..........................................................
«Απώλεια των αισθήσεων» στη μεταπολεμική Γερμανία
Επί δεκαετίες οι Γερμανοί, κάθε
ηλικίας, τάξης και ιδεολογίας, έρχονται μαζικά στην Ελλάδα, σαν
τουρίστες. Αρκετοί μάλιστα έχουν αγοράσει σπίτι εδώ, στο Πήλιο, στη Μάνη
ή σε νησί. Παλαιότερα, ανάμεσα στα εκατομμύρια των επισκεπτών δεν είναι
απίθανο να βρίσκονταν και ορισμένοι προχωρημένης ηλικίας που πρωτοήρθαν
στην Ελλάδα σαν κατακτητές (το ίδιο μπορούμε να εικάσουμε και για
Αυστριακούς και Ιταλούς τουρίστες). Και πολύ περισσότεροι είναι βέβαια
οι γιοι και οι εγγονοί τους που επιλέγουν ως τουριστικό προορισμό την
Ελλάδα. Απλό το ερώτημα: Με πόση -και ποια- μνήμη ήρθαν και συνεχίζουν
να έρχονται; Με πόση ιστορία στο μυαλό και ποιες σελίδες της; Βαραίνουν
στην επιλογή τους όσα άκουσαν ίσως, με χαμηλή φωνή, σαν κεφάλαια της
οικογενειακής διήγησης;
Στις διακοπές του πάει κανείς ακριβώς για να κόψει τα νήματα που τον συνδέουν με την «κανονικότητα», δηλαδή με την πραγματικότητα. Και ταξιδεύει σαν άτομο, όχι σαν εκπρόσωπος φυλής ούτε σαν αχθοφόρος των ευθυνών που ενδέχεται να έχει η πατρίδα του απέναντι στη χώρα που επισκέπτεται. Δεν θα πάει λοιπόν στα Καλάβρυτα ή στο Δίστομο, εκτός κι αν είναι επίσημος που ακολουθεί κάποιο «πρόγραμμα συμφιλίωσης». Στην Ακρόπολη θα πάει. Και στα νησιά. Για βουτιές και χαλάρωση. Στον ερχομό του κουβαλάει αθέλητα μαζί με τ’ άλλα μπαγκάζια όλα τα (αρνητικά) στερεότυπα για τους «οικοδεσπότες» του, όσα αναπαράγουν τα μίντια, η ελαφριά πεζογραφία, ο λάιτ κινηματογράφος. Και φεύγοντας τα παίρνει πάλι μαζί του, αναλλοίωτα συνήθως· η αλλαγή είναι σπάνια, αφού σπάνια είναι και η αληθινή επαφή με αληθινούς ανθρώπους.
Αν είναι να ’ρθει ο τουρίστας για να πληγωθεί από τη διέγερση της οικογενειακής ή εθνικής μνήμης («εδώ ο παππούς μου... εκεί τα SS...»), απλώς δεν θα ’ρθει. Τυχαίνει βέβαια μια στο τόσο να σπάσει η μνήμη το καύκαλο και να υπαγορεύσει μια λυτρωτική συμβολική πράξη. Οπως έγινε προ καιρού μ’ ένα ζευγάρι Γερμανών που επισκέφθηκαν το Ναύπλιο, ως πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, για να καταθέσουν στο δημαρχείο 875 ευρώ. Τόσο υπολόγισαν το μερίδιό τους στις πολεμικές επανορθώσεις. Τελικά κατέθεσαν το ποσό στην «Πύλη Πολιτισμού», για να ενισχυθεί το κοινωνικό παντοπωλείο της. Αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις όμως, όσο συγκινητικές και τίμιες, δεν κλονίζουν έναν κανόνα πανίσχυρο και παγκόσμιο, ακρογωνιαίο λίθο του τουρισμού: ούτε παρελθόν υπάρχει ούτε μέλλον· μόνο το ηλιόλουστο, φαγώσιμο παρόν.
Στα εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ωστόσο, ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η κοπή κάποιων άλλων νημάτων στην ψυχή των Γερμανών: όσων τη συνέδεαν με τη μόλις χθεσινή φρίκη. Στις πρόσφατες τοποθετήσεις του Γερμανού προέδρου Γιόαχιμ Γκάουκ, ιδιαίτερη αξία δεν έχει μόνο η προτροπή του να αντιμετωπιστούν «με κατανόηση οι προτάσεις των Ελλήνων που ζητούν δικαιοσύνη» αλλά και όσα είπε για τον βαθμό μηδέν (περίπου) γνώσης των μεταπολεμικών Γερμανών για τις θηριωδίες των πατεράδων ή παππούδων τους. «Δεν μου ήταν ποτέ γνωστές οι πραγματικές διαστάσεις των εγκλημάτων που έγιναν στην Ελλάδα, παρότι είμαι ειδήμων σε ό,τι αφορά το παρελθόν», είπε ο κ. Γκάουκ. Αυτός, ένας επί οκταετία επικεφαλής συλλόγου «κατά της λήθης», ομολογεί το μερίδιό του στη συλλογική μεταπολεμική αγνωσία και αμνησία.
Τα ίδια έλεγε και πέρυσι ο Γερμανός πρόεδρος, επισκεπτόμενος την Ελλάδα. Σε συνέντευξή του στην Ξένια Κουναλάκη («Καθημερινή», 5.3.2014) δήλωνε: «Η Ελλάδα βίωσε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια γερμανική κατοχή ιδιαίτερα βίαιη. [...] Το “ρήγμα με τον πολιτισμό” που διαπράχθηκε επιβάλλει σ’ εμάς τους Γερμανούς μια ιδιαίτερη ευθύνη. Η Γερμανία έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού. [...] Ενώ πολλοί Γερμανοί γνωρίζουν για τα εγκλήματα σε άλλες χώρες, τα συμβάντα στην Ελλάδα τούς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστα. Ως προς αυτό, υπάρχει σαφής ανάγκη για αναπλήρωση των ελλείψεων. Το να δημιουργηθεί η γνώση για τις τότε φρικαλεότητες του πολέμου και την καταδίωξη των Ελλήνων είναι κατά τη γνώμη μου το σημαντικότερο καθήκον στο άμεσο μέλλον».
Ετσι εξηγείται η σφοδρότατη αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς και των περισσότερων Μέσων και της κοινής γνώμης, στην ελληνική διεκδίκηση. Δεν είναι τα οικονομικά μεγέθη που προκαλούν την οργή ή και τη χλεύη. Είναι το γεγονός ότι επανέρχονται στο προσκήνιο ιστορίες συνειδητά παραγραμμένες και απωθημένες. Οτι απειλούνται η κατασκευασμένη αμνησία και η μεθοδικά φαλκιδευμένη γνώση. Τώρα, με την «αναμόχλευση», πολλοί μπορεί να θελήσουν να μάθουν κάτι περισσότερο για το Δίστομο. Ακόμα και οι τουρίστες.
Το πρώτο πάντως που οφείλουν να μάθουν και αυτοί και εμείς είναι πώς ένα έθνος θεμελίωσε τη μεταπολεμική ανοικοδόμησή του στην περιφρόνησή του για τον πολιτισμό της ευθύνης και στη συστηματική εξάρθρωση των μηχανισμών της μνήμης και της γνώσης. Οι σκέψεις του σπουδαίου Βαυαρού λογοτέχνη W.G. Sebald (1944-2001), από το βιβλίο του «Η φυσική ιστορία της καταστροφής» (μετάφραση Γιάννης Καλλιφατίδης, Αγρα, 2008), είναι σίγουρα διαφωτιστικές: «Η θρυλική, όπως πλέον θεωρείται, και, από μια άποψη, όντως αξιοθαύμαστη ανοικοδόμηση της χώρας ύστερα από την ερήμωση που προκάλεσαν οι εχθρικές επιδρομές, κατά βάθος ισοδυναμούσε με δεύτερη εξάλειψη του πρόσφατου παρελθόντος του ίδιου του έθνους, και μάλιστα σε αλλεπάλληλες φάσεις της ιστορίας του, ενώ ο απαιτούμενος όγκος εργασίας σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας, απρόσωπης πραγματικότητας απέκλεισε εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενη αναμέτρηση με το παρελθόν. [...] Η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία βαθύτερων διαταραχών από τον ψυχικό κόσμο του γερμανικού έθνους υποδηλώνει ότι η νεόδμητη ομοσπονδιακή κοινωνία φρόντισε να αντιπαρέλθει την εμπειρία της πρόσφατης ιστορίας της αναπτύσσοντας έναν προηγμένο απωθητικό μηχανισμό, ο οποίος ναι μεν της επέτρεψε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αναγεννήθηκε μέσα από την απόλυτη εξαθλίωση, συγχρόνως όμως αποσυνέδεσε διά παντός την προέλευσή της από τη συναισθηματική παρακαταθήκη της κοινωνίας. [...] Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ υπογραμμίζει ότι είναι αδύνατον να κατανοήσουμε “τη μυστηριώδη ενέργεια των Γερμανών αν αρνηθούμε να δεχτούμε ότι ανήγαγαν τη μειονεκτική τους θέση σε αρετή”. “Η απώλεια των αισθήσεων”, συμπληρώνει, “αποτέλεσε την προϋπόθεση της επιτυχίας τους”».
Μια ηθελημένη αναπηρία. Σαν θυσία στις Ερινύες, που έχουν πάντα τον τρόπο τους.
Έντυπη
Στις διακοπές του πάει κανείς ακριβώς για να κόψει τα νήματα που τον συνδέουν με την «κανονικότητα», δηλαδή με την πραγματικότητα. Και ταξιδεύει σαν άτομο, όχι σαν εκπρόσωπος φυλής ούτε σαν αχθοφόρος των ευθυνών που ενδέχεται να έχει η πατρίδα του απέναντι στη χώρα που επισκέπτεται. Δεν θα πάει λοιπόν στα Καλάβρυτα ή στο Δίστομο, εκτός κι αν είναι επίσημος που ακολουθεί κάποιο «πρόγραμμα συμφιλίωσης». Στην Ακρόπολη θα πάει. Και στα νησιά. Για βουτιές και χαλάρωση. Στον ερχομό του κουβαλάει αθέλητα μαζί με τ’ άλλα μπαγκάζια όλα τα (αρνητικά) στερεότυπα για τους «οικοδεσπότες» του, όσα αναπαράγουν τα μίντια, η ελαφριά πεζογραφία, ο λάιτ κινηματογράφος. Και φεύγοντας τα παίρνει πάλι μαζί του, αναλλοίωτα συνήθως· η αλλαγή είναι σπάνια, αφού σπάνια είναι και η αληθινή επαφή με αληθινούς ανθρώπους.
Αν είναι να ’ρθει ο τουρίστας για να πληγωθεί από τη διέγερση της οικογενειακής ή εθνικής μνήμης («εδώ ο παππούς μου... εκεί τα SS...»), απλώς δεν θα ’ρθει. Τυχαίνει βέβαια μια στο τόσο να σπάσει η μνήμη το καύκαλο και να υπαγορεύσει μια λυτρωτική συμβολική πράξη. Οπως έγινε προ καιρού μ’ ένα ζευγάρι Γερμανών που επισκέφθηκαν το Ναύπλιο, ως πρώτη πρωτεύουσα της Ελλάδας, για να καταθέσουν στο δημαρχείο 875 ευρώ. Τόσο υπολόγισαν το μερίδιό τους στις πολεμικές επανορθώσεις. Τελικά κατέθεσαν το ποσό στην «Πύλη Πολιτισμού», για να ενισχυθεί το κοινωνικό παντοπωλείο της. Αυτές οι εξαιρετικές περιπτώσεις όμως, όσο συγκινητικές και τίμιες, δεν κλονίζουν έναν κανόνα πανίσχυρο και παγκόσμιο, ακρογωνιαίο λίθο του τουρισμού: ούτε παρελθόν υπάρχει ούτε μέλλον· μόνο το ηλιόλουστο, φαγώσιμο παρόν.
Στα εβδομήντα χρόνια από τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ωστόσο, ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η κοπή κάποιων άλλων νημάτων στην ψυχή των Γερμανών: όσων τη συνέδεαν με τη μόλις χθεσινή φρίκη. Στις πρόσφατες τοποθετήσεις του Γερμανού προέδρου Γιόαχιμ Γκάουκ, ιδιαίτερη αξία δεν έχει μόνο η προτροπή του να αντιμετωπιστούν «με κατανόηση οι προτάσεις των Ελλήνων που ζητούν δικαιοσύνη» αλλά και όσα είπε για τον βαθμό μηδέν (περίπου) γνώσης των μεταπολεμικών Γερμανών για τις θηριωδίες των πατεράδων ή παππούδων τους. «Δεν μου ήταν ποτέ γνωστές οι πραγματικές διαστάσεις των εγκλημάτων που έγιναν στην Ελλάδα, παρότι είμαι ειδήμων σε ό,τι αφορά το παρελθόν», είπε ο κ. Γκάουκ. Αυτός, ένας επί οκταετία επικεφαλής συλλόγου «κατά της λήθης», ομολογεί το μερίδιό του στη συλλογική μεταπολεμική αγνωσία και αμνησία.
Τα ίδια έλεγε και πέρυσι ο Γερμανός πρόεδρος, επισκεπτόμενος την Ελλάδα. Σε συνέντευξή του στην Ξένια Κουναλάκη («Καθημερινή», 5.3.2014) δήλωνε: «Η Ελλάδα βίωσε κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο μια γερμανική κατοχή ιδιαίτερα βίαιη. [...] Το “ρήγμα με τον πολιτισμό” που διαπράχθηκε επιβάλλει σ’ εμάς τους Γερμανούς μια ιδιαίτερη ευθύνη. Η Γερμανία έχει συναίσθηση του γεγονότος αυτού. [...] Ενώ πολλοί Γερμανοί γνωρίζουν για τα εγκλήματα σε άλλες χώρες, τα συμβάντα στην Ελλάδα τούς είναι σε μεγάλο βαθμό άγνωστα. Ως προς αυτό, υπάρχει σαφής ανάγκη για αναπλήρωση των ελλείψεων. Το να δημιουργηθεί η γνώση για τις τότε φρικαλεότητες του πολέμου και την καταδίωξη των Ελλήνων είναι κατά τη γνώμη μου το σημαντικότερο καθήκον στο άμεσο μέλλον».
Ετσι εξηγείται η σφοδρότατη αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης, καθώς και των περισσότερων Μέσων και της κοινής γνώμης, στην ελληνική διεκδίκηση. Δεν είναι τα οικονομικά μεγέθη που προκαλούν την οργή ή και τη χλεύη. Είναι το γεγονός ότι επανέρχονται στο προσκήνιο ιστορίες συνειδητά παραγραμμένες και απωθημένες. Οτι απειλούνται η κατασκευασμένη αμνησία και η μεθοδικά φαλκιδευμένη γνώση. Τώρα, με την «αναμόχλευση», πολλοί μπορεί να θελήσουν να μάθουν κάτι περισσότερο για το Δίστομο. Ακόμα και οι τουρίστες.
Το πρώτο πάντως που οφείλουν να μάθουν και αυτοί και εμείς είναι πώς ένα έθνος θεμελίωσε τη μεταπολεμική ανοικοδόμησή του στην περιφρόνησή του για τον πολιτισμό της ευθύνης και στη συστηματική εξάρθρωση των μηχανισμών της μνήμης και της γνώσης. Οι σκέψεις του σπουδαίου Βαυαρού λογοτέχνη W.G. Sebald (1944-2001), από το βιβλίο του «Η φυσική ιστορία της καταστροφής» (μετάφραση Γιάννης Καλλιφατίδης, Αγρα, 2008), είναι σίγουρα διαφωτιστικές: «Η θρυλική, όπως πλέον θεωρείται, και, από μια άποψη, όντως αξιοθαύμαστη ανοικοδόμηση της χώρας ύστερα από την ερήμωση που προκάλεσαν οι εχθρικές επιδρομές, κατά βάθος ισοδυναμούσε με δεύτερη εξάλειψη του πρόσφατου παρελθόντος του ίδιου του έθνους, και μάλιστα σε αλλεπάλληλες φάσεις της ιστορίας του, ενώ ο απαιτούμενος όγκος εργασίας σε συνδυασμό με τη δημιουργία μιας νέας, απρόσωπης πραγματικότητας απέκλεισε εκ των προτέρων κάθε ενδεχόμενη αναμέτρηση με το παρελθόν. [...] Η σχεδόν ολοκληρωτική απουσία βαθύτερων διαταραχών από τον ψυχικό κόσμο του γερμανικού έθνους υποδηλώνει ότι η νεόδμητη ομοσπονδιακή κοινωνία φρόντισε να αντιπαρέλθει την εμπειρία της πρόσφατης ιστορίας της αναπτύσσοντας έναν προηγμένο απωθητικό μηχανισμό, ο οποίος ναι μεν της επέτρεψε να συμφιλιωθεί με την ιδέα ότι αναγεννήθηκε μέσα από την απόλυτη εξαθλίωση, συγχρόνως όμως αποσυνέδεσε διά παντός την προέλευσή της από τη συναισθηματική παρακαταθήκη της κοινωνίας. [...] Ο Χανς Μάγκνους Εντσενσμπέργκερ υπογραμμίζει ότι είναι αδύνατον να κατανοήσουμε “τη μυστηριώδη ενέργεια των Γερμανών αν αρνηθούμε να δεχτούμε ότι ανήγαγαν τη μειονεκτική τους θέση σε αρετή”. “Η απώλεια των αισθήσεων”, συμπληρώνει, “αποτέλεσε την προϋπόθεση της επιτυχίας τους”».
Μια ηθελημένη αναπηρία. Σαν θυσία στις Ερινύες, που έχουν πάντα τον τρόπο τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου