...........................................................
Μιχαήλ Μητσάκης (1868 - 1916)
(Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
(Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
Από την "Μυθολογία" (1966).
Μιχαήλ Μητσάκης (1868 - 1916)
·
«Δύο
μικροί»
διήγημα του
Μιχαήλ Μητσάκη
(1868
– 1916)
(εκδ.
«Νεφέλη», 1988)
Εις
την γωνίαν της οδού, δύο μικροί ίστανται. Ηλιοκαή είνε τα πρόσωπα αυτών και τα
ενδύματά των τετριμμένα. Ασκεπείς και οι δύο, και η μαύρη κόμη των, άτακτος και
ακτένιστος, μόνη καλύπτει την κεφαλήν αυτών, δασεία. Του αυτού σχεδόν
αναστήματος και μ’ ομοιόμορφον περίπου την πενιχράν περιβολήν, ην συμπληρώνει
καταπίπτουσα από της ζώνης μέχρι των γονάτων, μακρά ποδιά. Ο εις κρατεί ανά
χείρας τμήμα χαρτίου, κατερρακωμένον, κατεσπιλωμένον, υπομέλαν, εφ ου
διακρίνοντ’ εξίτηλα τ’ αποτυπώματα πληθύος δακτύλων, αφ’ ων διήλθε. Και ο
άλλος, προστριβόμενος εις αυτόν, μηρόν προς μηρόν, αγκώνα προς αγκώνα, κλίνει
πλαγίως και αυτός το πρόσωπόν του επί του χαρτίου και ακροάζεται μετά προσοχής
της αναγνώσεως του γράμματος. Διότι είνε γράμμα, και ο φάκελλος αυτού,
ερριμμένος, κείται προ ποδών, επί του πεζοδρομίου, με το εικοσάλεπτον ερυθρόν
αυτού σήμα έξωθεν, γράμμα δι’ επιτετηδευμένων καλλιγραφικών χαρακτήρων
γεγραμμένον, μετ’ επιμελείας, μ’ ευθείας τας σειράς, ως δια χάρακος τεθέντος
υποκάτωθεν ίσως επί τούτου όπως τας σημειοί. Και απευθύνεται φαίνεται προς τον
έναν εκ των μικρών, εκείνον όστις παρατηρεί πλαγίως μετά προσοχής, ως προσπαθών
να μαντεύση κάλλιον αντιλαμβανόμενος αυτών και δια του βλέμματος την άγνωστον
αυτώ σημασίαν των επί του χάρτου σημείων, άτινα τω απαγγέλλει ο σύντροφός του,
πλέον γραμματισμένος καθ’ όλα τα διδόμεν’ απ’ αυτόν κ’ εις ον, όπως εξάγεται,
κατέφυγεν ίνα του τ’ αναγνώση.
Και αναγινώσκει ο μικρός διερμηνεύς,
πράγματι:
«Καλαμάτα,
27 Μαρτίου 1889. Παιδί μου
Γιώργη. Πρώτον
έρχομαι να ερωτήσω δια την καλήν σου υγείαν και δεύτερον αν ερωτάς και δι’ ημάς
καλώς υγιαίνομεν. Παιδί μου, σου γράφω και σου λέω πως αφότου έφυγες είμαι εις
μεγάλην ανησυχία και λαχταρίζω νύχτα και μέρα κάθε ώρα και στιγμή πώς να
βρίσκεσαι μοναχό σου σε τόσο μεγάλη πολιτεία, που χάνονται οι μεγάλοι και όχι
εσύ δέκα χρόνων παιδί, και τι να γίνεσαι. Το γράμμα σου έλαβα οπού μού έγραφες
πως ο μπάρμπας σου ο Αντώνης εφρόντισε και σ’ έβαλε ‘ς ένα μαγαζί με τριάντα
δραχμαίς το μήνα. Έκαμα, παιδάκι μου, το σταυρό μου κ’ επαρακαλέσθηκα ‘ς το Θεό μέραις να μου κόβη και χρόνους ναν του
της δίνη. Έλαβα και τα δύο τάλληρα που μου έστειλες από το μισθό σου με τον
Παναγιώτη και σε ευχήθηκα η δυστυχισμένη πέτρα να πιάνης και μάλαμμα να
γίνεται. Τώρα, από τότε έχω τρεις μήνες να μάθω για σένα. Τι κάνεις, τι γίνεσαι
δεν ηξέρω. Ξημερώνει, βραδιάζει, με την έννοια σου πέφτω και με την έννοια σου
ξυπνώ. Η αδερφή σου μου λέει: «Μα μη στενοχωριέσαι, τι κάνεις έτσι,
θαρρωστήσης, καϋμένη μητέρα!», μα εμένα ύπνος δε μου πάει να συλλογίζωμαι
ολοένα πού να είσαι και πώς να περνάς. Όσους έρχονται απ’ αυτού πηγαίνω και τους
ρωτώ για σένα, μα αρηά και πού ναυρώ κανένα να μου πη πως δε είδεν. Η αδελφή
σου μού λέει πάλι: «Μα πού ναν τον ιδούνε, μάννα, τόσος κόσμος ‘κει πέρα…!», μα
εμένα μου φαίνεται σα να σ’ έχω χαμένο και σένα σαν τον πατέρα σου…»,
Και η επιστολή εξακολουθεί, επί του αυτού
τόνου και δι’ αναλόγων φράσεων, ανησυχίαν και λύπην και αγωνίαν εκδηλούσα.
Προδήλως, μητρός είνε το κετερρακωμένον γράμμα, μητρός αγραμμάτου και πτωχής –
δια ξένης χειρός γραφέν -, μητρός ήτις θα κατέφυγεν ίσως και αυτή εις κανένα γραμματισμένον
δια να της το γράψη υπαγορεύουσα αυτώ, όπως ο υιός της τώρα εις τον μικρόν
φίλον του δια να του τ’ αναγνώση. Και η αγωνία ήν εκφράζει, είνε η αγωνία της χωρισμένης
από τον υιόν της αυτόν, όν έστειλε φαίνεται μακράν, εις την μεγάλην
αυτήν πολιτείαν περί ής ομιλεί, εις την Αθήνα, εις την
πρωτεύουσαν, αναγκασθείσα πιθανώς υπό της δυστυχίας, δια να εύρη πόρον ζωής,
και αγνοεί έκτοτε τι γίνεται, και πονεί δια τον χωρισμόν του. Ο μικρός
αναγινώσκει αργά-αργά, πιστώς, ευσυνειδήτως, συλλαβιστά, απομονών τας λέξεις,
διαιρών αυτάς μίαν προς μίαν, ως να ταις αποδίδη υπέροχον έννοιαν. Και ο άλλος ακούει,
εν σοβαρότητι, συγκεκινημένος κάπως, παρακολουθών το βλέμμα του φίλου του
φερόμενον επί των γραμμών, διαπορούμενος ίσως καθ’ εαυτόν πώς τα άψυχα αυτά
στοιχεία, τα κεχαραγμένα δια μελάνης επί του χάρτου, να ημπορούν να τω φέρουν
την φωνήν της μάννας του, να τω φανερώνουν τι σκέπτεται, να τω μεταδίδουν
πληροφορίας, να τω διαβιβάζουν ερωτήσεις, ως να την έχη εμπροστά του και να την
ακούη την ιδίαν. Προ τριών μηνών την αφήκεν εκεί κάτω, εις την πατρίδα των, εις
την Καλαμάταν, και έφυγε, και ήλθεν εις τας Αθήνας, πλησίον του θείου του τού
Αντώνη, δια να τον βάλη εις κανένα μαγαζί, ή να τον μάθη καμμίαν τέχνην. Και
έκτοτε, πλανάται το παιδίον ανά την πρωτεύουσαν, υπό την προστασίαν μεν του
θείου του πάντοτε, αλλ’ αφειμένον εις τας ιδίας του δυνάμεις, εργαζόμενον όπως ζήση
και αμειβόμενον δια λογαριασμόν του, υπηρέτης εις ένα μαγαζί, εις το οποίον τον
έβαλε μικροσκοπικός παλαιστής του αγώνος της ζωής. Και ιδού οπού η πτωχή μητέρα
του, την οποίαν ενόμιζεν όταν έφευγεν ότι την έχανε διαπαντός, η απομείνασα
εκεί, εις τον τόπον των, χήρα με τ’ άλλα δύο της μικρά, αποφασίσασα να τον
εμπιστευθή ως εις άλλην μητέρα εις την πρωτεύουσαν, εις την Αθήνα ως την
ονομάζει, εις την μεγάλην αυτήν πολιτείαν ήν μεγαλοποιεί έτι μάλλον
η επαρχιωτική φαντασία της – ιδού οπού του γράφει τώρα – περίεργον! ως να του ομιλή! – από την άκραν εκείνην της Πελοποννήσου,
από την Μεσσηνίαν, δια να τον ερωτήση τι κάμνει και να μάθη τι γίνεται!...
-«Παιδί
μου, λέγει, παιδί μου, να έχης την
ευχήν μου, ν’ ακούς τον μπάρμπα σου τον Αντώνη σε ό,τι και αν σου λέη σα να
είμαι εγώ η ίδια. Να κάνης τη δουλειά σου άξια και τίμια για να γίνης καλός
άνθρωπος και να ιδώ κ’ εγώ και τ’ αδέρφια σου καλό από σένα, μια και θέλησε ο
Θεός και μας επήρε τον πατέρα σου και μας άφησε ‘ς τους πέντε δρόμους. Ν’ ακούς
τον αφεντικό σου και να κάνης ό,τι θελήματα σού λέει. Τα λεπτά σου ναν τα φυλάς
και να μην τα σκορπάς εδώ κ’ εκεί και άμα σου περισσεύουν ή ναν τα δίνης του μπάρμπα
σου να σου τα φυλάη ή να βρίσκης άνθρωπον πιστόν από τους πατριώταις μας και να
μου τα στέλνης… Μού είπαν πως αυτού είνε και ένα σχολείο για τα φτωχά παιδιά,
των Απόρων, και έγραψα και εις τον μπάρμπα σου να σε βάλη και να αρχίσης να
πηγαίνης για να μάθης και λίγα γράμματα, γιατί σήμερα όποιος δεν ξέρει γράμματα
χάνεται…»
Τον συμβουλεύει δ’ ούτω επί μακρόν, εν
αφελεία, μετά πόνου ψυχής, κοινοτάτων αλλά πλήρων ποιήσεως εν τη πεζότητί των
εκφράσεων μητρός ποθούσης να ίδη το τέκνον της αποζών εκ της εργασίας του εν
τιμή, και βοηθούν και την οικογένειάν του, και γινόμενον άνδρα τέλειον, και
αποκαθιστάμενον, και αυτάς και οι περί αυτόν, εν ευτυχία. Και τω δίδει επί πολύ
οδηγίας και περί των ελαχίστων, και τον νουθετεί, και τον ποδηγετεί, η καλή
επαρχιώτις, πώς πρέπει να βαδίση εν τω βίω, απαραλλάκτως νομίζεις όπως θα τον
εποδηγέτει όταν ήτο βρέφος και θα τον εμάνθανε πώς να βαδίζη επί του ψυχρού
εδάφους του ταπεινού των οικίσκου. Και ο μικρός συγκινείται προδήλως επί μάλλον
εφ’ όσον προβαίνει η ανάγνωσις, και επί της φυσιογνωμίας αυτού αποτυπούται έκφρασις
ενδομύχου ψυχικής εργασίας ήτις τελείται φαίνετ’ εν αυτώ υπό την επήρειαν του
γράμματος, και το όμμα του πλέει ενίοτε, διαμιάς υγρόν, εις αιφνίδιον δάκρυ…
Όμως, από μιας στιγμής, απροσδόκητον νέφος
εσκίασε του παιδίου την μορφήν. Τας παρειάς του ανέρχεται παραδόξως βίαιον ερύθημα
και λευκαίνονται τρέμοντα τα χείλη του. Οι οφθαλμοί αυτού μεγεθύνοντ’ εν εκπλήξει
και σχεδόν ανοίγει το στόμα απορούν.
Προβαίνουσα λέγει σχεδόν η επιστολή:
«Παιδί
μου Γιώργη, κάποιος από τους πατριώταις ήρθε απ’ αυτού και τον ηρώτησα και μου
είπε πως είσαι κακό παιδί και δε δουλεύεις τακτικά εις το μαγαζί και γυρίζεις
με τους μπερμπάταις ‘ς στα σοκάκια και ξοδεύεις τα λεπτά σου όπως τύχη. Εγώ,
παιδί μου, δεν τον επίστεψα, μα κύτταξε καλά να μην τύχη και είνε αλήθεια γιατί
δε θέλω πια να σε ξέρω για παιδί μου…»
Είνε
πραγματικώς διάδοσις ανακοινωθείσα αυτή* η είδησις ή είνε τέχνασμα της καλής
μητρός επιθυμούσης να δοκιμάση τον χαρακτήρα του παιδίου; Άδηλον. Αλλ’ εκείνος,
εφ’ όσον προχωρεί η ανάγνωσις, επί τοσούτον κοκκινίζει εξ αγανακτήσεως, κ’
εξαγριούται, και μη συνερχόμενος πλέον:
-Ψέμματα!, ανακράζει αίφνης εν οργή, είνε ψεύτης!...
-Ποιος ναν’ αυτός τάχα; λέγει διακόπτων την
ανάγνωσιν ερωτηματικώς ο σύντροφός του.
-Τον ξέρω κ’ εγώ τον ψεύτη;…, απαντά επί μάλλον
και μάλλον οργιζόμενος ο παις.
-«Σε
φιλώ – Η μητέρα σου Αγγελική.», επανέλαβεν
ο άλλος.
Ετελείωσεν η επιστολή.
Και οι δύο μικροί αποχωρίζονται…
-Πότε θάρθης να κάνουμε το γράμμα που θαν της
στείλω; ερωτά ο πρώτος.
-Το βράδυ να με περιμένεις ‘ς το μαγαζί.
Δίδουν τας χείρας αποχαιρετιζόμενοι, ως μεγάλοι
συμφωνούντες περί σπουδαίας τινός υποθέσεως. Και ενώ ο αναγνώστης του γράμματος
απέρχεται ήδη, ο φίλος του ίσταται επί μικρόν, διπλώνει μετά προσοχής το υπομέλαν
και κατεσπιλωμένον χαρτίον, και ενώ το εισάγει ευλαβώς και το εναποθέτει εις
τον κόλπον του:
-Ψεύταις, υποτονθορύζει εκ νέου μεταξύ των
οδόντων του θυμωδώς, ψεύταις!...
Εστία,
16/4/1889
*Σημείωση:
«…Είνε πραγματικώς διάδοσις ανακοινωθείσα αυτή η είδησις…» : Η λέξις «αυτή»
είναι σε πτώση δοτική. Έκανα την αντιγραφή του διηγήματος σε μονοτονικό. Κατά
τα άλλα, κράτησα την ορθογραφία του πρωτοτύπου, όπως παραδίδεται στην έκδοση
των «Πεζογραφημάτων» του Μιχαήλ Μητσάκη, από τις εκδόσεις «Νεφέλη»,
Αθήνα, 1988, στη σειρά «Η ΠΕΖΟΓΡΑΦΙΚΗ ΜΑΣ ΠΑΡΑΔΟΣΗ», Σειρά Α, 11. με σύμβουλο της
έκδοσης τον Μανόλη Αναγνωστάκη.
Ο ΤΖΩΝΗΣ Ο ΜΠΟΓΙΑΣ - Ν.ΓΚΑΤΣΟΣ / Μ.ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
(Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
χάιχο χάιχο
τους φίλους μου έχω σφάξει
χάιχο χάιχο.) (δις)
Αγόρασα πιστόλι
από παλιό φονιά
και πήγα στ΄ Αργοστόλι
και στην Κεφαλονιά.
Γελούσε η πολιτεία
στην ήσυχη βραδιά
και στη μικρή πλατεία
φωνάζαν τα παιδιά.
(Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
χάιχο χάιχο
τ΄ αδέλφια μου έχω σφάξει
χάιχο χάιχο.) (δις)
Δε με κεράσαν ούζο
δε μου ΄δωσαν κρασί
τότε άρχισα να σκούζω
και μ΄ άκουσες κι εσύ.
Κουβέντες δεν σηκώνω
δεν παίρνω διαταγές
το σπίτι μου κλειδώνω
κι αρχίζω τις σφαγές.
(Ο Τζώνης είμαι ο μπόγιας
χάιχο χάιχο
τη μάνα μου έχω σφάξει
χάιχο χάιχο.) (δις)
Δημοσιεύτηκε στις 20 Ιουν 2014
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου