..........................................................
Γιώργος Μπλάνας
(γ.1959)
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΚΑΤΟΣΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δεν ονειρεύεστε, ασύστατοι· αφήστε
τις ιδιόκτητες προφάσεις· δεν μπορείτε
ν’ αποπληρώσετε την κόλασή σας
με ξένα ψέματα. Ας υποστεί
καθένας το μαρτύριο
που ονόμασε παράδεισο.
Όχι, δεν ονειρεύεστε·
είναι η ζωή με τ’ όνομα
στα πληγιασμένα χείλια της
αυτή η σκιά που ξεριζώνει
την σκοτεινή εξορία της
από την μήτρα της σιωπής
στο μπαλκόνι. Σκεφτείτε
έναν γκρεμό: στην άκρη δέντρο
παράδοξο, γυμνό,
όπως το γέννησε η μέρα – ίσως
απομεινάρι δυσανάγνωστου θηρίου
στο τεφτέρι του απογεύματος. Λοιπόν,
τι περιμένετε από τόση
προχειρότητα, ασύστατοι; Ο γραφέας
ψευδώνυμος ή αγέννητος. Ακούστε
την συνέχεια: Δέκα χρόνια
έτρωγε αλάτι και ξερό
ψωμί, γυρεύοντας τον δρόμο για το σπίτι.
Δέκα χρόνια πάθεν ἄλγεα
κι έπρεπε να μάθει από νεκρό
πού πέφτουνε τα μέρη της ζωής.
Κι άκουσε δεμένος σε οικόσιτο κατάρτι
τις σκύλες του θανάτου
να γαυγίζουνε δημόσια ζωή.
Και δεν ενέδωσε· στάθηκε εκεί
στην άκρη του γκρεμού και καταριόταν
αυτό το ανορθόγραφο
μέσα, που δεν τον άφηνε να ενδώσει.
Κι έγειρε όσο μπορούσε μην μπορώντας
ν’ αποφασίσει αν ήθελε να λέγεται στο εξής
δέντρο παράδοξο, γυμνό,
όπως το γέννησε η μέρα, απομεινάρι
δυσανάγνωστου θηρίου
στο τεφτέρι του απογεύματος ή απλά:
Οὖτις - Οὐτιδανὸς - Οἶκόνδε.
Κι άκουσε κάτω στον γκρεμό
σκιά να ξεριζώνει
την σκοτεινή εξορία της
από την μήτρα της σιωπής.
Και δεν ενέδωσε· είπε
πως ονειρεύεται. Ύστερα,
σκέφτηκε: Ονειρεύονται οι νεκροί;
Και δεν ενέδωσε· είπε: «Ζωή!
Αυτό έχει σημασία!»
Γιώργος Μπλάνας
(γ.1959)
ΣΤΑΣΙΩΤΙΚΟ ΕΚΑΤΟΣΤΟ ΤΡΙΑΚΟΣΤΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Δεν ονειρεύεστε, ασύστατοι· αφήστε
τις ιδιόκτητες προφάσεις· δεν μπορείτε
ν’ αποπληρώσετε την κόλασή σας
με ξένα ψέματα. Ας υποστεί
καθένας το μαρτύριο
που ονόμασε παράδεισο.
Όχι, δεν ονειρεύεστε·
είναι η ζωή με τ’ όνομα
στα πληγιασμένα χείλια της
αυτή η σκιά που ξεριζώνει
την σκοτεινή εξορία της
από την μήτρα της σιωπής
στο μπαλκόνι. Σκεφτείτε
έναν γκρεμό: στην άκρη δέντρο
παράδοξο, γυμνό,
όπως το γέννησε η μέρα – ίσως
απομεινάρι δυσανάγνωστου θηρίου
στο τεφτέρι του απογεύματος. Λοιπόν,
τι περιμένετε από τόση
προχειρότητα, ασύστατοι; Ο γραφέας
ψευδώνυμος ή αγέννητος. Ακούστε
την συνέχεια: Δέκα χρόνια
έτρωγε αλάτι και ξερό
ψωμί, γυρεύοντας τον δρόμο για το σπίτι.
Δέκα χρόνια πάθεν ἄλγεα
κι έπρεπε να μάθει από νεκρό
πού πέφτουνε τα μέρη της ζωής.
Κι άκουσε δεμένος σε οικόσιτο κατάρτι
τις σκύλες του θανάτου
να γαυγίζουνε δημόσια ζωή.
Και δεν ενέδωσε· στάθηκε εκεί
στην άκρη του γκρεμού και καταριόταν
αυτό το ανορθόγραφο
μέσα, που δεν τον άφηνε να ενδώσει.
Κι έγειρε όσο μπορούσε μην μπορώντας
ν’ αποφασίσει αν ήθελε να λέγεται στο εξής
δέντρο παράδοξο, γυμνό,
όπως το γέννησε η μέρα, απομεινάρι
δυσανάγνωστου θηρίου
στο τεφτέρι του απογεύματος ή απλά:
Οὖτις - Οὐτιδανὸς - Οἶκόνδε.
Κι άκουσε κάτω στον γκρεμό
σκιά να ξεριζώνει
την σκοτεινή εξορία της
από την μήτρα της σιωπής.
Και δεν ενέδωσε· είπε
πως ονειρεύεται. Ύστερα,
σκέφτηκε: Ονειρεύονται οι νεκροί;
Και δεν ενέδωσε· είπε: «Ζωή!
Αυτό έχει σημασία!»
Τι περιμένατε, ασύστατοι, από τόση πειθαρχία;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου