Δευτέρα 4 Δεκεμβρίου 2017

"Αλλο είναι το πρόβλημα" έγραψε ο Γιώργος Γιαννουλόπουλος ("Εφημερίδα των Συντακτών", 03.12.2017)

...............................................................

Αλλο είναι το πρόβλημα


Τώρα που κόπασε ο καβγάς για την άδεια που πήρε ο Δημήτρης Κουφοντίνας, όχι γιατί κάπου καταλήξαμε αλλά επειδή η βραχύβια προσοχή μας βρήκε άλλα να ασχοληθεί, θα άξιζε ίσως τον κόπο να ξαναδούμε το πρόβλημα, πιο ψύχραιμα αυτή τη φορά.
Εχω την εντύπωση ότι αμφότερες οι πλευρές κάποιο δίκιο το είχαν. Βάζοντας κατά μέρος αυτούς που έχασαν τους δικούς τους ανθρώπους από τον «φαρμακοχέρη» Κουφοντίνα και των οποίων η αντίδραση δεν κρίνεται, η επίκληση του νόμου από όσους δικαιολόγησαν την άδεια εξόδου είναι επιχείρημα ακαταμάχητο· το δε γεγονός ότι ο φονιάς της «17 Νοέμβρη» αρνείται να αποκηρύξει τις δολοφονικές πεποιθήσεις του δεν σημαίνει τίποτα, εφόσον η μεταμέλεια δεν αποτελεί κριτήριο για τη χορήγηση άδειας.
Σχετικά με τον νόμο Παρακευόπουλου τώρα, παρά τις όποιες επιφυλάξεις, είναι μια προσπάθεια να αντιμετωπισθούν προβλήματα που όντως ταλανίζουν το σωφρονιστικό σύστημα.
Στην αντίπερα όχθη, η μείωση του χρονικού ορίου για την υποβολή αίτησης έγινε από τη σημερινή κυβέρνηση και η άποψη ότι η τελική απόφαση πρέπει να λαμβάνεται από τον υπουργό Δικαιοσύνης, που θα επωμίζεται την πολιτική ευθύνη, έχει μια λογική. Κοντολογίς, θεωρώ αμφότερες τις αναγνώσεις συζητήσιμες. Τέλειες λύσεις δεν υπάρχουν. Μόνο καλύτερες ή χειρότερες.
Θα ήταν λάθος όμως να περιοριστούμε σε ένα τόσο γενικό και αφηρημένο επίπεδο. Διότι το πρόβλημα βρίσκεται αλλού: αναφέρομαι στην άποψη ότι η κυβέρνηση επικαλείται τον απρόσωπο νόμο και ταυτόχρονα μεροληπτεί. Πιο συγκεκριμένα, στις δεκαετίες της Μεταπολίτευσης κυριάρχησε μια ατμόσφαιρα που διαμορφώθηκε από την Αριστερά, χωρίς ποτέ να διατυπωθεί ρητά, και η οποία σήμερα, με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία, έχει αρχίσει να αμφισβητείται.
Εννοώ την αίσθηση ότι η Αριστερά μονοπωλεί την ιδιότητα του θύματος, με την έννοια ότι οι δικοί της νεκροί ενσαρκώνουν την τραγική μοίρα μιας παράταξης και ως τέτοιους τους τιμάμε (όλοι ξέρουμε την περίπτωση του αδικοχαμένου Γρηγορόπουλου), ενώ οι μη αριστεροί που έχασαν τη ζωή τους παραμένουν άκλαυτοι (πόσοι ξέρουν τα ονόματα εκείνων που κάηκαν στη Marfin;) και οι αριστεροί δεν ζητούν με την ίδια ένταση να τιμωρηθούν οι ένοχοι. Ιδού η ανακολουθία.
Μια εξήγηση υπάρχει: ο θάνατος ενός δικού μας πονάει περισσότερο από τον θάνατο κάποιου ξένου, πόσο μάλλον ενός ιδεολογικού αντιπάλου. Ανθρώπινο, να το παραδεχτώ. Ομως η έννοια του νόμου και η απονομή δικαιοσύνης είναι και οφείλει να είναι αφηρημένη, εφόσον η καταδίκη δεν εξαρτάται από την ιδεολογική ταυτότητα του φονιά. Κι αυτό μας πάει πίσω στο (κατ’ εμέ) ορθό επιχείρημα εκείνων που υπερασπίστηκαν τη χορήγηση άδειας στον Κουφοντίνα. Δηλαδή, εφόσον ο κανονισμός -τι πιο αφηρημένο- προβλέπει κάτι τέτοιο όταν πληρούνται ορισμένες συγκεκριμένες προϋποθέσεις, με ποια λογική θα τον εξαιρέσουμε;
Δεν θα πρέπει να μείνουμε σ’ αυτό όμως, γιατί οι πολιτικές πράξεις δεν είναι σχεδόν ποτέ μονοσήμαντες. Παράλληλα με την αυθόρμητη και συγγνωστή στάση να κλαίμε τους ιδεολογικούς συντρόφους μας, ο λόγος της Αριστεράς επικαλείται έμμεσα μια παρωχημένη «μαρξίζουσα» ανάγνωση της Ιστορίας, σύμφωνα με την οποία η βάση του δικαίου δεν είναι οι αφηρημένες αξίες, αλλά η αποτίμηση της κάθε πράξης με κριτήριο τη θέση της σε μια αλυσίδα που οδεύει προς τη σωστή κατεύθυνση επειδή ενσαρκώνει τους νόμους της Ιστορίας ή αλλιώς τη λογική της.
Η ανάγνωση αυτή έχει περιπέσει σε αχρησία -πλήν Περισσού, υποθέτω-, για να μην πω ανυποληψία, επειδή κατά γενική ομολογία εκλογικεύει τα εγκλήματα που διαπράχθηκαν στο όνομα μιας ιδεολογίας, η οποία όντως ξεκίνησε με τον ευγενέστερο στόχο που συνέλαβε ποτέ ο άνθρωπος: την κατάργηση της αδικίας και της εκμετάλλευσης. Δυστυχώς αλλού κατέληξε.
Στα σημερινά συμφραζόμενα της πολιτικής μας ζωής αυτή η τραγική διάσταση απουσιάζει. Και τη θέση της έχει πάρει μια ευτελής και μάλλον γελοία εκδοχή της. Ο κριτικός έλεγχος της Αριστεράς καταγγέλλεται ως προϊόν διαπλοκής και στην καλύτερη περίπτωση αποδίδεται σε αδυναμία να διακρίνουμε ανάμεσα στο μείζον και το έλασσον.
Και φυσικά το κατά πολύ μείζον είναι η κατάκτηση της εξουσίας από την Αριστερά και το έλασσον πώς την κατέκτησε και πώς προσπαθεί να τη διατηρήσει. Για να παραφράσω τη γνωστή ρήση, «δεν πρέπει να κουβαλάμε νερό στον μύλο της Νέας Δημοκρατίας».
Αυτό μας προσάπτουν όποτε υπενθυμίζουμε τα πελώρια ψέματα που έλεγε ο Τσίπρας, όποτε διαμαρτυρόμαστε γα τη σύμπραξη με τον Καμμένο, όποτε αηδιάζουμε με τη φρασεολογία του Καρανίκα και τους γρυλισμούς του Πολάκη. Με άλλα λόγια, οφείλουμε να κάνουμε πως δεν βλέπουμε. Πόσο αριστερή είναι μια κυβέρνηση που απαιτεί από τους ανθρώπους να αναστείλουν την κριτική τους σκέψη;

Δεν υπάρχουν σχόλια: