Πέμπτη 21 Δεκεμβρίου 2017

«Το κρανίο» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη (από τη συλλογή διηγημάτων «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες», επιμ. Ν.Σαραντάκος, εκδ. Ερατώ, 2013)


.............................................................




 


΄


Ναπολέων Λαπαθιώτης
(1888 - 1944)



















·       «Το κρανίο» διήγημα του Ναπολέοντα Λαπαθιώτη

(από τη συλλογή διηγημάτων «Ο μυστηριώδης φίλος και άλλες ιστορίες» εκδ. Ερατώ, 2013)




   Ο Φάνης απ’ την ημέρα που είχε βάλει το διαβολεμένο εκείνο κρανίο στην κάμαρά του, δε μπορούσε  να ησυχάσει. Θέλεις οι αόριστοι εκείνοι τρόμοι, οι υποσυνείδητοι, που μένουν πάντα, απ’ την παιδική μας ηλικία, μεσ’ το κατακάθι της ψυχής μας, θέλεις, ακόμα, η ένστικτη  αποστροφή μας προς καθετί που μας θυμίζει θάνατο – το βέβαιο είναι ότι η παρουσία του κρανίου, μεσ’ τη μικρή φοιτητική του καμαρούλα, του ήταν εντελώς ανεπιθύμητη.
   Αν και συνηθισμένος, τρία χρόνια τώρα, ν’ αντικρίζει πτώματα, λόγω των σπουδών του, στο ανατομείο, δεν είχε αποκτήσει ακόμα, εντούτοις, την απαιτούμενη εκείνη ψυχραιμία, που χρειάζεται σ’ όλες αυτές τις εργασίες. Η ψυχή του ήταν πάντα φοβερά ευαίσθητη στην επαφή του μυστηρίου.
   Ο Φάνης αυτό, δεν τολμούσε να τ’ ομολογήσει ούτε στον ίδιο τον εαυτό του. Και όμως έτσι ήταν.
   Το κρανίο εκείνο, καθώς τον κοίταζε με τ’ αδειανά του μάτια, την ώρα της μελέτης, τον ενοχλούσε τώρα, σα μια παρουσία ζωντανή. Ίσως να είχε συντελέσει σ’ αυτό, κι ο τρόπος που το είχε αποκτήσει. Δεν το είχε αγορασμένο, καθώς άλλοι, από κανέναν ειδικό προμηθευτή – και υπάρχουν πλήθος τέτοιοι στο πανεπιστήμιο – αλλά το είχε βρει, ο ίδιος στο νεκροταφείο, μια βραδιά που είχαν πηδήσει, μισομεθυσμένοι, μαζί με πέντ’ έξι άλλους φίλους, από ‘ναν τοίχο χαμηλό. Το είχε βρει, στο πίσω μέρος, εκεί που βρίσκονταν θαμμένοι οι ταπεινοί κι ανώνυμοι νεκροί, όσοι δεν αξιώνουν μαρμάρινους σταυρούς και μαυσωλεία. Ξεχωμένο, απ’ τις βροχές, ή λησμονημένο – ποιος το ξέρει; - το είχε βρει μεσ’ στα χορτάρια, δίπλα σ’ έναν ξύλινο σταυρό, ανάμεσα σε δυο μεγάλα κυπαρίσσια. Κι επειδή λογάριαζε να βρει ένα κρανίο, για να στολίσει τη βιβλιοθήκη του – το πήρε.
   Το είχε τοποθετημένο τώρα, απάνω στη βιβλιοθήκη, αντίκρυ στο κρεβάτι του, δίπλα σ’ ένα βάζο με λουλούδια. Τις πρώτες μέρες που το κοίταζε – που κοίταζε τα δυο μεγάλα μάτια, και την πικρή μασέλα που γελούσε – ένιωθε μια λεπτή κρυάδα στην πλάτη. Έλεγε, όμως, πως θα συνηθίσει.
   Ήταν τώρα μια βδομάδα που το κοίταζε, κι ακόμα δεν το είχε συνηθίσει. Πάντα ένιωθε το κρύο μεσ’ στη πλάτη. Κι όμως αυτός ο ελαφρός ο τρόμος τον γοήτευε. Κι έπειτα, αισθανόταν την ανάγκη να φανεί ανώτερος αυτός της παιδικής αδυναμίας.
   Κι έτσι το κρανίο έμεινε στη θέση του, απάνω στη βιβλιοθήκη. Το ξεσκόνιζε κάθε πρωί με το φτερό – και φρόντιζε ώστε το βάζο που υπήρχε δίπλα, να έχει πάντοτε λουλούδια. Αυτό το θεωρούσε, τώρα, σα μιαν υποχρέωση, σαν ένα μυστικό καθήκον – χωρίς να ξέρει ακριβώς γιατί…
                                                               ***
   Ένα βράδυ, καθώς γύριζε απ’ το θέατρο, του φάνηκε πως το κρανίο είχε μετακινηθεί. Το είχε τοποθετημένο στη μέση της βιβλιοθήκης ακριβώς, απάνω σ’ ένα χοντρό δεμένο λεξικό. Το βάζο ήταν δεξιά του. Τώρα του φαινόταν κάπως μετατοπισμένο αριστερότερα… Ο Φάνης έμεινε λιγάκι σαστισμένος. Να υποθέσει ότι κανένας άλλος είχε μπει στην κάμαρά του, την ώρα που έλειπε, δεν ήταν δυνατόν. Η πόρτα ήταν κλειδωμένη. Μια άλλη πόρτα, που συγκοινωνούσε με τα μέσα του σπιτιού, ήταν κι αυτή επίσης, καρφωμένη. Κι εξ άλλου, όλα τ’ άλλα πράγματα βρισκόντουσαν στη θέση τους – ακόμα κι ένα μικρό μαντιλάκι, μεταξωτό της τσέπης, που το ‘χε ξεχασμένο δίπλα στο κρεβάτι.
   Ένα ελαφρό ρίγος πέρασε στην πλάτη του.
   Και τη νύχτα εκείνη, δε μπόρεσε να κλείσει μάτι.
   Και μόνον η ιδέα ότι το κρανίο είχε αλλάξει θέση, χωρίς τη μεσολάβηση ξένου χεριού, ήταν ικανή να του καταστρέψει εντελώς την ησυχία.
   Μέσ’ τη ταραχή του – αν και προσπαθούσε να πείσει τον εαυτό του ότι είχε πέσει θύμα παραισθήσεως – σκέφθηκε ότι έπρεπε ν’ απαλλαγεί από εκείνη τη νεκροκεφαλή, με κάθε τρόπο.
   Και σκέφθηκε ακόμα ότι, το καλύτερό που είχε να κάνει, ήταν να την πάει εκεί που την είχε βρει.
   Αλλ’ αυτό δεν ήταν δυνατόν. Ούτε θυμόταν που την είχε βρει.
   Μόλις τα χαράματα, κατόρθωσε να κοιμηθεί.
   Και τότε είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο.
   Του φάνηκε πως ήταν μέσα σ’ έναν κήπο. Στην αρχή περπατούσε με δυσκολία. Σιγά σιγά, όμως, ένιωσε περισσότερη ελευθερία στα πόδια. Και μέσ’ στο πυκνό σκοτάδι που βασίλευε, άρχιζε τώρα να γλυκοχαράζει.
   Έφτασε τότε σε μια στοά, με ψηλές κολόνες γύρω γύρω. Δεξιά κι αριστερά, οι κολόνες αυτές τελείωναν σ’ ένα είδος μεγαλοπρεπούς κτιρίου, με κάτι το βαρύ κι αρχαϊκό. Στη μέση ακριβώς, ήταν μια μεγάλη πόρτα. Ένα φως κοκκινωπό φαινόταν μέσ’ απ’ τις χαραμάδες, σαν κάποιος ν’ αγρυπνούσε εκεί μέσα. Απ’ όξω ήταν πάντα ένα φως χλωμό, συννεφιασμένο – ένα φως θλιμμένου δειλινού.
   Η μεγάλη πόρτα άνοιξε τότε, δίχως κρότο, και μεσ’ το φωτεινό της το τετράγωνο, είδε μια σκηνή που τον σταμάτησε: ένας νέος ήταν καθισμένος, μπροστά σ’ ένα τραπέζι, και διάβαζε. Ένα κερί ήταν αναμμένο δίπλα του, με μεγάλη φλόγα κόκκινη, που πετούσε δυνατές αναλαμπές.
   Ο νέος σήκωσε τα μάτια του και τον κοίταξε. Τα μάτια του είχαν μιαν έκφραση πολύ επίσημη και μελαγχολική. Έδειχνε κάπως σα να τον περίμενε. Τα χείλη του ήταν λεπτά, χλωμά και κουρασμένα. Δυο μελανές σκιές στεφάνωναν τα μάτια του, και τα μάγουλά του ήτανε σκαμμένα, σα να ήτανε σημαδεμένα από κάποια μυστική κι ανίατη αρρώστια.
   Σηκώθηκε από το κάθισμά του, και βάδισε ίσια, καταπάνω του.
   Έν’ άρρωστο χαμόγελο ζωγραφίστηκε στα χείλη του, και μια λάμψη συμπαθητική έφεξε στα σκοτεινά του μάτια.
   Ξαφνικά, η σκηνογραφία άλλαξε. –
   Τώρα ο Φάνης βρισκόταν σε μια κάμαρη δίχως φως. Το μόνο φως που έπεφτ’ εκεί μέσα, ήταν μια αλλόκοτη ανταύγεια, σαν του φεγγαριού – αλλά ενός φεγγαριού κοκκινωπού, που κόντευε να δύσει. Μεσ’ στο σκοτάδι, άκουσε λυγμούς.
   Γύρισε το κεφάλι, και είδε το νέο γονατισμένο μπροστά σε μιαν εικόνα. Φορούσε ρούχα φτωχικά, κουρελιασμένα. Είχε το κεφάλι ακουμπισμένο στις παλάμες, και το κορμί του σπάραζε, σαν από μεγάλην αγωνία…
   Έπειτα όλα χάθηκαν, κι ο Φάνης βρέθηκε ξανά μέσ’ στο σκοτάδι.
   Ένιωθε τώρα μια τρελή επιθυμία, να ξαναβρεί την πόρτα του κτιρίου. Ήθελε να τρέξει και δεν μπορούσε.
   Και βρέθηκε πάλι σ’ ένα δρόμο έρημο. Ένα κίτρινο φως, ήσυχο κι απελπισμένο, κυμάτιζε τριγύρω. Ο δρόμος έστριβε αριστερά, κι έμοιαζε σα να χάνεται σε μια κατηφοριά.
   Άξαφνα, μέσ’ στην ησυχία, είδε ένα πλήθος ανθρώπων που ανέβαιναν. Στην αρχή νόμισε πως ήταν πολλοί. Έπειτα όμως, όσο η συνοδεία πλησίαζε, τόσο έβλεπε λιγότερους ανθρώπους. Στα τελευταία, όταν έφτασαν κοντά, είδε πως ήταν μόνο πέντε άνθρωποι. Οι τέσσερες, που πήγαιναν μπροστά, κάτι κουβαλούσαν. Από πίσω, ερχόταν μια γυναίκα ντυμένη στα μαύρα. Η πομπή εκείνη έμοιαζε κηδεία.
   Ο Φάνης ήθελε ν’ αλλάξει δρόμο, αλλά δεν μπορούσε. Σταμάτησε στην άκρη, και περίμενε.
   Η κηδεία πέρασε δίπλα του αργά. Μπροστά βάδιζαν οι τέσσερες άνθρωποι, που κρατούσαν το φέρετρο. Ο ένας ήταν ψηλός, με γένια, και ξεσκούφωτος. Έμοιαζε σα ναυτικός. Περπατούσε με βήματα βαριά και κουρασμένα. Το μέτωπό του ήταν γιομάτο ρυτίδες.
   Ο διπλανός του ήταν πιο κοντός, και κάπως πιο παχύς. Φορούσε ένα κασκέτο, χωμένος ως τα μάτια, και περπατούσε κι αυτός με δυσκολία. Κούτσαινε λίγο, σα να είχε πόδι ξύλινο.
   Οι δυο κατοπινοί ήταν παιδιά. Αυτά ήταν ξυπόλητα, και κάτι έλεγαν σκυμμένα, μεταξύ τους.
   Η γυναίκα σερνόταν από πίσω. Έμοιαζε πολύ γριά. Κουνούσε, πού και πού, τα χέρια στον αέρα. Όταν πέρασε κοντά, την είδε που γελούσε. Γύρισε, τον κοίταξε, και κάτι του ψιθύρισε. Ο Φάνης, όμως, δεν κατάλαβε τι έλεγε. Έπειτα σωριάστηκε στο δρόμο, και δεν ξανασηκώθηκε.
   Οι τέσσερες προχώρησαν δίχως να γυρίσουν το κεφάλι.
   Τότε ο Φάνης έγειρε τα μάτια προς το φέρετρο. Είδε μια μορφή νεανική, με τα χείλη ελαφρά μισανοιγμένα. Έβλεπε τα δόντια, στη σειρά, να λάμπουν σα μαργαριτάρια. Είχε τα χέρια σταυρωμένα – δυο χέρια κατακίτρινα, σαν κέρινα.
   Η πομπή πέρασε δίπλα του αργά, κι απομακρύνθηκε. Έμοιαζε τόσο τραγικά σιωπηλή, που το Φάνη τον πήρε το παράπονο.
   Τα δάκρυά του έτρεχαν, κι αυτά σιωπηλά, κι έβρεχαν θερμά τα μάγουλά του.
   Και ξύπνησε…

                                                                  ***
   Ξύπνησε μ’ ένα αίσθημα πικρό μέσ’ στην καρδιά, σαν από πραγματική κηδεία.
   Έμεινε πολύ ώρα έτσι, ωσότου να συνέλθει.
   Όταν συνήλθε, το πρώτο πράμα που αντίκρισαν τα μάτια του, ήταν το κρανίο. Του φάνηκε πως έβλεπε και πάλι το νεκρό, καθώς είχε περάσει στ’ όνειρό του.
   Έβλεπε τα χείλη τ’ ανοιγμένα, τ’ άσπρα δόντια, που λαμποκοπούσαν, αν και κιτρινισμένα απ’ το χώμα.
   Έβλεπε, ακόμα, όλη τη νοσταλγία της ζωής, όλη τη λαχτάρα της ζωής, μέσ’ στ’ αδειανό εκείνο καύκαλο, που τον παρατηρούσε μέσ’ στα μάτια.
   Πέρασε τα χέρια πίσω στο κεφάλι του, κι άρχισε να συλλογίζεται.
   Είδε τη ματαιότητα των πόθων, την ειρωνεία των ονείρων της ζωής, την τερατώδη ματαιοπονία. Διάβασε όλη τη χρεοκοπία των ανθρωπίνων «αιωνίων» αισθημάτων, όλη τη φοβερή μελαγχολία της αιωνίας ανθρωπίνης προσπαθείας, την ιστορία της ζωής και του θανάτου, καθώς συμβαίνει στην πραγματικότητα, στυγνή, σπαραχτική και τιποτένια.
   Απ’ όξω, άκουγε τον κόσμο που περνούσε, τις φωνές των μικροπωλητών, που διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους – και του ήλθε να γελάσει ξαφνικά…
   Δεν είχε πια τον τρόμο του κρανίου – αλλά μια λύπη τεραστία στην καρδιά, μια λύπη ζοφερή και δίχως λόγο, για τους άλλους και για τον εαυτό του – μια λύπη που δε θα ‘βρισκε ποτέ παρηγοριά, και που θα τον απέλπιζε για πάντα…
   Ένιωθε πως, μ’ αυτή τη λύπη στην καρδιά, δε θα μπορούσε πια να μελετήσει, ούτε να ενδιαφερθεί για τίποτε…
   Τότε κάποιος χτύπησε στην πόρτα.
   Ήταν ο γραμματοκομιστής. Του είχε φέρει κάποιο γράμμα. Το είχε ρίξει απ’ τη χαραμάδα.
   Το πήρε, και τ’ άνοιξε μηχανικά. Ήταν ένα γράμμα του πατέρα του. Ανησυχούσε για τη σιωπή του, και του ‘γραφε πως του ‘στελνε τα χρήματα που γύρευε.
   Η είδηση αυτή, που δεν περίμενε, τον ξαναγύρισε και πάλι στη ζωή.
   Ντύθηκε γρήγορα, χτενίστηκε κομψά, έδεσε τη γραβάτα του με κέφι, κι ετοιμάστηκε να κατεβεί τη σκάλα, για να προλάβει το πανεπιστήμιο.
   Και τη στιγμή που γύριζε το πόμολο της πόρτας, τα μάτια του ξανάπεσαν απάνω στο κρανίο.
   Έκανε τότε βιαστικά μεταβολή, ανέβηκε σε μια καρέκλα, και για καλό και για κακό – ποιος ξέρει; - χωρίς κι ο ίδιος να μπορεί να πει γιατί, του βούλωσε τις αδειανές του κόγχες, με δυο μεγάλα άσπρα τριαντάφυλλα.    
  
    

Δεν υπάρχουν σχόλια: