σημαίνει δύο διαδρομές μέσα στην περιοχή του ΕΛΑΣ. Και δεν θα βρεις τίποτα ενδιαφέρον εκεί πάνω». Ίσως να έχει δίκιο, σκέφτηκα, αλλά δεν πρόφταινα ν’ αλλάξω γνώμη. Πήγα στο δωμάτιό μου, συγκέντρωσα λίγα πράγματα σ’ ένα σακίδιο, πήρα τις μηχανές μου και γύρισα στο μπαρ.

   Το δικό μας τζιπ ήταν το δεύτερο σε μια αλυσίδα έξι αυτοκινήτων. Διασχίσαμε μεσ’ στο σκοτάδι τους άδειους δρόμους τρέχοντας με μεγάλη ταχύτητα και σε λίγα λεπτά είχαμε φτάσει στους πρόποδες της Ακρόπολής. Ο οδηγός αναβόσβησε τα φώτα για να δει αν το προπορευόμενο τζιπ είχε σταματήσει. Αμέσως δεχτήκαμε πυρά αυτομάτου όπλου από τις θέσεις του ΕΛΑΣ στο λόφο του Φιλοπάππου. Οι αλεξιπτωτιστές απάντησαν με αυτόματα και όλμους. Τότε, τρέξαμε προς τα μαρμάρινα σκαλοπάτια.

   Οι αλεξιπτωτιστές είχαν καταλύσει μέσα στο Μουσείο. Όπλα, κυάλια και μπερέδες κρεμόντουσαν από τ’ αγάλματα. Οι άντρες, ξαπλωμένοι στο πάτωμα, έγραφαν γράμματα και διάβαζαν στο φως των κεριών. Την επόμενη μέρα τους φωτογράφισα «σε ώρα εργασίας». Η είσοδος της Ακρόπολης ήταν φραγμένη με χοντρά ξύλα κι αμμόσακους. Οι αλεξιπτωτιστές, οπλισμένοι με αυτόματα, είχαν πάρει θέσεις πίσω από πεσμένες κολώνες και μέσα στον Παρθενώνα, όπου υπήρχε σταθμός επικοινωνίας. Φωτογράφισα ένα νεαρό αλεξιπτωτιστή την ώρα που έστηνε έναν ασύρματο στον Παρθενώνα και γύρισα στο Μουσείο να πάρω κι άλλο φιλμ. Καθώς όπλιζα τη μηχανή μου άκουσα δυνατές εκρήξεις. Όταν βγήκα έξω είδα τους τραυματιοφορείς να μεταφέρουν ένα στρατιώτη. Ήταν ο ασυρματιστής. Πληγώθηκε από ένα βλήμα που έσκασε στον Παρθενώνα λίγα μόλις λεπτά αφού είχα βγει.

   Την ίδια νύχτα μια εφοδιοπομπή με γύρισε πίσω στη Μεγάλη Βρετανία. Καθώς μπαίναμε στο αυτοκίνητο οι αλεξιπτωτιστές άνοιξαν πυρ για να μας καλύψουν.



   Οι Αμερικανοί ανταποκριτές στην Αθήνα είμασταν καλεσμένοι για το παραδοσιακό Χριστουγεννιάτικο δείπνο από τους αξιωματικούς της αμερικάνικης αεροπορικής διοίκησης. Το αρχηγείο τους βρισκόταν στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ κοντά στην Ομόνοια, μια περιοχή ελεγχόμενη από τον ΕΛΑΣ. Στην επιστροφή, ανεβήκαμε στη σκεπασμένη με καραβόπανο καρότσα ενός στρατιωτικού φορτηγού. Ξαφνικά, κάποιοι έκαναν σήμα στον οδηγό και πριν προφτάσει να σταματήσει ακούστηκαν πυροβολισμοί. Όλοι πέσαμε στο πάτωμα. Το καραβόπανο τραβήχτηκε απότομα και μας έλουσε ένα δυνατό φως. Μας διέταξαν να βγούμε έξω. Εκνευρισμένοι Έλληνες αστυνομικοί και δύο Βρετανοί της στρατιωτικής αστυνομίας έλεγξαν τα χαρτιά μας. Ένας Έλληνας μας ρώτησε, μάλλον άγρια, τι γυρεύαμε στην περιοχή του ΕΛΑΣ. Ένας ανταποκριτής του είπε να μην ανακατεύεται σε πράγματα που δεν τον αφορούν. Οι άνθρωποι του τύπου είχαμε δικαίωμα να κυκλοφορούμε όπου θέλαμε. Ο Έλληνας αξιωματικός έγινε έξω φρενών, δεν μπορούσε όμως να κάνει τίποτα. Ο Βρετανός αξιωματικός, που ήταν κι αυτός θυμωμένος, μαλάκωσε και χαμογέλασε όταν του ευχηθήκαμε «Καλά Χριστούγεννα».

   Το επόμενο πρωί παρατήρησα μεγάλη κίνηση έξω από τη Μεγάλη Βρετανία. Μηχανικοί του στρατού κι εργάτες τραβούσαν από τους υπονόμους μεγάλους σάκους γεμάτους δυναμίτη και τους στοίβαζαν στο πεζοδρόμιο. Ο ΕΛΑΣ σχεδίαζε ν’ ανατινάξει το ξενοδοχείο – τον στρατηγό Σκόμπι και την ελληνική κυβέρνηση μαζί του. Οι Βρετανοί και οι Έλληνες ένοικοι μας θεώρησαν ύποπτους. Πώς έγινε κι όλοι οι Αμερικανοί ανταποκριτές λείπαμε από το ξενοδοχείο ακριβώς το βράδυ που θ’ ανατιναζόταν;



   Την ίδια μέρα έφτασε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός Ουίνστον Τσώρτσιλ. Ήθελε να μαζέψει τους Έλληνες και των δύο πλευρών, αριστερούς και δεξιούς, γύρω από ένα τραπέζι. Αυτός θα ήταν ο διαιτητής και θα προσπαθούσε να δώσει ένα τέλος στον εμφύλιο πόλεμο.

   Η διάθεση του Τσώρτσιλ δεν ήταν καλή. Δεχόταν επιθέσεις στην πατρίδα του και στις ΗΠΑ για το ρόλο της Βρετανίας στον ελληνικό πόλεμο.

   Ανέβηκε σ’ ένα θωρακισμένο αυτοκίνητο και οδηγήθηκε στη βρετανική πρεσβεία. Ο ακόλουθος τύπου δεν ενημέρωσε τους δημοσιογράφους, είπε μόνο πως αργότερα θα δινόταν συνέντευξη τύπου. Μετά, με πήρε κατά μέρος και με ρώτησε αν μου έμεναν λάμπες για φλας. Απάντησα καταφατικά. «Καλά», μου είπε. «Θα έρθω να σε πάρω σε λίγο». Μου ζήτησε να μην πω τίποτα σε κανέναν. Όταν ξαναγύρισε με οδήγησε στο Υπουργείο Εξωτερικών. Φτάνοντας εκεί κατάλαβα γιατί με είχαν καλέσει. Θα γινόταν η συνάντηση της ελληνικής κυβέρνησης και του ΕΛΑΣ υπό την εποπτεία του Τσώρτσιλ και δεν υπήρχε ηλεκτρικό. Πάνω σ’ ένα τεράστιο τραπέζι είχαν τοποθετηθεί δώδεκα λάμπες θυέλλης που φώτιζαν το χώρο. Ο στρατιωτικός φωτογράφος δεν είχε λάμπες για φλας. Εγώ, όμως, είχα και τις μοιράστηκα μαζί του.

   Οι σύνεδροι μπήκαν στο δωμάτιο. Στη μια πλευρά κάθισε ο Τσώρτσιλ, ο Άντονι Ήντεν, ο σερ Χάρολντ Αλεξάντερ (διοικητής των συμμαχικών δυνάμεων στη Μεσόγειο), ο Αρχιεπίσκοπος Δαμασκηνός, ο συνταγματάρχης Ποπώφ και ο Αμερικανός πρέσβης Λίκολν Μα Βω. Απέναντί τους κάθισαν μέλη της ελληνικής κυβέρνησης με τον Παπανδρέου επικεφαλής. Οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ δεν είχαν έρθει. Τράβηξα μια φωτογραφία με φλας κι έδωσα δύο λάμπες που απέμεναν στον Βρετανό στρατιωτικό φωτογράφο. Συνέχισα, όμως, να φωτογραφίζω χρησιμοποιώντας το δραματικό φωτισμό του δωματίου.

   Φωτογράφιζα από την ελληνική πλευρά του τραπεζιού σημαδεύοντας με το φακό τον Τσώρτσιλ. Μετά από μερικές λήψεις βρυχήθηκε: «φωτογράφισε τους Έλληνες. Είναι δικό τους το σόου». Πήγα από την άλλη μεριά και τράβηξα μερικές φωτογραφίες. Μετά ξαναγύρισα στη θέση μου και συνέχισα να φωτογραφίζω τον Τσώρτσιλ. Είχα ακουμπήσει τους αγκώνες μου στους ώμους ενός Έλληνα που του είχα ζητήσει να μένει ακίνητος όσο φωτογράφιζα. Ο Τσώρτσιλ, έδειξε τους Έλληνες και φώναξε: «φωτογράφισέ τους!» Με πλησίασε απότομα ένας γεροδεμένος Καναδός συνταγματάρχης. «Τον άκουσες», ψιθύρισε. «Φωτογράφισε τους Έλληνες». Τράβηξα μερικές ακόμη φωτογραφίες κι έφυγα. Οι αντιπρόσωποι του ΕΛΑΣ δεν είχαν φτάσει ακόμη. Αργότερα, έμαθα πως παρά την εγγύηση που είχε δώσει ο στρατηγός Σκόμπι για ασφαλή διέλευση, η αντιπροσωπεία του ΕΛΑΣ αντιμετώπισε προβλήματα και καθυστέρησε να περάσει τις γραμμές. Μερικές μέρες αργότερα ο στρατηγός Σκόμπι και οι εκπρόσωποι του ΕΛΑΣ υπόγραψαν ανακωχή. Η κατάπαυση του πυρός έγινε στις 15 Ιανουαρίου.



   Η Αθήνα ήταν μια άτυχη πόλη. Πέρασε άθικτη τη γερμανική κατοχή, αλλά στον εμφύλιο δέχτηκε χτυπήματα από βόμβες πυροβολικού και ρουκέτες. Πολλά κτίρια είχαν σωριαστεί σε ερείπια. Οι Αθηναίοι ξεχύθηκαν σαν χαμένοι στους δρόμους. Άλλοι έψαχναν για τρόφιμα κι άλλοι αναζητούσαν τους συγγενείς τους που είχαν χαθεί στη διάρκεια των μαχών. Στα περίχωρα, είχαν τοποθετηθεί σε μακριές σειρές πτώματα σχεδόν σε αποσύνθεση. Όσοι Αθηναίοι αναζητούσαν χαμένους συγγενείς, περπατούσαν ανάμεσά τους κλείνοντας τις μύτες τους με μαντήλια. Μέρες πολλές αφότου άφησα την πόλη είχα μαζί μου αυτή τη μυρωδιά θανάτου.


                                                                                 Dmitri Kessel

(από τον πρόλογό του στην φωτογραφική συλλογή του «Ελλάδα 1944», εκδόσεις «Άμμος», 1997)

                                              



*Σημείωση: Μου αρέσει περισσότερο η φράση "Το show είναι των Ελλήνων", όπως τη διέσωσε ο Μένης Κουμανταρέας στο ομώνυμο βιβλίο του. Γνωρίζω ότι ανταποκρίνεται περισσότερο και στην πραγματικότητα, καθώς, όπως μού την εκμυστηρεύθηκε ο ίδιος ο Μ.Κουμανταρέας το 2014, έτσι την βρήκε στα πρακτικά εκείνης της ιστορικής συνάντησης τα Χριστούγεννα του 1944 στα υπόγεια του Υπουργείου των Εξωτερικών. 
   Το βιβλίο του Μ.Κουμανταρέα περιέχει τρεις ιστορίες που αναφέρονται σε αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα. Στο ταξίδι του Καβάφη στην Αθήνα το 1936 και στην συναυλία με μελοποιημένα από τον Δημήτρη Μητρόπουλο ποιήματα του μεγάλου Αλεξανδρινού, στην επίδοση του πολεμικού τελεσιγράφου από τον ιταλό πρέσβη στον Ιωάννη Μεταξά στις 28 Οκτώβρη του 1940 και στην ιστορική σύσκεψη υπό τον Τσώρτσιλ στο ελληνικό υπουργείο των Εξωτερικών ενώ μαίνονταν στην πρωτεύουσα τα "Δεκεμβριανά". 
   Η ιδέα στην τρίτη αυτή νουβέλα είναι απλή. Ο γραμματέας και πρακτικογράφος εκείνης της σύσκεψης καλείται, συνταξιούχος πια, από το υπουργείο να παραδώσει το αρχείο του υπουργείου σ' έναν νέο πληροφορικάριο που θα το ψηφιοποιήσει σύμφωνα με τις ανάγκες της νέας εποχής. Τον ξεναγεί λοιπόν στα άδυτα του υπουργείου και φτάνοντας στο υπόγειο της ιστορικής σύσκεψης, που καθόρισε - αμετάκλητα; - το μεταπολεμικό σκηνικό στη χώρα μας, του αναπαριστά όλη εκείνη τη σύσκεψη παίζοντας, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του - με ελλιπέστατες ιστορικές γνώσεις - νέου, τους ρόλους όλων των συμμετεχόντων, Ελλήνων και ξένων. Φυσικά και τον ρόλο του Dmitri Kessel που ήταν ο φωτογράφος της σύσκεψης. Όταν θα τελειώσει η "αναπαράσταση", το βλέμμα του νέου προς την σύγχρονη Αθήνα θα έχει αλλάξει. Τώρα πια θα ξέρει...
Σημείωση 2η: Το 2014 (στα 70χρονα από την έναρξη του εμφυλίου) συνάντησα τον Μ.Κουμανταρέα και του ζήτησα την άδεια να κάνω παράσταση τη νουβέλα του. Μετά τη γνωριμία μας και μετά από συζητήσεις 2-3 ημερών μού την  εμπιστεύθηκε. Την είχε ήδη προτείνει στο Εθνικό Θέατρο, επί διευθύνσεως του Νίκου Κούρκουλου, αλλά δεν είχε ενταχθεί στον προγραμματισμό της πρώτης κρατικής μας σκηνής. Τελικά, ούτε κι εγώ κατάφερα να ανεβάσω τη νουβέλα στο "Ιδιόμελο" για λόγους υγείας που μου προέκυψαν ξαφνικά τότε. Ίδωμεν εις το μέλλον...

Δεν υπάρχουν σχόλια: