Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη

Η πατρίδα μας, και η μικροαστική ξιπασιά που την κατοικεί, πάντα έκανε άλματα, απροετοίμαστη και φαντασιόπληκτη. Τη δεκαετία του '70 νόμισε ότι με την ένταξη στην ΕΟΚ θα υπερέβαινε δια μιας, όλες τις εκκρεμότητες: τις ανεπούλωτες πληγές του εμφυλίου, τη χούντα, την ασύντακτη εκβιομηχάνιση και την άναρχη τουριστικοποίηση.
Με μεγάλο μέρος του πληθυσμού αποκλεισμένο και τη μικροαστική κομπορρημοσύνη να διευρύνεται, νόμισε ότι η ΕΟΚ αποτελεί τον ιδανικό επιδιορθωτή. Τη δεκαετία του '80, εμπέδωσε την ευρωπαϊκή «ένταξη», με τις κουτάλες των μεσογειακών προγραμμάτων και τους παχύσαρκους νεοπαράγοντες που κατέκλυσαν τα πολιτικά γραφεία και τις ταβέρνες. Λίγα χρόνια αργότερα, ο Κώστας Σημίτης συνέρραψε τέλεια όλη την κουρελού: Τις μικροαστικές φαντασιώσεις, την κανιβαλική βουλιμία εργοληπτών και καπάτσων, την υπαρκτή ανάγκη για παραγωγικό εξορθολογισμό και την απίστευτη νέα ευρωπαϊκή γραφειοκρατία που παρίστανε την ευρωπαϊκή ιδέα.
Κατέληξε στο τέρας που ζούμε. Γυμνή χώρα, πολιτικά, παραγωγικά και πολιτιστικά αποσκελετωμένη, που ψάχνει το ελπιδοφόρο νεύμα στο βαθύ σκοτάδι. Αυτά είναι και τα απότοκα μιας πολλαπλής συλλογικής παπαγαλίας. Ούτε εξευρωπαϊσμός, ούτε εκσυγχρονισμός, ούτε ανάπτυξη, ούτε αριστερή εμβάθυνση. Σαν την σύζυγο του Άκη και τα υστερικά ψώνια της, που έκανε μια καταναλωτική υπέρβαση της αυτοθυσιαστικής ματαιοδοξίας. Αυτό χτίσαμε και χτιστήκαμε εντός του. Οι οιμωγές για τα κράματα και τα ποσοστά αριστεροφροσύνης ή δεξιάς παρέκκλισης κάπου εκεί φυτεύονται. Αλλά δεν εγκαθιδρύονται ιστορικά ούτε τεκμαίρονται κοινωνικά. Δεν διατυπώνουν ιστορικό ερώτημα, ούτε φυσικά δίνουν απάντηση. Οι αλληλοενοχοποιήσεις και η φιλολογική δυσφορία για το είδος Ευρώπης που μασάμε, για τους κακούς ή για το λαϊκό δίκιο που είναι ασυμμάζευτο και τραχύ είναι τα μέλη μιας απέραντης ψυχωσικής αυταρέσκειας που απλώς αφήνονται στον αέρα. Αυτό είναι κρίση. Η αδύναμία αυτοκατανόησης και εύρεσης κατάλληλης και καίριας πολιτικής γλώσσας και θεσμικής λύσης. Ρεαλιστικό κοίταγμα. Κανένα μακιγιάζ. Καμιά μετάθεση. Πώς παράγουμε, πώς διοικούμαστε, πώς χρησιμεύουμε, πώς πολιτικοποιούμε την επιθυμία, πώς συγκροτούμε ένα ταπεινό και ρεαλιστικό ιδανικό. Όχι ιδεολογικόμορφα ρετάλια και μηρυκασμούς. Το κοντινό και οραματικό ιδανικό της πραγματικότητας. Αυτά είναι τα ζητούμενα. Που ως δια μαγείας παραμένουν ασύλληπτα σε μια διαρκή απομάκρυνση.
Μετέωροι; Ενώ πάει να διαμορφωθεί μια νέα κοινωνική, εξυγιαντική, ηθική ορμή, εμείς τρεκλίζουμε και μπερδευόμαστε με φθαρμένα πρόσωπα και δομές. Ενώ γνωρίζουμε το πρόβλημα του αντιδραστικού διοικητικού χάους, μπλέκουμε με νομοσχέδια «σκούπα», ασυνεχή και αλαφιασμένα ή χαζολογούμε μπροστά στις μαφίες του Δημοσίου. Ενώ δηλαδή ξέρουμε ότι το ευνοιοκρατικό δημόσιο σύστημα έχει φτάσει στο τέλος του και παρασιτεί πάνω στις δημόσιες ανάγκες, εμείς διστάζουμε ή φθειρόμαστε κλωθογυρίζοντας. Ενώ έχουμε εντοπίσει και την επιστήμη της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικής λαιμαργίας, την τεράστια σπατάλη φορολογικών πόρων, δυσκολευόμαστε να κάνουμε την μεγάλη χειρονομία. Δεν έχουμε μια συνεκτική κοινωνία, άρα δεν μπορούμε να διαμορφώσουμε συμμαχικές συνομαδώσεις. Υπάρχει ένα τεράστιο μέρος του πληθυσμού εκτός συστήματος, το οποίο δεν εντάσσεται σε κανένα όραμα πέραν της εκδίκησης. Υπάρχουν τα φοβισμένα μικροαστικά στρώματα που επιζητούν μια λύση συντήρησης, άρα θνησιγενή. Υπάρχουν διάσπαρτες δημιουργικές δυνάμεις, που δεν τις αφήνουν τα διοικητικά κυκλώματα να ζήσουν. Υπάρχουν κι οι πειρατές που βγάζουν φράγκα. Δεν μπορούν να συντεθούν σε ένα συλλογικό όλον.
Σ' αυτό το περικείμενο, πρέπει να δούμε και τη ενδεχόμενη συμφωνία και την ενδεχόμενη αποτυχία. Και την κυβερνητική Αριστερά, και τις καριερίστικες βδέλλες στον λαιμό της. Και την νομοθέτηση, και το σάπιο διοικητικό σύστημα που εμποδίζει, αντιπολιτεύεται και εκβιάζει. Και τις προσωπικές στρατηγικές, και την απουσία συντροφικής σύμπνοιας...