.............................................................
Ενας αναμενόμενος αιφνιδιασμός
Πριν από μερικές εβδομάδες
έτυχε να διαβάσω μια συνέντευξη του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ
Αθηνών Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου. Επί της ουσίας, δηλαδή για το τι είπε,
δεν έχω τίποτα να πω, ως παντελώς αναρμόδιος. Πρόσεξα όμως κάτι άλλο και
γι’ αυτό θέλω να μιλήσω. Είναι ένα ζήτημα που με προβληματίζει εδώ και
καιρό.
Εχει να κάνει με τις συνοδευτικές του κειμένου φωτογραφίες. Στην
πρώτη τον βλέπουμε να φοράει ένα καλοραμμένο κοστούμι, στο οποίο
διέκρινα μια απόκλιση από το κανονικό: η τσέπη του εισάγει ένα καινοτόμο
σκέρτσο, ανάλογο με εκείνα που λανσάριζε ο Γιάνης Βαρουφάκης.
Στις υπόλοιπες, όμως, ο κ. Θεοδωρόπουλος υπερέβη τον τέως υπουργό
Εθνικής Οικονομίας, τον ανατροπέα της νεοφιλελεύθερης ορθοδοξίας και του
ενδυματολογικού κώδικα στα σαλόνια της υψηλής πολιτικής: ο κ.
Θεοδωρόπουλος φωτογραφήθηκε κοστουμαρισμένος μεν αλλά ξυπόλυτος.
Το αν μας αρέσουν ή δεν μας αρέσουν τέτοιου είδους επιλογές ας το
βάλουμε στην άκρη. Αξίζει όμως να σκεφτούμε τι σημαίνουν, από πότε
χρονολογούνται και πώς τις προσλαμβάνουμε σήμερα.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, τα γυμνά πόδια του κ. Θεοδωρόπουλου δεν
προτείνουν κάτι καλύτερο από το σύνηθες, αλλά κάτι διαφορετικό, κάτι που
ως μη αναμενόμενο μας αιφνιδιάζει και γι' αυτό κινεί το ενδιαφέρον μας.
Με άλλα λόγια, ο απώτερος στόχος είναι η προσέλκυση της προσοχής, η
οποία επιτυγχάνεται με τη διάψευση των προσδοκιών. Η εξαίρεση δημιουργεί
το εξαιρετικό. Οταν όλοι φωτογραφίζονται παπουτσωμένοι ξεχωρίζει
εκείνος που ποζάρει ξυπόλυτος, και αντίστροφα, αν όλοι φωτογραφίζονταν
ξυπόλυτοι θα ξεχώριζε όποιος πόζαρε παπουτσωμένος.
Εδώ λειτουργεί η εξής λογική: αρχικά, η άρνηση της συμβατικότητας ή,
αλλιώς, αυτού που ανέμενε η αγέλη των κοινών θνητών έδωσε τη δυνατότητα
στο χαρισματικό άτομο, εννοώ τον καλλιτέχνη κυρίως, να αποκοπεί από το
πλήθος για να αποσπάσει την προσοχή του και ταυτόχρονα να το
καταγγείλει, να το ενοχλήσει αφ’ υψηλού. Δεν ήθελε να γίνει δημοφιλής
και διάσημος, αλλά αποβλητέος και διαβόητος.
Τους πρώτους διδάξαντες θα τους βρούμε στο Παρίσι, στα μέσα του 19ου
αιώνα, να φορούν κόκκινα γιλέκα, να βάφουν τα μαλλιά τους μπλε και στην
περίπτωση του Νερβάλ να σεργιανίζουν όχι με τον σκύλο τους, όπως οι
κομφορμιστές μπουρζουάδες, αλλά με έναν αστακό.
Το μήνυμα των όψιμων ρομαντικών που δεν ανέβαιναν πια στις Αλπεις για
να μείνουν έκθαμβοι μπροστά στο μεγαλείο της φύσης, αλλά τριγυρνούσαν
στους δρόμους μιας μουντής μεγαλούπολης, ήταν ξεκάθαρο: «Κοιτάξτε μας
για να δείτε πόσο σας περιφρονούμε».
Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, οι ρομαντικοί καλλιτέχνες δεν διέφεραν και
τόσο πολύ από εκείνους που ήθελαν να σοκάρουν. Εχοντας χάσει την
πατρωνία της αριστοκρατίας και της εκκλησίας, έπρεπε μόνοι τους να
επιβιώσουν μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό και ακόμα πιο συχνά αδιάφορο.
Και όπως οι αστοί που κατάλαβαν από νωρίς πως δεν γίνεται όλα τα
μαγαζιά να πουλούν τα ίδια πράγματα, έτσι και οι εστέτ επινόησαν τρόπους
για να προσελκύσουν την προσοχή του κοινού, μέσα σε μια ατμόσφαιρα
γενικευμένου και σκληρού ανταγωνισμού.
Φυσικά, σε σύγκριση με τους καταστηματάρχες είχαν το πλεονέκτημα ότι
οι άνθρωποι διαθέτουν περισσότερη προσοχή απ’ ό,τι χρήματα. Αλλά η
προσοχή μας δεν είναι ανεξάντλητη. Ολοι διαλέγουμε ποιο βιβλίο θα
διαβάσουμε, ποια ταινία θα δούμε, ποια έκθεση θα επισκεφτούμε.
Το τι συνέβη στη συνέχεια, όμως, εκείνοι οι πρώτοι απρόβλεπτοι δεν
μπόρεσαν να το προβλέψουν. Σήμερα, όταν οι επώνυμοι πασχίζουν να
διακριθούν, να εντυπωσιάσουν ως διαφορετικοί, η τακτική αυτή ακυρώνεται
και παράλληλα φτάνει σε σημείο παροξυσμού.
Ακυρώνεται εφόσον οι πολλοί και απρόσωποι περιμένουν από τους λίγους
και χαρισματικούς να κάνουν κάτι διαφορετικό, ακόμα και εξωφρενικό,
μετατρέποντας έτσι τον αιφνιδιασμό σε μια χειρονομία δεδομένη και
αναμενόμενη, ή αλλιώς σε μια συμβατική ανατρεπτικότητα. Και παροξύνεται,
επειδή καταφεύγει στην πλειοδοσία που διογκώνει και αλλοιώνει τη
σημασία των λέξεων και πράξεων.
Δεν είναι τυχαίο ότι στα καλλιτεχνικά «δρώμενα» –αφόρητη λέξη!– το
ανατρεπτικό γίνεται κανόνας, ενώ στην αγορά κυκλοφορούν «επαναστατικές»
κρέμες προσώπου.
Θα ήταν ωστόσο λάθος να συμπεράνουμε ότι τίποτε δεν άλλαξε από την
εποχή του Νερβάλ που έβγαζε βόλτα τον αστακό του. Γιατί ο αρχικός
αιφνιδιασμός πριν από δύο αιώνες, ο οποίος, σημειωτέον, έπιασε τόπο,
εμπεριείχε ένα στοιχείο κριτικής ή, ακριβέστερα, απαξίωσης των
κομφορμιστών: κοιτάξτε με ανθρωπάκια για να δείτε πόσο σας περιφρονώ
επειδή δεν σας έχω ανάγκη.
Σήμερα το μήνυμα, συνδυάζοντας τον βαρουφάκειο ναρκισσισμό με την
ελπίδα ότι ο ανατροπέας θα εξασφαλίσει τα likes των πολλών, έχει γίνει
πιο απλό: κοιτάξτε, εντυπωσιαστείτε και προτιμήστε εμένα, όχι τους
άλλους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου